Μνήμες παλιές πριν την Άλωση∙

διαδρομή απ’ το Δορύλαιο μετά την μάχη του Μαντζικέρτ…

Καλπάζω σιδερόφρακτος.

Μαζί μου ο καημός της Ρωμιοσύνης, χλωμός Γανυμήδης…

Όπιο του χρόνου που μόλις άνθισε∙

πορφυρό απ’ το αίμα σου υψίπεδο της Φρυγίας.

Φεύγει μαζί μου, χάνεται η καθ’ ημάς Ανατολή… Σαγγάριος.

Στην τσέπη μου η προκήρυξη της Πρώτης Επαναστατικής Επιτροπής.

Υψώσαν λάθος, ξέρεις, άλλη κόκκινη σημαία στην Σμύρνη.

*Από τη συλλογή του Κωστή Μοσκώφ Ποιήματα 1987 (εκδόσεις Καστανιώτη), Ενότητα Α’ Τα παλιότερα (γ’)


Ο θεσσαλονικιός Κωστής Μοσκώφ, ποντιακής καταγωγής εκ πατρός, γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1939 και απεβίωσε στις 27 Ιουνίου 1998.

Ο μαρξιστής Μοσκώφ, με πανεπιστημιακές σπουδές στη Θεσσαλονίκη και στο Παρίσι, θεωρείται ένας από τους πλέον αξιόλογους εκπροσώπους της αριστερής διανόησης και της μεταπολεμικής λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης.

Ο Μοσκώφ ανέπτυξε κατά τη διάρκεια του βίου του πολυσχιδή δράση.

Πέραν του αξιόλογου συγγραφικού έργου του είχε ενεργό συμμετοχή στη διαχείριση των κοινών της γενέτειράς του, ενώ πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες ως μορφωτικός ακόλουθος της πρεσβείας της χώρας μας στην Αίγυπτο.


Με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την αποδημία του Κωστή Μοσκώφ, το 2018, ο φιλόλογος και συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης είχε γράψει τα ακόλουθα (πηγή: lifo.gr):

Η κατάθεσή μου είναι πολύ σύντομη –in memoriam– για αυτόν τον σπάνιο ομορφάνθρωπο που βιάστηκε να μας αποχωριστεί και που μας άφησε είκοσι χρόνια τώρα με την στυφή γεύση της ορφάνιας από έναν μεγαλύτερο και σοφότερο αδερφό μας. Ο Κωστής ήταν τέκνο της διαπολιτισμικής και κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης, λατρεμένο παιδί της μπουρζουαζίας αλλά σημαίνων δραπέτης απ’ αυτήν, με πάθος για τους προλεταριακούς αγώνες, γόνος Πόντιων καπνεμπόρων απ’ την Ορντού και εγγονός του κορυφαίου αρχιτέκτονα κόμητος Αριγκόνι, χαϊδεμένος των σαλονίσιων τανγκό μα λάτρης των διονυσιακών ζεϊμπέκικων, ιδιότυπα μαρξιστής και ιδιότροπα βυζαντινός και ορθόδοξος, συνάμα δυτικοθρεμμένος και Ευρωπαίος –όμως Έλληνας και ελληνικός, βαθιά και ουσιαστικά ελληνικός– και μάλιστα, «Μέγας Ανατολικός».

Τι απέγιναν άραγε τα ανέκδοτα έργα του, που όλοι με αγωνία τόσον καιρό τώρα περιμένουμε την έκδοσή τους; Ποια είναι η μοίρα τους; Εννοώ την –à la manière Braudel– «Γεωγραφία» (γεωγραφική καταγραφή της ελλαδικής ενδοχώρας) ή «Ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδος» και την μυθιστορία «Ο Αμνός του Κυρίου»!

Ο Μοσκώφ πλησίαζε με τον τρόπο του τον τύπο ενός homo universalis της εποχής του. Μα ήταν γεννημένος για ποιητής, αυτή ήταν η αυθεντική δημιουργική στόφα του. Άλλο ζήτημα αν σκάλιζε και μελέτησε την ιστορία δίνοντας ερεθιστικά και ανατρεπτικά ιστορικά πονήματα. Όπως «Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα» και «Εισαγωγικά στο κίνημα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα».

Αν η μοίρα του τον ευνοούσε, ποίηση και μόνον ποίηση θα έγραφε παρακάτω. Τα ποιητικά του θέματα κινούνται ανάμεσα στην ιστορία και τον έρωτα κυρίως, με επιρροές από ποιητικά αναστήματα που θαύμαζε και μελετούσε: Καβάφη, Πάουντ, Κουασίμοντο, Εβραίους και Άραβες ποιητές.

Ήταν αγγελικός και δαιμονισμένος. Εξωτερικά εγκρατής μα εσωτερικά παράφορος. Ήθελε προς το τέλος της ζωής του να αποβάλει οτιδήποτε το  αστικό, το κομ ιλ φό, το ψευτισμένο και το ρηχό και να περάσει είτε στην απόλυτη λιτότητα και την απογύμνωση μέσω του ασκητισμού, όπως αναλογικά περιήλθε στα στερνά του ο αυτοκράτορας κυρ-Μανουήλ ο Κομνηνός, έξοχα περιγεγραμμένος απ’ τον Καβάφη, ή να γίνει παρανάλωμα ψυχή τε και σώματι από περιφλεγείς πέραν των ορίων έρωτες, σαν τους αισθησιακούς ήρωες του Ναγκίσα Όσιμα. «Εγώ έχω ανάγκη την πυρκαγιά» είχε δηλώσει.

Όμως το κισμέτι του ήταν προδιαγεγραμμένο αλλιώς. Έχοντας μάλιστα βιώσει το καρτέρι του θανάτου, απ’ τα νιάτα του κιόλας, για το δεύτερο μισό της ζωής του ζώντας καθημερινώς την φρικτή του παγανιά.

Κανείς θνητός δεν προλαβαίνει ούτε καν να διερευνήσει, πολλώ μάλλον να εξωτερικεύσει και να πραγματώσει όλο το φάσμα του βαθύτερου εαυτού του. Ο Κωστής ήταν πλήρης εσωτερικού φωτός, απέραντης ένδον ωραιότητος. Δεν πρόφτασε! Μας έμειναν η αρχοντική του όψη και στάση, το «τίμιον της μορφής του», η ανάμνηση του ψυχικού του κάλλους, η έξοχη ανθρωπογνωσία του, τα ώριμα και εμβληματικά ιστορικά του πονήματα, η νέα περί έρωτος (χαρμόλυπου αλλά μεθυστικού) ηθική που με τον τρόπο του εκόμισε, η πρεσβεία του για την ευφροσύνη ενός λειτουργικού, χωρίς προϊδεασμούς, εθνοκεντρισμό και μισαλλοδοξία, ιδανικά ειρηνικού ανατολικού κόσμου, η πολύτιμη συμβολή του –μέσω μιας εντελώς προσωπικής του σύλληψης– στην συνδιαμόρφωση της μυθολογίας της νεότερης Θεσσαλονίκης – μαζί με τον Πεντζίκη, τον Ιωάννου, τον Χριστιανόπουλο, τον Αναγνωστάκη, τον Παπάζογλου, και αρκετά άλλα άξια πνευματικά τέκνα αυτής της πολύπαθης και λατρεμένης πατρίδας που τα μυστήρια, οι κακοφορμισμένες πληγές και η –σε πολλά– απαράδεκτη μειοδοσία της φαίνεται πως για πολύ ακόμη θα μας βασανίζουν.

Τον χαιρετίζω μ’ ένα ποίημά του!

Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού

τώρα δεν με θυμάται πια κανένας

σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.

Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,

ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα χτες,

για να ξεχάσω

ρούφηξα τον Αλιάκμονα, τον σφοδρό Βαρδάρη

– οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας

μείναν ξεροί για χάρη σου.

Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,

αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ’ αγαπώ.