«Για την πλειοψηφία του ανθρώπινου είδους, και για δεκάδες χιλιάδες χρόνια, η ιδέα πως η ανθρωπότητα περιλαμβάνει κάθε ανθρώπινο ον επί της γης δεν υπάρχει καθόλου. Η περιγραφή αυτή σταματάει στα όρια της κάθε φυλής, ή γλωσσικής ομάδας, ή ακόμα και στην άκρη ενός χωριού».

ΚΛΟΝΤ ΛΕΒΙ-ΣΤΡΟΣ

Η υπέροχη αρχαιοελληνική ετυμολογία μάς πλασάρει ξεδιάντροπα ένα τεράστιο ψέμα. Too good to be true, όπως λέμε και στα χωριά μας. Ταυτίζει νοηματικά την «αλήθεια» με τη «μνήμη»: το στερητικό «άλφα» πριν από τη «λήθη». Κάτι τέτοιο, ακόμη και στην αρχαιότητα, αντικατόπτριζε πιο πολύ έναν ευσεβή πόθο παρά μια αδήριτη πραγματικότητα. Για την ακρίβεια, ποτέ η αλήθεια δεν ταυτίστηκε με την ικανότητα ακριβούς ανάκλησης των γεγονότων, ούτε καν στο μνημονικό του ίδιου ανθρώπου. Σύγχρονες μελέτες, τεκμηριωμένες με πειράματα υπό ελεγχόμενες συνθήκες, πιστοποιούν ότι αυτό που καλοπροαίρετα εκλαμβάνουμε ως «μνήμη» μας, δεν είναι παρά μια ετεροχρονισμένη «ανασκευή» στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της.

Εάν συσσωρεύσετε στη δεξαμενή αυτής της «ανασκευής» και τις ιδεοληψίες μας ή τις σκοπιμότητες που κάθε φορά μας επιβάλλουν να αποκρύψουμε συνειδητά ένα άλλο μέρος εκ των όσων «θυμόμαστε», θα διαπιστώσετε ότι δεν απομένει και πολύς χώρος για «ό,τι όντως συνέβη». Θα περίμενε κανείς πως τα αντικειμενικά πειστήρια –όσα καταγράφουν οι κάμερες, λόγου χάριν- θα ήταν ένα εξαιρετικά χρήσιμο «συμπλήρωμα διατροφής» για την ασθενική μνήμη μας, αλλά, όπως έχουμε πλέον διαπιστώσει, δεν είναι λίγα τα αντικειμενικά πειστήρια που χρήζουν εκ των υστέρων ερμηνειών. Πόσω μάλλον όταν στις πράξεις που εξετάζουμε –μια κατάδοση, ας πούμε ή μια δολοφονία- ανάλογα αντικειμενικά πειστήρια δεν υπάρχουν ευθύς εξαρχής ή, και αν υπάρχουν, κάποιοι φροντίζουν να τα εξαφανίσουν στην πορεία.

Ο 45χρονος αμερικανός συγγραφέας κι ερευνητής Πάτρικ Ράντεν Κιφ έχει γνώση όλων των (ανυπέρβλητων;) δυσχερειών. Έχει πλήρη συνείδηση ότι πολλοί -όχι απαραίτητα ομοϊδεάτες μεταξύ τους- θα χαρούν ιδιαίτερα ή/και θα ανακουφιστούν βαθιά εάν ο βασανιστικός και ριψοκίνδυνος «τοκετός της αλήθειας» αποτύχει στο τέταρτο κατά σειρά non fiction βιβλίο του –«Μην πεις λέξη – Βία και προδοσία στη Βόρεια Ιρλανδία· η κρυφή ιστορία του IRA», εκδόσεις Μεταίχμιο 2021- αλλά δεν παραιτείται της προσπάθειας, ούτε ζητάει καταφύγιο στη μυθοπλασία.

«Η μνήμη είναι ένα εργαλείο απατηλό», διαβάζουμε στο σημείωμα για τις πηγές του, «και στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατό προσπάθησα να διασταυρώσω κάθε προσωπική ανάμνηση. Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις διηγήσεις, χρησιμοποίησα την εκδοχή των γεγονότων που μου φαινόταν πιο ρεαλιστική στο κυρίως κείμενο και πρόσθεσα στις σημειώσεις τις διαφορετικές περιγραφές και εκδοχές. Δεν πρόκειται για ένα βιβλίο ιστορικό, αλλά για μια μη φανταστική αφήγηση. Κανένας διάλογος, καμία λεπτομέρεια δεν επινοήθηκε, ούτε αποτελεί προϊόν φαντασίας· όπου περιγράφω τις εσωτερικές σκέψεις ενός προσώπου, αυτό οφείλεται στο ότι τις αποκάλυψαν είτε σ’ εμένα προσωπικά είτε σε άλλους, όπως περιγράφεται στις σημειώσεις».

Εντούτοις, ο Κιφ πολύ γρήγορα θα καταλάβει ότι το βασικό εμπόδιο στην τεκμηρίωση της ιστορίας που αφηγείται (με συνταρακτική μαεστρία, οφείλουμε να επισημάνουμε) δεν είναι η διαχείριση του ορυμαγδού των αποκαλύψεων, αλλά των εξίσου εκκωφαντικών, ίσως κι εκκωφαντικότερων συγκαλύψεων. Δανείζεται τον τίτλο του βιβλίου του από το «say nothing» που «προλαβαίνει να σφυρίξει» η Ντολόρς Πράις στην αδελφή της Μάριαν, καθώς διασταυρώνονται έξω από ένα ανακριτικό γραφείο. Οι αδελφές Πράις έχουν μόλις συλληφθεί και κατηγορούνται για το μπαράζ βομβιστικών εκρήξεων που συντάραξε το Λονδίνο στις 8 Μαρτίου του 1973, το πρώτο από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Είναι και οι δύο μέλη (εθελόντριες) του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) κι εφαρμόζουν την τακτική του «αόρατου» καθοδηγητή τους, του Τζέρι Άνταμς, μια τακτική που ο τελευταίος, απόμαχος πια ιστορικός αρχηγός του Σιν Φέιν (του ρεπουμπλικανικού κόμματος της Ιρλανδίας), εφαρμόζει μέχρι σήμερα και πάνω στην οποία έκτισε την εξαιρετικά πετυχημένη πολιτική του σταδιοδρομία: ποτέ δεν λες λέξη, δεν παραδέχεσαι τίποτε, ούτε καν –αν σε παίρνει- την αληθινή σου ταυτότητα· έτσι κερδίζεις πολύτιμο χρόνο και αποσυντονίζεις τους ανακριτές σου· όταν θα σε υποχρεώσουν τελικά να παραδεχτείς ποιος είσαι, θα έχουν ξεχάσει μάλλον τι ήθελαν εξαρχής να σε ρωτήσουν.

Το βομβιστικό μπαράζ στο Λονδίνο δεν είναι παρά ένα μονάχα στιγμιότυπο –και από τα λιγότερο αιματηρά, καθώς είχε έναν μόνο νεκρό, και αυτόν από καρδιακή ανακοπή- στο πολυαίμακτο τελευταίο επεισόδιο μιας σύγκρουσης που χρονολογείται από τον 12ο αιώνα: τότε (1170) καταγράφεται η πρώτη εισβολή των Αγγλοσαξόνων στην Ιρλανδία. Οκτώ αιώνες αργότερα, το 1969, με τις διαβόητες «Ταραχές», η σύγκρουση αναζωπυρώνεται στη Βόρεια Ιρλανδία (έξι κομιτείες), το κομμάτι της Ιρλανδίας που παραμένει ακόμη προσκολλημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε αντίθεση με την ανεξάρτητη Δημοκρατία της [Νότιας] Ιρλανδίας (εικοσιέξι κομιτείες).

Το πολιτικό σκηνικό της διχοτομημένης (από το 1921) Ιρλανδίας ενέχει τη δυσκολία σκανδιναβικού σταυρολέξου. «Ο διαχωρισμός της χώρας», γράφει ο Κιφ, «είχε δημιουργήσει μια ανώμαλη κατάσταση όπου δύο θρησκευτικές κοινότητες, ανάμεσα στις οποίες υπήρχαν εντάσεις εδώ και αιώνες, είχαν φτάσει να αισθάνονται σαν μειονότητες υπό πίεση: από τη μια οι προτεστάντες, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Βόρειας Ιρλανδίας αλλά μειονότητα στο σύνολο του νησιού, φοβούνταν πως η καθολική Ιρλανδία θα τους κατάπινε. Από την άλλη οι καθολικοί, που αποτελούσαν την πλειοψηφία στο σύνολο του νησιού αλλά μειοψηφία στη Βόρεια Ιρλανδία, θεωρούσαν πως γίνονταν διακρίσεις εις βάρος τους στις έξι κομιτείες».

Η φιλειρηνική πλειονότητα πρεσβεύει ότι τη λύση, σε λίγες δεκαετίες, δεν θα την δώσουν τα όπλα, αλλά η προτεσταντική… υπογεννητικότητα: πιο καρπεροί οι καθολικοί, θα ανατρέψουν τους συσχετισμούς και θα επιβάλλουν τη θέλησή τους σε ένα μελλοντικό δημοψήφισμα. Ο IRA ωστόσο, που ηγείται από το 1919 των ιρλανδικών ενόπλων εξεγέρσεων εναντίον των Βρετανών, δεν διακρίνεται πάντοτε για την υπομονή του. Παρ’ όλες τις διαδοχικές ήττες και τις διασπάσεις του, στηριγμένος στις κάνες των όπλων, επιχειρεί κατά τακτά διαστήματα να επισπεύσει τις «αναπόδραστες» εξελίξεις. Η λυπητερή σε θύματα; Σύμφωνα με μια έγκυρη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας (1995), στα είκοσι πέντε χρόνια της τελευταίας ένοπλης διαμάχης, «πάνω από τρεις χιλιάδες άνθρωποι έχουν πέσει θύματα της πολιτικής βίας». Ο IRA και οι ομόφρονες «ρεπουμπλικανικές» ομάδες χρεώνονται με 1953 θανάτους (το 58% του συνόλου). Οι υπόλοιποι χρεώνονται στις βρετανικές δυνάμεις κατοχής και στους παραστρατιωτικούς συνοδοιπόρους τους.

Πίσω από τους ψυχρούς αριθμούς κρύβονται ανείπωτες τραγωδίες. Σε κάθε εμφύλιο, αλλά ειδικά στους εμφύλιους των πόλεων,  από συνοικία σε συνοικία -είτε στην Αθήνα του 1944 είτε στο Μπέλφαστ του 1972- οι περισσότεροι προσπαθούν να επιβιώσουν στη «γκρίζα ζώνη», εκεί όπου τα όρια συγχέονται ανάμεσα στους «ήρωες» και στους «προδότες». Μια αντίστοιχη περίπτωση –μια πολύτεκνη χήρα που εκτελείται ως «πληροφοριοδότρια»- επιλέγει ο Κιφ για να εμβαθύνει στα πιο οδυνηρά ηθικά διλήμματα.