Οι εκλογές συχνά εμπεριέχουν απρόοπτα. Μερικά μάλιστα δεν είναι πάντα τα πιο ευχάριστα. Όπως για παράδειγμα το να πρέπει να ψηφίσεις στις τοπικές εκλογές υπέρ του υποψηφίου που αναμένεται να είναι ο βασικός σου αντίπαλος στις προεδρικές εκλογές της επόμενης χρονιά. Αυτό ακριβώς θα χρειαστεί να κάνει την επόμενη Κυριακή ο Εμανουέλ Μακρόν, όπου στον δεύτερο γύρο των περιφερειακών εκλογών θα αναγκαστεί να ψηφίσει τον Ζαβιέ Μπερτράν για την περιφέρεια Hauts-de-France, δηλαδή αυτό που είναι πιθανό να είναι ο υποψήφιος της κεντροδεξιάς στις προεδρικές εκλογές της επόμενης χρονιάς.

Η σημασία της αποχής

Το ίδιο το γεγονός της μεγάλης αποχής, καθώς δύο στους τρεις ψηφοφόρους προτίμησαν να μην πάνε να ψηφίσουν, σε συνδυασμό με τον τρόπο που αυτή ήταν ακόμη μεγαλύτερη σε μικρότερες ηλικίες, αποτυπώνει ένα βαθύτερο πολιτικό σύμπτωμα. Η προσπάθεια να αποδοθεί η αποχή απλώς και μόνο σε κάποια συγκυριακά δεδομένα, όπως είναι η σταδιακή έξοδος από την πανδημία, ή το γεγονός ότι οι επικεφαλής των περισσότερων λιστών δεν ήταν ιδιαίτερα προβεβλημένα πολιτικά στελέχη, με την εξαίρεση των προέδρων περιφερειακών συμβουλίων που διεκδικούσαν επανεκλογή, μάλλον δεν επαρκεί.

Πιο σωστό είναι να πούμε ότι σε αυτή την αποχή αποτυπώνεται το βαθύτερο πρόβλημα μιας «σιωπηλής» απώλειας της εμπιστοσύνης στη δυνατότητα οι δημοκρατικές διαδικασίες να έχουν ένα πραγματικό αποτέλεσμα ή να οδηγούν σε σημαντικές αλλαγές. Αυτό οδηγεί σε μια πολιτική σκηνή που μπορεί να επιμένει να ακολουθεί πιστά όλη τη «δραματουργία» της πολιτικής αντιπαράθεσης, την ώρα που οι θεατές που πραγματικά ενδιαφέρονται για αυτήν ολοένα και λιγοστεύουν.

 

Μια ψυχρολουσία για το στρατόπεδο Μακρόν

Η πλευρά της La république en marche, του σχηματισμού του Εμανουέλ Μακρόν είχε επενδύσει σε αυτές τις περιφερειακές εκλογές. Ήθελε να δείξει ότι μπορεί να έχει μια σημαντική εκλογική δυναμική και με αυτόν τον τρόπο να εκκινήσει ουσιαστικά την εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του 2022. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Μακρόν, που επισήμως «δεν παρενέβη» στις εκλογές, φρόντισε να κάνει μια μεγάλη περιοδεία της Γαλλίας που όλως τυχαίως συνέπεσε με την τελευταία φάση της προεκλογικές εκστρατείας για τον πρώτο γύρο των περιφερειακών. Ο στόχος διπλός: από τη μια να αρχίσει να αποτινάζει την εικόνα του «παριζιάνου», από την άλλη να υποστηρίξει τις υποψηφιότητες του κόμματος του.

Όμως, φάνηκε ότι δεν μπορούσε να έχει την απαιτούμενη δυναμική. Στην εσωκομματική συζήτηση, η βασική κριτική είναι ότι ο τρόπος που είναι οργανωμένη η La république en marche δεν της επιτρέπει να διαμορφώσει έναν πραγματικό κομματικό μηχανισμό, ικανό να μπορεί να έχει μια κρίσιμη γείωση και σε τοπικό επίπεδο.

Το αποτέλεσμα ήταν σε τρεις περιφέρειες οι υποψήφιοι του κέντρου να μην μπορέσουν να περάσουν στον δεύτερο γύρο (δηλαδή δεν κατάφεραν να περάσουν το όριο του 10%) και στις περιφέρειες που πέρασαν στον δεύτερο γύρο τα ποσοστά ήταν ανάμεσα στο 10,77% και το 16,65%.

Ωστόσο, σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τα όρια της απήχησης του ίδιου του κ. Μακρόν, που μπορεί να συμπεριφέρεται ως ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού που κυρίως πρέπει να στοχάζεται για το μέλλον της χώρας και τη Ευρώπης (εξ ου και το παρατσούκλι «ο Δίας”), όμως φαίνεται να εισπράττει ένα μέρος της δυσαρέσκειας που υπάρχει για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και μετά από έναν χρόνο πανδημίας.

Η ακροδεξιά δεν έκανε το βήμα που περίμενε

Η ακροδεξιά είχε επενδύσει ιδιαίτερα σε αυτές τις περιφερειακές εκλογές. Ας μην ξεχνάμε ότι η Μαρίν Λεπέν πρέπει να αποδείξει ότι δεν θα πάει απλώς να χάσει άλλη μια προεδρική εκλογή στον δεύτερο γύρο. Για να το κάνει αυτό ήταν σημαντικό να φτιάξει μια εικόνα όπου ο Εθνικός Συναγερμός, όπως ονομάζεται τα τελευταία χρόνια το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο που ίδρυσε ο πατέρας της, είναι ένα κόμμα που μπορεί να πείσει ότι μπορεί να διαχειριστεί κυβερνητική εξουσία. Και αυτό σήμαινε εκτός των άλλων να μπορέσει να κερδίσει περιφέρειες. Επιπλέον, η ακροδεξιά ήθελε να κατοχυρώσει ότι καταλαμβάνει και τον χώρο της παραδοσιακής κεντροδεξιάς. Η αποτυχία να μπορέσει να έχει δυναμική νίκης σε κρίσιμες περιφέρειες μαζί με το γεγονός ότι η κεντροδεξιά (Les Républicaines όπως πλέον ονομάζονται κατάφερε να έχει καλά αποτελέσματα και να διεκδικεί περιφέρειες στον δεύτερο γύρο, είναι μια σημαντική αποτυχία τη Λεπέν που δείχνει να μην μπορεί να εκκαθαρίσει το τοπίο της δεξιάς υπέρ της. Ωστόσο, την ίδια στιγμή δεν είναι χωρίς σημασία ότι η ακροδεξιά κατάφερε άνετα να περάσει στον δεύτερο γύρο σε όλες τις περιφέρειες της ηπειρωτικής Γαλλίας.

Πάντως έχει ενδιαφέρον ότι σύμφωνα με την ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων η ακροδεξιά ήταν ο πολιτικός χώρος που είχε το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής ανάμεσα στους ψηφοφόρους του, με την εκτίμηση να είναι για αποχή των ψηφοφόρων της σε ποσοστό 73%, δηλαδή σαφώς πάνω από το γενικό ποσοστό που ήταν 66,7%.

Η επιστροφή της κεντροδεξιάς

Σε αυτό το σκηνικό και με όλους περιορισμούς που θέτει το ίδιο το γεγονός της μεγάλης αποχής, που καθιστά τελικά το εκλογικό σώμα του πρώτου γύρου των  περιφερειακών εκλογών ένα μη αντιπροσωπευτικό δείγμα, έχει ενδιαφέρον η επιστροφή της κεντροδεξιάς.

Με όρους κομματικών σχηματισμών οι ψήφοι της κεντροδεξιάς ήταν οι περισσότεροι και εκεί όπου κατείχε ήδη την προεδρία των περιφερειακών συμβουλίων οι υποψήφιοί της ξεπέρασαν το 35%.

Τα καλά αποτελέσματα που είχε στις περιφέρειες, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος του Ζαβιέ Μπερτράν, αναζωπύρωσαν τις ελπίδες ότι θα μπορούσαν οι προεδρικές εκλογές της επόμενης χρονιάς να μην είναι υπόθεση απλώς του Μακρόν και της Λεπέν, όπως συστηματικά έχει επιδιώξει ο ίδιος ο Μακρόν ώστε να μπορέσει να επωφεληθεί μιας «δημοκρατικής συσπείρωσης» στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.

Ας μην ξεχνάμε ότι οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να δίνουν πρωτιά στην Λεπέν στον πρώτο γύρο των προεδρικών και τον Μακρόν δεύτερο, όμως την ίδια στιγμή δείχνουν ότι ο Μπερτράν θα μπορούσε να την κερδίσει πιο εύκολα στον δεύτερο.

Το ξαναμοίρασμα των χαρτιών στα αριστερά

Καλά ήταν και τα αποτελέσματα και για την αριστερά. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα τα πήγε καλά στις περιφέρειες όπου είχε την προεδρία των συμβουλίων και στις οποίες είχε και την υποστήριξη των κομμουνιστών. Αντίθετα, οι Οικολόγοι-Πράσινοι (EELV) είδαν τη δυναμική που είχαν δείξει στις ευρωεκλογές του 2019 και τις δημοτικές εκλογές του 202 να ανακόπτεται, παρότι με αναγωγή σε εθνικό επίπεδο πήραν περίπου 12,9%. Το κομμουνιστικό κόμμα επένδυσε αρκετά σε τοπικές συνεργασίες (συμπεριλαμβανομένων και αυτών με τους σοσιαλιστές), ενώ η Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν Λυκ Μελανσόν δεν είχε ένα ιδιαίτερα καλό αποτέλεσμα, παίρνοντας, σε εθνικό επίπεδο, περίπου 5,3%. Αυτά τα αποτελέσματα σημαίνουν ότι το ερώτημα για την ηγεμονία στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς και αριστεράς είναι πιο ανοιχτό ενόψει των προεδρικών εκλογών.

Ο δεύτερος γύρος

Στο δεύτερο γύρο αναμένεται να ενταθούν οι προσπάθειες να αποτραπεί το ενδεχόμενο εκλογής ακροδεξιών προέδρων συμβουλίων. Το ενδιαφέρον στρέφεται στο είδος των εκλογικών συνεργασιών που θα αναπτυχθούν, καθώς το εκλογικό σύστημα επιτρέπει τη διαμόρφωση συμμαχιών μπροστά στον δεύτερο γύρο. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο προς τα αριστερά όπου ήδη υπάρχουν οι πρώτες συμμαχίες, όπως για παράδειγμα η ήδη ανακοινωθείσα συμφωνία ανάμεσα στους Οικολόγους – Πράσινους, τους Σοσιαλιστές και την Ανυπότακτη Γαλλία για την Île-de-France