Αυτό το Κέντρο, ποιος θα το πάρει; – Κονταροχτυπιούνται τα κόμματα για την κατάκτηση του χώρου που βγάζει κυβερνήσεις
Ο πολιτικός χώρος του Κέντρου, παρότι κοντεύει να χάσει το νόημά του από τις κεντροδεξιές και κεντροαριστερές... τρίπλες των τελευταίων ετών, παραμένει το διακαές target group των κομμάτων εξουσίας - και μη - προκειμένου να δουν άσπρη μέρα στην κάλπη. Τυπικά, οι εκλογές απέχουν δύο χρόνια ακόμη, ωστόσο, η κατάκτηση του κεντρώου κοινού δεν μπορεί να περιμένει...
Ως το κατεξοχήν προοδευτικό κόμμα βλέπει τη ΝΔ ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή».
Ειδικά για τους νέους, μάλιστα, και το πώς αντιμετωπίζουν τη ΝΔ, θεωρεί πως το πρόβλημα βρίσκεται στα στερεότυπα.
«Νομίζω ότι υπάρχει ένα ζήτημα branding, ναι, θα το πω ξεκάθαρα, υπάρχει ένα ζήτημα εικόνας της Νέας Δημοκρατίας στους νέους. Υπάρχει μια τάση οι νέοι να μην βλέπουν πάντα με μεγάλη συμπάθεια κεντροδεξιά, ‘συντηρητικά’ κόμματα», υποστήριξε ο κ. Μητσοτάκης, σε μία προσπάθεια να ερμηνεύσει τις αποστάσεις που τηρούν οι νέοι, όχι μόνο από το πολιτικό σύστημα εν γένει, αλλά και από τη ΝΔ ειδικότερα.
«Και η δική μου δουλειά», κατέληξε, «είναι να τους πείσω ότι εμείς είμαστε το κατεξοχήν προοδευτικό κόμμα σήμερα».
Με την πάγια λογική ότι οι νέοι ταυτίζονται με την πρόοδο, ο πρωθυπουργός, που αυτοπροσδιορίζεται ως «προοδευτικός, φιλελεύθερος κεντροδεξιός πολιτικός», εκτιμά ότι οι νέες διαχωριστικές γραμμές σήμερα – αφού οι παλαιές μεταξύ δεξιάς και αριστεράς είναι εν πολλοίς ξεπερασμένες – είναι ότι «η Νέα Δημοκρατία είναι το προοδευτικό κόμμα».
Στον αντίποδα, «αυτοί οι οποίοι αγωνίζονται, ουσιαστικά, να κρατήσουμε πολιτικές που, είναι από τη δεκαετία του ’80, είναι η πιο σκληρή συντήρηση», λέει.
Και το εξηγεί αυτό, αναφερόμενος στις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησής του, με το επιχείρημα-ερώτημα, «πρέπει να αλλάξουμε ή πρέπει να μην αλλάξει τίποτα;».
Σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις-αλλαγές, μάλιστα, εντάσσει το νέο εργασιακό νόμο, το «τζογάρισμα» – όπως το αποκαλούν οι επικριτές τού ασφαλιστικού σχεδίου της κυβέρνησης – για τις επικουρικές συντάξεις, τα νομοσχέδια για τη δημόσια εκπαίδευση, αλλά και την ψηφιακή μεταρρύθμιση.
Παράλληλα, εκτιμά ότι η ΝΔ πρωτοστατεί στα ζητήματα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, σε αντίθεση με «την προηγούμενη, δήθεν προοδευτική, κυβέρνηση».
Ζητούμενο, πάντως, για το κυβερνών κόμμα δεν είναι μόνο το πώς θα προσεγγίσει περισσότερο τους νέους, αλλά και το πώς θα διεισδύσει ακόμη περισσότερο – το έχει κάνει σε μεγάλο βαθμό, είναι γεγονός – στον πολυπόθητο για κάθε κόμμα χώρο του Κέντρου. Τον χώρο που, όπως λένε οι αναλυτές, βγάζει κυβερνήσεις.
Όπως προκύπτει, εξάλλου, και από τα συμπεράσματα της μεγάλης δημοσκόπησης της GPO για την εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», το ανοικτό πεδίο μέσα στο οποίο κινείται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά την αξιολόγηση της δικής του κυβερνητικής διετίας από την κοινή γνώμη, είναι ορατό και σε μια σειρά άλλων ευρημάτων, που επιβεβαιώνουν τη διείσδυσή του στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.
Αξιοσημείωτο είναι, μάλιστα, πως η έρευνα της GPO καταγράφει μια θετική αποτίμηση του κυβερνητικού έργου, που δεν έχει προηγούμενο από τη δεκαετία του ’90 και την πρώτη φάση της κυβέρνησης Σημίτη, αφού σχεδόν το 54% κρίνει θετικά την πορεία της παρούσας κυβέρνησης, ενώ χαρακτηριστικό είναι πως το ποσοστό αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο, φθάνοντας στο 77%, στους ψηφοφόρους που, στις εκλογές του 2019, είχαν επιλέξει το Κίνημα Αλλαγής.
Το κόμμα που, ως ΠΑΣΟΚ, υπήρξε για δεκαετίες ο κατεξοχήν εκφραστής του κεντρώου πολιτικού χώρου και «κατόρθωσε», πότε με την κυβερνητική συνεργασία του με τη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και πότε με σκάνδαλα και υιοθέτηση συντηρητικών πολιτικών, να καταλήξει στο 6% και να παλεύει για την επιβίωσή του, δηλαδή για να μην απορροφηθεί εξ ολοκλήρου λίγο από τη ΝΔ και περισσότερο από το ΣΥΡΙΖΑ – ή και αντίστροφα…
Την ίδια στιγμή, ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μιλώντας σε προγραμματική συνδιάσκεψη του κόμματός του, θεωρεί – και παροτρύνει τους συντρόφους του – πως «αν θέλουμε να κερδίσουμε το Κέντρο, πρέπει να στρίψουμε αριστερά».
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν εννοεί ότι το κόμμα του «ξέφυγε» από τον αριστερό του δρόμο, απλά επιδιώκει να πείσει το εσωκομματικό του ακροατήριο ότι «με κεντρώες πολιτικές», δεν κερδίζεται το Κέντρο, αλλά με αριστερές.
Είναι κάτι σαν αυτό που κάνει τα τελευταία χρόνια με τους Σοσιαλδημοκράτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρίσταται ως παρατηρητής, αφού ο εκπρόσωπος της συγκεκριμένης ευρωομάδας στην Ελλάδα είναι το ΚΙΝΑΛ, αλλά όπως δεν αρέσκεται στις κεντρώες πολιτικές, έτσι δεν αρέσκεται και στη σοσιαλδημοκρατία.
Ωστόσο, ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει καλά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, για να κερδίσει, δεν αρκεί να πάρει με το μέρος του μόνο όσους πολίτες αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί και ριζοσπάστες, αλλά «πρέπει να κερδίσει αυτό που ονομάζουμε μεσαίο χώρο. Αυτούς που ενδεχομένως να αυτοχαρακτηρίζονται πολίτες του Κέντρου», όπως τόνισε στη συνδιάσκεψη.
«Θα είμαι πολύ σαφής. Δεν κερδίζεται έτσι το κέντρο (σ.σ. με κεντρώες πολιτικές). Αν θέλουμε να κερδίσουμε το κέντρο, πρέπει να στρίψουμε αριστερά», υπογράμμισε.
Γνωρίζοντας φυσικά την κρισιμότητα και τη δυσκολία της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, αφού θα διεξαχθεί με το σύστημα της απλής αναλογικής που η δική του κυβέρνηση έφερε, ζητά νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και με μια ψήφο, για το σχηματισμό μιας προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας, προκειμένου να ηττηθεί η Δεξιά και να επανέλθει στη χώρα η δικαιοσύνη.
Έτσι λοιπόν, ο πολιτικός χώρος του Κέντρου, παρότι κοντεύει να χάσει το νόημά του από τις κεντροδεξιές και κεντροαριστερές… τρίπλες των τελευταίων ετών, παραμένει το διακαές target group των κομμάτων εξουσίας – και μη – προκειμένου να δουν άσπρη μέρα στην κάλπη.
Τυπικά, οι εκλογές απέχουν δύο χρόνια ακόμη, ωστόσο, η κατάκτηση του κεντρώου κοινού δεν μπορεί να περιμένει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις