Στις 10 Ιουνίου 1944, γράφτηκε μία από τις μελανότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις μπαίνουν στο Δίστομο Βοιωτίας και με σκοπό να εκδικηθούν εις βάρος τους επίθεση από έλληνες αντάρτες, διέπραξαν ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα των Ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα.

Οι άνδρες των SS μπήκαν στην πόλη του Διστόμου με σκοπό να αφήσουν πίσω τους μόνο νεκρούς.

Σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή οι νεκροί έφτασαν τους 228, εκ των οποίων 117 ήταν γυναίκες, 111 άντρες. 53 από τους νεκρούς ήταν παιδιά ηλικίας κάτω των 16 ετών.

Σύμφωνα πάντως με μαρτυρία του απεσταλμένου του ελβετού απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, George Wehrly, που έφτασε στο Δίστομο λίγες ημέρες αργότερα, οι νεκροί στην ευρύτερη περιοχή έφτασαν τους 600.

Επτά χρόνια αργότερα, στο φύλλο του «ΒΗΜΑΤΟΣ» της 15ης Μαΐου 1951 ο σπουδαίος συγγραφέας και πολυετής συνεργάτης του «ΒΗΜΑΤΟΣ», Ηλίας Βενέζης γράφει για την μαύρη αυτή ημέρα της ελληνικής Ιστορίας.

«ΒΗΜΑ», 15.5.1951, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

»Γιατί θυμόμαστε σήμερα το Δίστομο και το αποσπούμε από την περιοχή του λησμονημένου καιρού; Ω, είναι μια μικρή είδηση στις εφημερίδες. Μάς είχανε παραδώσει, λέει, οι σύμμαχοι, για να τον δικάσουμε τον Γερμανό αξιωματικό, τον δήμιο του Διστόμου.

»Τον είχαμε στις φυλακές του Αβέρωφ. Και ήταν ακριβώς μια από αυτές τις μέρες, που πλησιάζει η επέτειος, ήταν να γίνει η δίκη του. Αλλά η δίκη την τελευταία στιγμή σταμάτησε. Γιατί έτσι γίνεται, λέει, και στο Παρίσι. Έγινε, λέει, και στο Παρίσι μια συνθήκη εμπορική Γαλλίας – Γερμανίας. Και από τότε κάθε δίωξη Γερμανού εγκληματία πολέμου σταμάτησε.

»Λοιπόν και εμείς έχουμε καπνά να στείλουμε στη Γερμανία. Τα καπνά πρέπει να σβήσουν το Δίστομο και το σβήνουν. Ο άνθρωπος, ο ήρωας της ηλιόλουστης εκείνης μέρας του Διστόμου με τις βιασμένες, τις ξεκοιλιασμένες γυναίκες, με τα σκοτωμένα βρέφη, με τους αποκεφαλισμένους παπάδες (…), ο ήρωας εκείνης της μέρας της “δύναμης” θα πρέπει να αφεθεί να πάει να αφεθεί να πάει να καλλιεργήσει τα λαχανικά του στον κήπο του σπιτιού του και να παίξει λίγο από εκείνη τη ζεστή, παθητική παλιά γερμανική μουσική».

»Κανένα αίσθημα εκδίκησης, κανένα αίσθημα αγριότητας δεν υπαγορεύει αυτές εδώ τις γραμμές. Ο άνθρωπος που τις γράφει μπόρεσε, παιδί ακόμα, γυρίζοντας από μία φριχτή δοκιμασία σε άλλη περιοχή της ελληνικής τραγωδίας, γυρίζοντας απ’ τα εργατικά τάγματα των σκλάβων της Ανατολής, μπόρεσε να δώσει στη λογοτεχνία της πατρίδας τους ένα βιβλίο εκείνου του αβάσταχτου πόνου χωρίς μίσος. Δεν πιστεύει, ο άνθρωπος που γράφει εδώ, στη “γόνιμη” καταπώς λεν δύναμη του μίσους. (…) Πιστεύω πως και αυτό ακόμα το τέρας του Διστόμου θα έχει εφιάλτες και τύψεις».

» “…Όταν οι τροχοί εσταμάτησαν προ του Διστόμου τρομερά η γαλήνη ηπλούτο εντός χωρίου. Δεν εφείσθησαν ουδενός. Ο πατήρ πρώτος, η σύζυγος κατόπιν και ηκολούθουν τα τέκνα οιασδήποτε ηλικίας.

»Βρέφη δύο, πέντε και επτά μηνών εκρεουργούντο δι’ αποκοπής της καρωτίδος. Αλλά καθ’ ήν στιγμήν εθηλάζοντο. Ανευρέθη βρέφος φέρον εις το στόμα του αποκεκομμένον τον μαστόν της μητρός του, με τραύμα εις το κέντρον τού άνω μέρους της κεφαλής του και έτερον εις τον λαιμόν.

»Το παιδί του εκτελεσθέντος ειρηνοδικού Γκριτσέπη και της βιασθείσης και σφαγιασθείσης συζύγου του ευρέθη πληγωμένον την επόμενην της φοβεράς σφαγής παρά το πτώμα του πατρός του το οποίον δεν ήθελε να αποχωρισθή. Τα έντερα τεσσάρων χωρικών ευρέθησαν περιτυλιγμένα πέριξ του λαιμού των. Ο ιερεύς του χωρίου ευρέθη ακέφαλος.  Η εις μικράν από του πτώματος απόστασιν ευρεθείσα κεφαλή του είχε τους οφθαλμούς εξωρυγμένους…»

»Επήρα το απόσπασμα της εικόνα από το επίσημο χρονικό του Διστόμου από την έκθεση του τότε νομάρχου Βοιωτίας. Είναι δυνατόν αυτή η εικόνα να μην παρακολουθεί τυραννικά τον ήρωά της; Θα είχαμε άραγε να κερδίσουμε τίποτα παίρνοντας τη ζωή του; Όχι ασφαλώς».

(…)

»Θέλω να θυμηθώ μια μαυροντυμένη Ελληνίδα του Διστόμου. Ήταν, νομίζω η πρώτη μετά την απελευθέρωση επέτειο της σφαγής του Διστόμου. Σύναξη πολλή είχε γίνει στο τραγικό χωριό σα να ήταν πανηγύρι, λογάδες είχαν φτάσει απ’ την Αθήνα, μουσικές παίζανε πένθιμα, μεγάλα πανώ λέγανε λόγια κραυγαλέα – το καθετί είχε γίνει για να δοθεί τόνος ασεβής στον πρόσφατο πόνο και στα δάκρυα.

»Οι επιζώντες του Διστόμου, τα φαντάσματα, μαυροντυμένα τριγυρίζανε στα σοκάκια του χωριού, βλέπανε απορώντας τα γινόμενα, αναγκάζονταν κάθε τόσο να επαναλαμβάνουν το χρονικό στους ξένους που τους ρωτούσαν. (…)

»Καθόταν στο πηγάδι, μαυροντυμένο πλάσμα αγγελικό, με πρόσωπο ωχρό, αγιασμένο απ’ τον πόνο. (…) Η γυναίκα εκεί ασάλευτη να κοιτάζει το νερό. (…) Μονάχα το νερό, αιωνιότητα, αδιατάρακτη, τίποτα άλλο. Τι άλλο; Αδερφάδες, μητέρα, παιδιά, όλα τα είχαν σφάξει στη μέρα του Διστόμου.

»Κάποιος ξένος πέρασε, σταμάτησε, την κοίταξε, ρώτησε να μάθει το περιστατικό της. Τον κοίταζε σιωπηλή, καμμιά απόκριση, πάλι γύρισε τα μάτια της στο νερό. Κι άλλος πέρασε, λογάς, ρώτησε. Καμμιά απόκριση. Ήταν εκεί ασάλευτη, σεμνή, σιωπηλή, η πίκρα, ο πόνος της Ελλάδας.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ»