Χωρίς οικογένεια: Το κλάμα της μικρής Λυδίας τρόμαξε ακόμη και τον θάνατο
Χέρια που την χάιδευαν και της σκούπιζαν τα δάκρυα, την έσπρωχαν στον καναπέ, στο κρεβάτι, την σήκωναν άγρια μεσάνυχτα για να την μεταφέρουν από το κάτω σπίτι στο πάνω
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
- Μηχανική βλάβη σε πλοίο με 115 επιβάτες - Επέστρεψε στον Πειραιά
- Στο στόχαστρο της αστυνομίας τρία άτομα που χειροκροτούσαν τον μακελάρη στο Μαγδεμβούργο
- Αμερικανικό μαχητικό καταρρίφθηκε κατά λάθος από αμερικανικό καταδρομικό
Λουλούδια και αρκουδάκια άφησαν στις αρχές του περυσινού Ιούνη έξω από το δωμάτιο του μαιευτηρίου, συγγενείς και φίλοι. Η Καρολάιν, ήδη ένα χρόνο παντρεμένη, γινόταν μητέρα για πρώτη φορά και έφερνε στον κόσμο ένα κοριτσάκι που πάσχιζε να κρατηθεί στη ζωή.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στον 11ο μήνα της ζωής του, το κοριτσάκι πριν προλάβει να σταθεί στα πόδια του, βρέθηκε σε ένα σπίτι ερμητικά κλειστό, εκείνο της γιαγιάς και του παππού του, όπου κανένα λουλούδι δεν ανθίζει και κανένα γέλιο δεν ακούγεται για να του δώσει χαρά.
Κανείς δεν ξέρει πόσο σκοτεινά είναι τα μάτια της μικρής Λυδίας, κάποιοι είπαν πως το κλάμα του διαπερνά τους τοίχους του σπιτιού όπως και εκείνο της γιαγιάς του, μητέρας του πιλότου, του ανθρώπου που χαράμισε τις ζωές δύο οικογενειών, που τον έδειχναν όλες οι τηλεοράσεις να σύρεται πισθάγκωνα δεμένος από τον εισαγγελέα στον ανακριτή, και που είναι άγνωστο αν και πότε θα περάσει ξανά το κατώφλι του σπιτιού όπου μόνη κλαίει η μικρή Λυδία.
Ηταν σαν κάποιος να εκδικήθηκε το παιδί από τη στιγμή που γεννήθηκε. Ζύγιζε μόλις 1,5 κιλό και κάποια όργανά του ήταν έξω από το σώμα του. Χρειάστηκε να γίνει επέμβαση για να μπουν ξανά στη θέση τους και το βρέφος να αρχίσει να τρέφεται για μπορέσει να φθάσει στο φυσιολογικό βάρος.
Όμως όπως ανέφεραν άνθρωποι που γνώριζαν το ζευγάρι, η αγάπη των γονιών του το βοήθησε να καλύψει γοργά το χαμένο έδαφος και να γίνει όπως όλα τα παιδάκια της ηλικίας του.
«Το έπαιρναν παντού μαζί τους, το είχαν στην αγκαλιά τους, όλη η ζωή τους ήταν γύρω από τη μικρή, και η αγάπη περίσσευε».
Τα σύννεφα πύκνωσαν πολύ γρήγορα για λόγους που οι δυο τους γνώριζαν καλύτερα και η Καρολάιν σε ελάχιστους εξομολογήθηκε. Πριν συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο ζωής, τα πρόσωπα των γονιών του άλλαξαν έκφραση, σκοτείνιασαν οι ματιές και το βράδυ της 11ης του περασμένου Μάη, η νύχτα δεν θα τέλειωνε ποτέ.
Ηταν η νύχτα με την οποία ταυτίστηκε η ζωή του, με τον πιο άδικο και βάναυσο τρόπο, ένα σκοτάδι – φυλακή, από αυτά που δηλητηριάζουν για πάντα τις ψυχές των ανθρώπων, χωρίς πότε να τις αποχωρίζονται.
Δεν θα γαλήνευε εκείνη τη νύχτα η Λυδία. Όχι μόνο από τις φωνές των γονιών της που τσακώνονταν, αλλά και από κάποιες χειρονομίες ασυνήθιστα εχθρικές σε βάρος της – αν θεωρηθεί ότι ο πατέρας της είπε την αλήθεια στους αστυνομικούς.
Χέρια που την χάιδευαν και της σκούπιζαν τα δάκρυα, τώρα την έσπρωχαν στον καναπέ, στο κρεβάτι, την σήκωναν άγρια μεσάνυχτα για να την μεταφέρουν από το κάτω σπίτι στο πάνω και από το πάνω στο κάτω και στο τέλος όταν τα χέρια άρπαξαν τον λαιμό της μητέρας στην οποία τόσες μέρες και νύχτες η μικρή είχε βρει καταφύγιο, τη σήκωσαν ξανά – σαν έπιπλο που δεν ταιριάζει στη διακόσμηση του χώρου, για να την ακουμπήσουν δίπλα στο νεκρό σώμα της μητέρας.
«Διαπιστώσαμε ότι η γυναίκα ήταν νεκρή, πάνω στο κρεβάτι μπρούμυτα. Ακριβώς δίπλα της πάνω στο κρεβάτι ήταν το μωρό με τα γόνατά του στο κρεβάτι, ακούμπαγε πάνω στη μάνα του και αριστερά από το κρεβάτι, δεμένος κάτω ήταν ο σύζυγος. Κάναμε όλες τις απαραίτητες ενέργειες. Οι συνάδελφοι έλυσαν τον σύζυγο. Εγώ ασχολήθηκα με τη νεκρή για να διαπιστώσουμε ότι όντως ήταν νεκρή και κατόπιν πήρα το μωρό στην αγκαλιά μου. Ήταν μόνο με την πάνα. Το πήρα αγκαλιά, έβαλα την κουβερτούλα του και πήγαμε κάτω για να σφραγίσουμε τη σκηνή του εγκλήματος για να μην την… μολύνουμε. Το μωρό το κρατούσα αγκαλιά περίπου μισή ώρα. Καθίσαμε λίγο στο περιπολικό για να ζεσταθεί μέχρι να έρθουν οι γιαγιάδες και οι παππούδες για να το δώσουμε», είπε ο αστυνομικός Χρήστος Βαρδίκος που έφθασε πρώτος στο μοιραίο σπίτι.
Η μικρή Λυδία δεν έχει τώρα σπίτι, δεν έχει μητέρα, το πιο πιθανό να μην γνωρίσει πραγματικά τον πατέρα της μέχρι να ενηλικιωθεί, κανείς δεν ξέρει τι θα μαθαίνει για αυτόν όσο μεγαλώνει, τι απαντήσεις θα λαμβάνει όταν αρχίσει να ρωτάει για τους γονείς της, όταν φτάσει την ηλικία της μητέρας της, όταν κάποτε δει και διαβάσει εικόνες και λέξεις που σύνθλιψαν μία ολόκληρη χώρα.
Οι εισαγγελικές αρχές θα αποφασίσουν ποιος θα έχει την επιμέλεια της μικρής Λυδίας. Αν θα είναι οι γονείς της Καρολάιν ή του ανθρώπου που τη σκότωσε. Ούτε η Καρολάιν ούτε ο πατέρας που τη σκότωσε θα είναι δίπλα της, τα επόμενα χρόνια, κάποια γιαγιά θα χρειαστεί να σηκώσει το βάρος όλο, ελάχιστα πιο υποφερτό όταν η λήθη του χρόνου συμπαρασύρει εκείνη του κόσμου.
Μέσα σε πέντε λεπτά, όσο χρειάστηκε να βγει η τελευταία αναπνοή, υφάνθηκε το μέλλον της μικρής Λυδίας, που γεννήθηκε με την κοιλίτσα της έξω, σαν ψυχή που δεν ήθελε να φωλιάσει με τίποτα σε αυτό το σώμα. Κανείς δεν ορκίζεται ότι το μέλλον που της έπλεξαν θα είναι λιγότερο δυσβάσταχτο από της μητέρας της.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις