Γενεακή Αμνησία: Ο άγνωστος δολοφόνος του πλανήτη μας
Ένα εξαιρετικά συνηθισμένο, σχεδόν οικουμενικό φαινόμενο μετατρέπεται σε ένα από τα αμέτρητα εμπόδια για τη σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος
Κάθε γενιά είναι διαφορετική από εκείνες που προηγούνται και εκείνες που έπονται, όμως όλες τους έχουν κάτι κοινό: Την τάση να θεωρούν πως οι νεότεροι κατά κάποιο τρόπο «εκφυλίζονται», αφού τα αναθέματα για τη «νέα γενιά» εμφανίζονται ήδη από… την αρχαιοελληνική λογοτεχνία, αλλά και την τάση να ξεχνάνε τις γνώσεις της προηγούμενης γενιάς.
Όπως αναφέρει σε πρόσφατο άρθρο του το BBC, κάθε γενιά κληρονομεί έναν κόσμο διαμορφωμένο από τους προκατόχους της. Όμως τείνει να αντιμετωπίζει την κατάστασή του εκείνη τη χρονική στιγμή ως τη «φυσιολογική» και να παρατηρεί βάσει αυτής της αλλαγές που επιφέρει η ίδια.
Ο Ρόμπερτ Φίσερ του BBC, μάλιστα, παραθέτει τα λόγια ενός προγραμματιστή, που είχε ορίσει την τεχνολογία ως «οτιδήποτε εφευρέθηκε μετά τη γέννησή σου», αλλά και του συγγραφέα Ντάγκλας Άνταμς, που είχε σημειώσει: «Δεν αντιμετωπίζουμε πια τις καρέκλες ως τεχνολογία, τις βλέπουμε απλώς ως καρέκλες. Όμως υπήρξε μια εποχή κατά την οποία δεν είχαμε ακόμη καταφέρει να βρούμε τον ιδανικό αριθμό ποδιών, το ιδανικό ύψος τους, κι έτσι συχνά κατέρρεαν όταν προσπαθούσαμε να τις χρησιμοποιήσουμε».
Το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε ως δεδομένα όλα όσα υπάρχουν αυτή τη στιγμή στον κόσμο μας, όμως, δεν συνεπάγεται μόνο ότι «κακομαθαίνουμε» ξεχνώντας πως οι προηγούμενες γενιές δεν είχαν πρόσβαση σε όλες αυτές τις προσιτές πολυτέλειες.
Ίσως το σημαντικότερο να είναι ότι επαναπαυόμαστε, ξεχνώντας ότι τα κινήματα που μείωσαν τις ανισότητες, με τρόπο που πλέον μας μοιάζει αυτονόητος, κάποτε αντιμετωπίζονταν ως (στην καλύτερη περίπτωση) περιττά, αλλά και ότι κάποια άλλα στοιχεία του κόσμου μας στην πραγματικότητα έχουν υπάρξει και καλύτερα.
Και το κυριότερο εξ αυτών, είναι το φυσικό περιβάλλον.
Όπως αναφέρει ο Φίσερ στο BBC, ο όρος «γενεακή αμνησία», χρησιμοποιήθηκε μια από τις πρώτες φορές στη δεκαετία του 1990, για να περιγράψει ερευνητές που μελετούσαν τα ψάρια.
Μια μέρα, ο επιστήμονας Ντάνιελ Πόλι συνειδητοποίησε κάτι παράξενο: Παρά το γεγονός ότι η μείωση ορισμένων πληθυσμών ιχθύων ήταν καταγεγραμμένα μακροπρόθεσμη, κάθε γενιά επιστημόνων έτεινε να αντιμετωπίζει ως «σημείο αναφοράς» για τις μελέτες της τους χαμηλότερους αριθμούς και τη μειωμένη ποικιλότητα των ψαριών. Αυτό συνέβαινε παρά το γεγονός ότι προηγούμενες γενιές είχαν βιώσει και παρατηρήσει μια εντελώς διαφορετική θαλάσσια ζωή.
Για παράδειγμα, ο Πόλι θυμόταν ότι ο παππούς ενός συναδέλφου του είχε γκρινιάξει κάποτε για τους γαλαζόπτερους τόνους που πιάνονταν συχνά στα δίχτυα του στη Βόρεια Θάλασσα – όπου πλέον το είδος είναι εξαιρετικά σπάνιο.
Σε ένα σύντομο, αλλά πολύ επιδραστικό, επιστημονικό άρθρο, ο Πόλι υποστήριξε ότι οι επιστήμονες δεν κατάφερναν, εξαιτίας αυτού του τυφλού σημείου, να καταγράψουν πλήρως την αργή πορεία των ειδών προς την εξαφάνιση και ότι κάθε γενιά αντιμετώπιζε τη μειωμένη βιοποικιλότητα των ωκεανών που κληρονομούσε ως φυσιολογική. Ονόμασε το φαινόμενο «σύνδρομο μετατόπισης του επιπέδου αναφοράς».
Έκτοτε, το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί σε πολύ περισσότερες περιπτώσεις. Συμβαίνει σε κάθε κοινωνικό επίπεδο και σε κάθε γενιά.
Ο Φίσερ αναφέρει το παράδειγμα του ψυχολόγου Πίτερ Καν, του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον που περιέγραψε το ίδιο φαινόμενο σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο: Στην αντίληψη των μαύρων κοινοτήτων του Χιούστον, στο Τέξας, για την ατμοσφαιρική ρύπανση. Συγκεκριμένα, τα παιδιά που συμμετείχαν στην έρευνά του, που πραγματοποιούνταν μέσω συνεντεύξεων, αναγνώριζαν μεν τις επιπτώσεις της ρύπανσης, όμως δεν έδειχναν να συνειδητοποιούν ότι το Χιούστον ήταν μια από τις πλέον μολυσμένες πόλεις των ΗΠΑ, και θεωρούσαν ότι «απλώς έτσι έχουν τα πράγματα». Ο Καν απέδωσε το γεγονός αυτό στο ότι είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στο Χιούστον, με αποτέλεσμα να το αντιμετωπίζουν ως φυσιολογικό περιβάλλον.
Στο άρθρο για το θέμα που έγραψε μαζί με τη συνάδελφό του, Τέα Βάις, ανέφερραν ότι όλοι βιώνουμε γενεακή αμνησία σε σχέση με το περιβάλλον. Και το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι ξεχνάμε το παρελθόν που έχουμε ζήσει οι ίδιοι, αλλά το γεγονός ότι η ανθρωπότητα «ξεχνά» συλλογικά το πώς έμοιαζε κάποτε ο φυσικός κόσμος, γενιά με τη γενιά.
«Πρόκειται για ένα από τα πιο επιτακτικά ψυχολογικά προβλήματα της εποχής μας», έγραψαν. «Είναι πολύ δύσκολο να λύσουμε άλλα προβλήματα, όπως η αποψίλωση των δασών, η οξίνιση των ωκεανών και η κλιματική αλλαγή. Όμως τουλάχιστον οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι αυτά τα προβλήματα είναι πραγματικά».
Ακόμη και τα πιο οικεία παραδείγματα μπορούν να σβήσουν από τη συλλογική μας μνήμη.
Η ζωολόγος, Λίζι Τζόουνς, από το Royal Holloway του Λονδίνου, και συνάδελφοί της, πραγματοποίησαν πρόσφατα έρευνα που στηρίχτηκε σε συνεντεύξεις ανθρώπων που ζουν στη Βρετανία, και μέσω της οποίας επιχείρησαν να διαπιστώσουν ποια ήταν η αντίληψη και οι αναμνήσεις τους για 10 είδη πτηνών που εντοπίζονται συχνά σε κήπους, τόσο κατά την περίοδο της μελέτης, όσο και όταν ήταν 18 ετών.
Διαπίστωσαν ότι οι νεότεροι, εκείνοι δηλαδή που ήταν πιο κοντά στην ηλικία των 18 ετών, δεν κατάφερναν να περιγράψουν αποτελεσματικά τις μακροπρόθεσμες οικολογικές αλλαγές στους πληθυσμούς των βρετανικών πτηνών.
Αντίστοιχο παράδειγμα είναι το «φαινόμενο των υαλοκαθαριστήρων», που περιγράφει το γεγονός ότι μόνο οι νεότερες γενιές δεν παρατηρούν τη μείωση των νεκρών εντόμων στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων.
Η λύση στο πρόβλημα δεν είναι απλώς η «εκπαίδευση» των νέων γενιών, τουλάχιστον όχι με την παραδοσιακή έννοια.
Ο Καν και η Βάις προτείνουν οι παλιότερες γενιές να ενθαρρύνουν τα «μοτίβα αλληλεπίδρασης», όπως αποκαλούν τη βιωματική προσέγγισή τους, στο πλαίσιο της οποίας οι νέοι ενθαρρύνονται να έρθουν σε όσο το δυνατόν περισσότερη επαφή με τη φύση.
Δεν πρόκειται για τη ρομαντική ιδέα των επισκέψεων σε σπάνια παρθένα δάση ή την πεζοπορία σε δυσπρόσιτα σημεία. Ακόμη και η μικρότερη επαφή έχει σημασία, έγραφαν.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις