Πού πάνε τα Οχι ή τα Ναι, όταν η πολιτική τους συγκυρία έχει εκπνεύσει;

Κοιτώντας προς τα πίσω, έξι χρόνια μετά το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015, το βέβαιο είναι πως βρισκόμαστε εντελώς αλλού από την τότε διαίρεση. Εξάλλου το τότε μείζον γεγονός ήλθε ως συνέχεια ενός σπιράλ αγωνίας και διαπραγματεύσεων της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους δανειστές. Πυροδότησε την οργή όσων έβλεπαν τη δομική διακινδύνευση της χώρας. Ενθουσίασε όσους ήθελαν φρένο στα Μνημόνια και τη συνέχιση των δανειακών υποχρεώσεων ή και άλλους που έθεταν ως πλάνο τη συνολική ρήξη μιας σεισάχθειας – εξού και η πολιτική ανομοιογένεια όσων υποστήριξαν το Οχι Κάποιοι δεν μπήκαν στο δίλημμα (π.χ. το ΚΚΕ).

Και ο τρόπος που εξελίχθηκε το αποτέλεσμα και οι χειρισμοί της τότε κυβέρνησης ανασύνθεσαν το πολιτικό σκηνικό. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη διάσπαση με αποχώρηση εκατοντάδων στελεχών της τότε Αριστερής Πλατφόρμας. Από αυτό και μόνο είχαμε νέους σχηματισμούς. Τη Λαϊκή Ενότητα υπό τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Το μετέπειτα κόμμα Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Και το ΜέΡΑ25. Μπορεί τα παραπάνω να είχαν διαφορετική εκκίνηση, σύνθεση, θεωρητική λογική. Είχαν όμως αναφορά και στο Οχι, που για αυτούς προδόθηκε από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Δομικές αλλαγές

Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, πάλι, βρέθηκε να ψηφίζει το τρίτο πρόγραμμα με τους αντιπάλους του στη Βουλή. Πήγε σε νέες εκλογές. Επισημοποίησε για πολλούς το δόγμα της ΤΙΝΑ. «Για τον ΣΥΡΙΖΑ το θεωρώ τη μεγαλύτερη σπατάλη πολιτικού κεφαλαίου στη νεότερη πολιτική ιστορία. Για τη ΝΔ, ήταν σανίδα σωτηρίας. Συσπείρωσε τη βάση της μπροστά στον κίνδυνο του Grexit, άλλαξε ηγεσία με ομαλό τρόπο, δημιούργησε κοινωνικές συμμαχίες με τα υπόλοιπα κόμματα, τα οποία κεφαλαιοποίησε στην πορεία του χρόνου και δημιούργησε κινηματικούς πυρήνες κυρίως στα social media, με αφετηρία όμως την περίοδο γύρω από το δημοψήφισμα» σημειώνει ο πολύπειρος σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας Ευτύχης Βαρδουλάκης. «Η στιγμή του θριάμβου του Τσίπρα ήταν μείζον στρατηγικό λάθος. Και αυτό φάνηκε οκτώ μήνες μετά που πέρασε δεύτερο, σε δημοσκοπήσεις» συμπληρώνει αποκαλύπτοντας μια βασική παράμετρο των τότε γεγονότων, εν πολλοίς καθοριστικά για το σήμερα.

Πολύ σχηματικά, για τους τότε θιασώτες του Οχι που δεν αφομοίωσαν τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ (ενηλικίωση για τους πιο μετρημένους), η 5η Ιουλίου έχει μια πολιτική αθέτηση απέναντι στη συλλογική βούληση του ελληνικού λαού. Αν πάλι μιλήσει κάποιος με πρόσωπα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ το επιχείρημα είναι ενιαίο. Ποτέ δεν κάλεσε ο Αλέξης Τσίπρας τον λαό να ψηφίσει για να φύγει η χώρα από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το Δημοψήφισμα απλώς έβαζε φρένο σε ένα σπιράλ παράλογων απαιτήσεων από τον ευρωπυρήνα. Και ήταν το όχημα μιας αναδιαπραγμάτευσης για καλύτερη συμφωνία με τους δανειστές.

Τα διδάγματα των ημερών πολλά, παρότι με το διάγγελμα της 1ης Ιουλίου ο τότε Πρωθυπουργός αποσαφήνισε πως η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη είναι δεδομένη. Για παράδειγμα, για τους πιο καλοπροαίρετους εντός της Κουμουνδούρου διαφάνηκαν τα όρια της χώρας, το αδιέξοδο ενός πολιτικού βερμπαλισμού, η στέρεη αρχιτεκτονική της ΕΕ και οι ματαιώσεις μιας πολιτικής ανάθεσης. Η μετέπειτα λογική όσων έμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ και πέρασαν από κυβερνητικές θέσεις ήταν εξάλλου πως το πλαίσιο κηδεμονίας είναι δεδομένο και πως αρκούν να γίνουν προοδευτικές τομές εντός του.

Οι περίφημες δύο ψυχές του ΣΥΡΙΖΑ επανέρχονται ως εφιάλτης, όπως την εβδομάδα που μας πέρασε και τη διχογνωμία για την κύρωση της συμφωνίας με την Fraport. Οσοι δεν «αποδέχθηκαν την ήττα» το καλοκαίρι του 2015 βλέπουν την τότε μετατόπιση ως την απαρχή της ηγεμονίας ενός μνημονιακού τόξου.

Την ίδια στιγμή βέβαια και εκείνοι με τη δημιουργία των δικών τους κομμάτων δεν κατάφεραν να επαναφέρουν τη συζήτηση στο Οχι και το Ναι, ή στην ανάγκη ενός πολιτικού αντιμνημονίου. Η μόνη σήμερα δύναμη εντός Βουλής που θυμίζει τις τότε διαιρέσεις είναι το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη. Με τις δικές του βέβαια ιδιαιτερότητες, αφού δεν εγγράφεται ακριβώς στο αντιευρωπαϊκό ρεύμα αλλά σε ένα ρεύμα ιδιότυπου ρεαλισμού και ανυποταξίας. Για τους πιο αποστασιοποιημένους παρατηρητές, πάλι, η μεταστροφή Τσίπρα έθεσε την τελεία σε ένα ρεύμα ριζοσπαστισμού που είχε ξεκινήσει από το 2010.

Η επαναφορά της ΝΔ

Μα και η ΝΔ επηρεάστηκε από όλα αυτά. Η μεγάλη αστική παράταξη μπορεί να έχασε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 που ακολούθησαν, όμως έκανε την ολική επαναφορά της. Ενεγράφη ως η βασική δύναμη τους «αστισμού» και χρησιμοποίησε ευφυώς τη στροφή ΣΥΡΙΖΑ για να δικαιώσει τη δική της ευρωπροσήλωση. Αναλυτές θεωρούν πως το σπέρμα της μετέπειτα πολιτικής ηγεμονίας της βρίσκεται και στην 5η Ιουλίου 2015.

Για άλλους, πάλι, οι σημερινοί μετεωρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ επίσης έχουν καταγωγή σε εκείνες τις ημέρες. Προφανώς το όλο θέμα αλλά και η κυβερνώσα θητεία του ανήκει στα ακανθώδη σημεία του αναστοχασμού του.

Το μέρος, από την άλλη, του ριζοσπαστισμού που δεν εγγράφεται στο ΚΚΕ δεν βρήκε ποτέ τα πολιτικά του πατήματα. Το Οχι δεν έγινε κόμμα. Το Ναι διαχύθηκε κραταιά. Εξι χρόνια μετά, η συζήτηση είναι εντός της ΕΕ και του ευρώ αλλά και του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας. Για τα πρόσωπα που επιμένουν βέβαια σε μια ρήξη με την ΕΕ, το Οχι είναι κοινωνική δύναμη εν υπνώσει. Μπορεί, λένε, να ενεργοποιηθεί στις μέλλουσες κρίσεις. Αλλοι πάλι θυμούνται την 5η Ιουλίου ως κακή παρένθεση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ