Στην αριστουργηματική ταινία του Κλοντ Λελούς «Ενας άνδρας, μια γυναίκα» (πόσες άραγε δεκαετίες να έχουν περάσει από τότε που πρωτοπροβλήθηκε;) ακούγεται κάποια στιγμή η ερώτηση «Σε μια πυρκαγιά που θα είχατε το δίλημμα, τι θα επιλέγατε να σώσετε, έναν πίνακα του Ρέμπραντ ή μια γάτα;». Με στεντόρεια φωνή και χωρίς ίχνος δισταγμού, δίνεται η απάντηση «τη γάτα βέβαια γιατί η γάτα είναι η ζωή». Εστω και αν πολλοί, οι περισσότεροι ενδεχομένως, θα συμφωνούσαν με την απάντηση αυτή, αλλά σε περίπτωση που το δίλημμα έπαυε να είναι θεωρητικό και γινόταν μια πραγματική συνθήκη θα επέλεγαν ασυζητητί τον πίνακα του Ρέμπραντ, δεν παύει η «προτίμηση» της γάτας να αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας εκτεταμένης ευαισθησίας, έστω και βαθιά παραχωμένης.

Εμφανέστατη όμως τη ζήσαμε, πριν από δέκα μέρες, σε μια συναυλία του Γιώργου Νταλάρα, όταν ένα άτομο (ας μην προσδιορίσουμε το φύλο του), σαφώς προβληματικό, σηκωνόταν από το κάθισμά του και ερχόταν μπροστά στη σκηνή (για μία φορά ανέβηκε και επάνω της) «ρίχνοντας» τις αδέξιες λόγω της σωματικής του υστέρησης βόλτες του.

Στο κατάμεστο θέατρο και παρά την ενόχληση, εντονότερη βέβαια για τους τραγουδιστές που ήταν στη σκηνή και λιγότερο αλλά εξίσου υπαρκτή για τους θεατές, κανείς δεν αντέδρασε αρνητικά με την έννοια μιας δυνατής φωνής που θα διαμαρτυρόταν. Σάμπως και ένας σεβασμός για ένα «πρόβλημα» που, καθώς είχε ξεκορμίσει από την πλατεία, έμοιαζε να τους αφορά και να τους εκφράζει όλους τους, είχε προκαλέσει μια αιδήμονα σιωπή ώστε, όποια και αν ήταν η συνέχεια αυτής της απρόβλεπτης παρέμβασης, ένας άνθρωπος να πληγωθεί όσο γίνεται λιγότερο.

Μέσα σε έναν διάκοσμο όπου τα λαμπυρίζοντα φωτάκια του θεάτρου, η θέα του Λυκαβηττού και ένα σύννεφο που με έναν σχεδόν προστατευτικό τρόπο σχεδόν ακουμπούσε τα κεφάλια των θεατών, σε έκαναν να νιώθεις τη βραδιά, που για πολλούς ήταν η πρώτη έξοδός τους μετά την πανδημία, ως ένα κλειδί προκειμένου να ξεκλειδώσεις το πάντα άλυτο μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Και όταν ο Νταλάρας, απευθυνόμενος στο νεαρό άτομο με την τόσο ανεπτυγμένη χορευτική διάθεση, του είπε τρυφερά «κάθισε τώρα να ξεκουραστείς για λίγο, μετά ξαναχορεύεις», αισθάνθηκες αιφνίδια να συντελείται εκείνο που θα έπρεπε να προκύπτει σε κάθε παράσταση, μουσική ή πρόζας, οπουδήποτε στον κόσμο. Το απρόβλεπτο γεγονός που καταργεί τα όρια ανάμεσα στη σκηνή και στην πλατεία και αποκαλύπτει ότι η οργανωμένη σύμβαση, όπως είναι ακόμη και η ιδιοφυέστερη παράσταση, ενέχει μια απαράγραπτη ζωική αλήθεια.

Μια αλήθεια που μας διεκδικεί ως περιπαθείς και ισότιμους εραστές της, οποιαδήποτε και αν είναι η συνθήκη που βιώνουμε. Είτε ως νοσηλευόμενοι σε μια ΜΕΘ είτε σε παραλία αργά τη νύχτα παρατηρούμε εκστατικοί το στερέωμα.