Ανάπτυξη 4% του ΑΕΠ για την πενταετία 2021-2025, σωρευτική αύξηση των επενδύσεων κατά 88,4% και των εξαγωγών κατά 43,1% προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή το βράδυ της Τετάρτης.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ

Η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα εκτιμάται από το 2023 και η δημοσιονομική πορεία των επομένων ετών ανοίγει το δρόμο στην Αθήνα για την αξιοποίηση του διαθέσιμου χώρου για την περαιτέρω μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Το οικονομικό επιτελείο βάζει ως στόχο την έξοδο της Ελλάδας από το καθεστώς εποπτείας το 2022, τη μείωση της ανεργίας κατά πέντε μονάδες και την έκρηξη των επενδύσεων. Παράλληλα περιγράφει την επίτευξη των υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών μεγέθυνσης από το 2021, τη μείωση των κόκκινων δανείων σε μονοψήφιο ποσοστό από το 2022, αλλά και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έως το πρώτο εξάμηνο του 2023.

Ανάπτυξη 3,6%

Επί του παρόντος το οικονομικό επιτελείο επαναλαμβάνει την εκτίμηση για ρυθμό ανάπτυξης 3,6% φέτος, ενώ για το 2022 η ανάπτυξη είναι στο 6,2%, όπου σταδιακά κατεβάζει ταχύτητα 4,1% το 2023, στο 4,4% το 2024 και στο 3,3% το 2025. Η ανάπτυξη θα έχει οδηγό τις δημόσιες επενδύσεις που αναμένεται να αυξηθούν για την πενταετία κατά 88,4%, την αύξηση της τελικής ζήτησης σωρευτικά κατά 10% και τις εξαγωγές οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν σωρευτικά κατά 42,5% την ίδια περίοδο. Η αύξηση των επενδύσεων εκτιμάται φέτος κατά 7%, το 2022 σε ύψος ρεκόρ κατά 30,3% και στη συνέχεια θα αυξάνονται κατά 12,3% το 2023, το 2024 κατά 10,8% και κατά 7,4% το 2025. Από το 2023 η οικονομία καταγράφει πάλι πρωτογενή πλεονάσματα καταλήγοντας το 2025 στο 3,7% του ΑΕΠ. Για φέτος, εκτιμάται ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα 7,1% του Α.Ε.Π., το 2022 σε έλλειμμα 0,5% του Α.Ε.Π., ενώ από το 2023 γυρίζει στο 2% το 2023, 2,8% το 2024 και 3,7% το 2025.

Ιδιωτική κατανάλωση

Ο όγκος ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να επανέλθει το 2022 στο επίπεδο του 2019, ανακτώντας το σύνολο των απωλειών της υγειονομικής κρίσης, με το επίπεδο της απασχόλησης και του ονομαστικού μέσου μισθού μάλιστα να ξεπερνούν το επίπεδο του 2019 (κατά 1,6% και 1,1%, αντίστοιχα). Ωστόσο, η συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί σε χαμηλότερο επίπεδο το 2022 από ό,τι το 2019 (στο 68,5%, έναντι 69,3% το 2019 και 71,3% κατά μέσο όρο το 2020-2021), εν αντιθέσει με τη συμμετοχή των επενδύσεων. Στην ίδια βάση, στο τέλος της μεσοπρόθεσμης περιόδου η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να έχει περιοριστεί στο 65,5% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2007. Η μεταστροφή αυτή τελεί σε συμβατότητα με τον μεσοπρόθεσμο στόχο μετάβασης σε ένα παραγωγικό μοντέλο μεγαλύτερης εξωστρέφειας και επενδυτικής δραστηριότητας.

Σε όρους ετήσιων μεταβολών, το 2022 η ετήσια αύξηση της πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης προβλέπεται στο 2,9%, με τον μέσο ρυθμό της περιόδου 2023-2025 ελαφρώς πιο χαμηλό, στο 2,4%. Την ίδια περίοδο, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ονομαστικού μισθού προβλέπεται επίσης στο 2,4%, ωστόσο η βαθμιαία άνοδος του πληθωρισμού (από το 1,3% το 2023 στο 1,7% στο τέλος της περιόδου προβλέψεων) αναμένεται να περιορίσει τη μέση αύξηση του πραγματικού μισθού στο 0,8%. Στήριξη στην αύξηση της πραγματικής ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης αναμένεται και από τη σωρευτική βελτίωση της συνολικής απασχόλησης κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2022 και 2025, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της μισθοδοτικής δαπάνης κατά 3,5% ετησίως κατά μέσο όρο.

Σχέδιο Ανάκαμψης

Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή εκτιμάται οτι θα έχει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει σειρά φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που προβλέπεται ότι θα οδηγήσουν σε ένα πιο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό, φιλικό στο περιβάλλον οικονομικό μοντέλο, με ένα φορολογικό σύστημα που στοχεύει στην ανάπτυξη και ένα αποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας. “Πρόκειται για ένα πλέγμα μεταρρυθμίσεων που συνδυάζει οικονομική αποτελεσματικότητα με κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη” αναφέρεται χαρακτηριστικά στο εισαγωγικό σημείωμα του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου.

Οι συνολικοί πόροι του σχεδίου ανέρχονται σε 30,5 δισ. ευρώ έως το 2026, εκ των οποίων 17,8 δισ. ευρώ είναι επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ δάνεια. Είναι μια μοναδική ευκαιρία για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας με στόχο οι συνολικοί επενδυτικοί πόροι που θα ενεργοποιηθούν να ανέλθουν σε περίπου 59 δισ. ευρώ, δηλ. διπλάσιοι από το μέγεθος του ίδιου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η ανάπτυξη θα εστιάσει σε τέσσερις πυλώνες: την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την απασχόληση – δεξιότητες – κοινωνική συνοχή και τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Περί ενεργοποίησης της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης

Στο εισαγωγικό σημείωμα του Μεσοπρόθεσμου επισημαίνεται επίσης ότι: «Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι κατόπιν της ενεργοποίησης της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το παρόν ΜΠΔΣ καταρτίζεται με βάση τις πολιτικές που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί και ανακοινωθεί οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στο σενάριο βάσης και δεν παρουσιάζονται εν προκειμένω εναλλακτικά σενάρια που οδηγούν σε σημαντικές δημοσιονομικές αποκλίσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Συνεπώς, τα πρωτογενή πλεονάσματα που απεικονίζονται κυρίως προς τα τελευταία έτη του Προγράμματος, αποτελούν το βασικό σενάριο, χωρίς τη λήψη άλλων μέτρων πολιτικής, που σε κάθε περίπτωση θα προσαρμοστούν στους στόχους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, που θα τεθούν στη βάση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, απαλείφοντας τυχόν υπερβάσεις αυτών. Με δεδομένο συνεπώς ότι το σενάριο βάσης απεικονίζει αποκλειστικά τις ήδη θεσμοθετημένες κυβερνητικές αποφάσεις, δεν αντανακλά τις κυβερνητικές πολιτικές που θα νομοθετηθούν στο μέλλον στη βάση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου που κατά περίπτωση προκύπτει από τον συνδυασμό του ΜΠΔΣ και των νέων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα γίνουν γνωστοί σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν ολοκληρωθούν οι σχετικές συζητήσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν στην ευρωζώνη από το 2023 και εντεύθεν».

Πηγή: ΟΤ