Μπίλι Μπο: Ο αρτίστας της μόδας που έφυγε νέος
Ο Μπίλι Μπο άφησε την τελευταία του πνοή στις 13 Ιουνίου του 1987 ύστερα από μάχη με το AIDS.
Ήταν ένα πανέμορφο παιδί από τα Καμίνια που αισθανόταν την ασφυκτική πίεση στο περιβάλλον που ζούσε. Ήθελε να εκφραστεί δημιουργικά και συναισθηματικά και κατάφερε να φτάσει στην κορυφή της ελληνικής μόδας. Η ιστορία του είναι εκείνη μιας σύγχρονης σταχτοπούτας χωρίς Happy End. Η ιστορία του Βασίλη Κουρκουμέλη γνωστού ως Μπίλι Μπο σαν παραμύθι που τέλειωσε απότομα στα 33 του χρόνια. Ήταν το πρώτο διάσημο θύμα του AIDS. Ένα απόγευμα του 1986, μία ηλικιωμένη γυναίκα σε αναπηρικό αμαξίδιο ξεπροβάλλει από την πύλη αφίξεων του αεροδρομίου του Ελληνικού.
Το κεφάλι της είναι καλυμμένο με μαντίλι, είναι λεπτή και το σώμα της σκυφτό. Με τη βοήθεια του άντρα που τη συνοδεύει, μπαίνουν σε ένα ταξί και εξαφανίζονται. Ουδείς από το αδηφάγο πλήθος των φωτογράφων που εκείνες τις ημέρες στρατοπεδεύουν στο Ελληνικό, αναμένοντας την επιστροφή του καταβεβλημένου από την ασθένεια Μπίλι Μπο από το Παρίσι, δεν αντιλαμβάνεται τη μεταμφίεση. Τους έχει ξεφύγει.
Ο Μπίλι Μπο «έφυγε» στα 33 του από AIDS. Νέος, όπως και πολλοί άλλοι ωραίοι και “καταραμένοι”, η Μονρόε, ο Κομπέιν, η Ουάινχαουζ, ο Ντιν. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν κάτι κοινό. Κάποια στιγμή, μέσα στην πάρα πολύ μεγάλη διασημότητα και την τόση ομορφιά, έχασαν τον προσανατολισμό τους. Πολλές φορές η ομορφιά και η δόξα δημιουργούν εσωτερική απομόνωση, αδυναμία στο άτομο να συσχετιστεί με ό,τι κοινωνικά και συναισθηματικά το περιβάλλει, νιώθει ότι είναι άτρωτο. Αυτές οι ιστορίες είναι ξεχωριστές όταν συμβαίνουν είτε στη λογοτεχνία είτε στην ίδια τη ζωή. Έγραφε το 2015 η εφημερίδα Καθημερινή. Αλλά ας δούμε την συναρπαστική και συνάμα τραγική ιστορία του Μπίλι Μπο.
Όλα ξεκίνησαν ένα μεσημέρι του Απρίλη του 1971, όταν ο σχεδιαστής Μάκης Τσέλιος, ανεβαίνοντας την οδό Πινδάρου στο Κολωνάκι, μαγεύτηκε από τη φυσική ομορφιά ενός 17χρονου αμούστακου παιδιού που περπατούσε μαζί με έναν φίλος του. Καθώς ο ένας πλησίαζε τον άλλο, τα βλέμματα καρφώθηκαν και στο νεανικό πρόσωπο που χαμογελούσε ο Μάκης Τσέλιος αναγνώρισε μια γνώριμη φιγούρα. Ήταν ένα παιδί που το ήξερε από τον Πειραιά όπου και εκείνος είχε μεγαλώσει.
Ο Μάκης Τσέλιος είχε περιγράψει τη στιγμή που αντίκρυσε τον Βασίλη στο Κολωνάκι: «Ο Βασίλης είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, όπως άλλωστε όλοι οι άνθρωποι τότε. Οι δρόμοι στις γειτονιές ήταν από χώμα και φαντάσου ότι ακόμα περνούσε ο νερουλάς. Γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1954, Υδροχόος το ζώδιο. Την ημέρα που τον είδα πρώτη φορά, ξαφνιάστηκα. Είχε μια ιδιαιτερότητα, ήταν σαν ένα πριγκιπόπουλο σε λάθος περιβάλλον… Σαν να είχε γεννηθεί σε λάθος σπίτι.
Ήθελε πάρα πολύ να ανέβει, χωρίς να έχει εφόδια όμως. Εγώ τον βρήκα να κάνει μαθήματα χορού στη σχολή Ντε Πιαν. Συναντηθήκαμε μερικές φορές κι έβλεπα ότι αναζητούσε την παρέα σοβαρότερων ανθρώπων. Άρχισε να χορεύει στου Μοστρού στην Πλάκα, με τις αδελφές Μπρόγιερ και στο θέατρο, στο «Μαριχουάνα Στοπ», με τον Μεταξόπουλο. Ήταν τόσο ωραίος, που πετούσαν περισσότερα λουλούδια σε αυτόν παρά στις Μπρόγιερ!»
Ο Βασίλης, που γεννήθηκε το 1954 στα Καμίνια, ξεκίνησε να δουλεύει ως χορευτής σε μπουάτ της Πλάκας το 1960. Η γνωριμία του με τον Μάκη Τσέλιο θα άλλαζε για πάντα τη ζωή του. Η συνεργασία τους ξεκίνησε με το σκεπτικό να κάνουν εισαγωγή αρωμάτων από τη Γαλλία αλλά τελικά η υψηλή ραπτική ήταν αυτό που τους κέρδισε και άρχισαν να χτίζουν εκεί. Το 1974, με ακονισμένο πια το χάρισμα του Βασίλη, αποφάσισαν να δανειστούν και να ξεκινήσουν την πρώτη τους δουλειά, μια μπουτίκ στην οδό Σόλωνος. Έψαχναν όνομα και κάποια στιγμή ακούγοντας το τραγούδι της Κατερίνας Βαλέντε «Billy Boy» ο Μάκης Τσέλιος, αναφώνησε. «Αυτό είναι» Μπίλι Μπο. Το Μπίλι σημαίνει Βασίλης και το Μπόι έγινε Μπο, δηλαδή ωραίος.
Σε αυτό το φόντο, ο Μπίλι Μπο, ένας νέος, σπάει τις κλειστές αίθουσες των ατελιέ και σχεδιάζει ρούχα που μπορούν να φορέσουν όλες οι Ελληνίδες. «Η δημιουργική του διάθεση, όμως, κοντράρεται με έναν εσωτερικό κόσμο που έχει και μοναξιά και, στο τέλος της ζωής του, και φόβο». Χαρακτηριστική του δίπολου, η αποστροφή του σχεδιαστή μετά την επιστροφή του από την πολύμηνη νοσηλεία του στο Παρίσι. «Πού θες να μείνεις;» τον είχε ρωτήσει ο άνθρωπός του, Μάκης Τσέλιος. «Θέλω να βλέπω θάλασσα», είχε ψελλίσει εκείνος, «εγώ είμαι Πειραιωτάκι». «Ο φόβος του θανάτου τον είχε φέρει πίσω στα σημεία αναφοράς του, τα οποία κάποτε είχε απαρνηθεί», είχε πει στην Καθημερινή το 2015 η ελληνοιταλίδα σκηνοθέτης Νικόλ Αλεξανδροπούλου, η οποία άντλησε τις πληροφορίες από τον ίδιο τον Μάκη Τσέλιο, αλλά και τις αδελφές του Βασίλη.
Σε λίγα χρόνια το brand Βilly Bo, εκτινάσσεται και όλοι μιλούν για τον Έλληνα Βαλεντίνο που κάνει τρεις επιδείξεις μόδας στη σειρά για να προλάβουν να παρακολουθήσουν τα ρούχα της νέας κολεξιόν, όλες οι κυρίες που ενδιαφέρονται. Και φυσικά με τα ρούχα του ντύνονται όλες οι μεγάλες σταρ της εποχής, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ζωή Λάσκαρη και η Έλενα Ναθαναήλ.
«Η ξέφρενη πορεία του Μπίλι Μπο βρισκόταν μόλις στην αρχή της. Κάθε επίδειξή του γνώριζε τεράστια επιτυχία, έγινε ο αγαπημένος των περιοδικών και οι φωτογράφοι άρχισαν να τον ακολουθούν σε κάθε του βήμα. Μαζί με τον Τσέλιο άνοιγαν συνεχώς και άλλα καταστήματα, γεγονός που γινόταν πάντα είδηση στις κοσμικές σελίδες.
Είχε κερδίσει επίσης –άνετα– τον διαγωνισμό του περιοδικού «Γυναίκα» για τον καλύτερο σχεδιαστή, με έπαθλο το αστρονομικό τότε ποσό των 300.000 δραχμών. Η μεγαλύτερη καταξίωση όμως ήρθε το 1981, όταν ο Μπίλι Μπο επελέγη ανάμεσα στους συναδέλφους του να σχεδιάσει τις νέες στολές των αεροσυνοδών της Ολυμπιακής Αεροπορίας. «Ήταν πια μέσα στα ελληνικά σπίτια, το πρόσωπο της ομορφιάς και της επιτυχίας που έκανε τον καθένα να ονειρεύεται. Αθόρυβα επίσης, συμφιλίωνε τις συντηρητικές, παραδοσιακές ελληνικές οικογένειες με την ομοφυλοφιλία. Οι μαμάδες έλεγαν «γιατί να είναι τοιούτος, βρε παιδί μου”, αλλά στην πραγματικότητα τον θαύμαζαν» θα πει η Νικόλ Αλεξανδροπούλου.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Μπίλι Μπο ήταν το Pop Idol της Ελλάδας. Όμως σύντομα η χρυσή εικόνα θα θρυμματιζόταν σε χίλια κομμάτια.
«Εκείνη την εποχή, προετοίμαζαν το άνοιγμα καταστήματος στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Ηταν φυσικά οι πρώτοι Ελληνες που είχαν διανοηθεί να ανοίξουν εκεί μαγαζί» είπε η σκηνοθέτις Νικόλ Αλεξανδροπούλου στην Καθημερινή.
«Ο Ουόρχολ μάλιστα θα μεσολαβούσε για συνέντευξη του Βασίλη στο Interview. Τότε, αν έμπαινες στο Interview, ήσουν ήδη σημαντικός, σε είχε αποδεχθεί ένα ολόκληρο σύστημα». Ετοιμαζόταν πυρετωδώς, μέχρι που ο Βασίλης άρχισε να μην αισθάνεται καλά. Εκανε ένα σωρό εξετάσεις, με τον Τσέλιο πάντα στο πλευρό του. Μέσα σε όλες, αποφασίζουν να κάνουν και μια καινούργια, που όμως ήταν γνωστή στο γκέι κύκλωμα».
Από τότε ξεκινάει ο Γολγοθάς, αλλά ένας Γολγοθάς κατηφορικός. Τότε, στην Ελλάδα, ακόμη και το να πεις ότι ήσουν φορέας HIV ήταν σαν να έχεις υπογράψει τη θανατική σου καταδίκη. Ο κόσμος δεν ήξερε, φοβούνταν μέχρι και την απλή χειραψία. Παρά τις προσπάθειες να μη γίνει γνωστό, το γεγονός ότι ο σχεδιαστής δεν παρέστη στα εγκαίνια του καταστήματος της Νέας Υόρκης επιβεβαίωσε τις υποψίες στην Ελλάδα πως έχει νοσήσει. Φίλοι και γνωστοί άρχισαν να φοβούνται ότι έχουν κολλήσει επειδή τον χαιρέτησαν, μοντέλα ότι κινδυνεύουν επειδή τις είχε τσιμπήσει με την καρφίτσα.
«Αρχίζει να απομονώνεται. Οι ίδιοι που τον είχαν τοποθετήσει στο βάθρο, αρχίζουν να τον αποκαθηλώνουν. Ο Βασίλης δοκιμάζει συνεχώς νέα φάρμακα στο Παρίσι, αλλά πάντα παρουσιάζεται κάποια επιπλοκή. Πολύ γρήγορα, ένας εκθαμβωτικός νέος έχει μετατραπεί σε σκελετό. Είναι φοβερό, ειδικά γι’ αυτόν. Ηταν το σύμβολο της ομορφιάς και είναι το πρώτο που χάνεται. Ταυτόχρονα γίνεται βορά στον Τύπο. Δημοσιογράφοι στήνονται έξω από το πατρικό του και ρωτούν τη μητέρα του πώς αισθάνεται για το παιδί της που πέθανε, χωρίς ακόμη να έχει πεθάνει».
Εν τέλει, επιστρέφουν με τον Τσέλιο από το Παρίσι και βρίσκουν ένα σπίτι στο Καβούρι για να βλέπει θάλασσα όπου περνάει το τελευταίο του διάστημα. Αφήνει την τελευταία του πνοή σαν σήμερα στις 13 Ιουνίου του 1987. Ήταν μόνο 33 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις