3 Ιουλίου 1883: Η αρχή ενός ολέθριου δικομματισμού!
Συμπληρώνονται σήμερα 138 χρόνια από τότε που άρχισε ο πρώτος δικομματισμός στη χώρα μας, ο οποίος συνεχίζεται αγριότερα έως και σήμερα με εφιαλτικό μακροοικονομικό λαϊκισμό, οικονομικές κρίσεις, υπερχρέωση, λιτότητα, χρεοκοπίες, υπερφορολόγηση, φτώχεια…
- Στα χέρια της ΕΛ.ΑΣ 19χρονος που εμπλέκεται στη δολοφονία του 5χρονου στο Μαρκόπουλο
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Έκλεβε τα παπούτσια των παιδιών στο νηπιαγωγείο και πιάστηκε στα πράσα (βίντεο)
- Έβαλαν κουτάβια σε τσουβάλια, τα έδεσαν και τα πέταξαν στον Αλφειό
Σε πρόσφατο άρθρο του στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ο Γιώργος Παυλόπουλος επισημαίνει ότι τα αποτελέσματα των αναμετρήσεων και τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων στη Δυτική Ευρώπη συγκλίνουν πλέον προς το συμπέρασμα ότι ο γνωστός δικομματισμός, με τις ισχυρές πλειοψηφίες, ανήκει πλέον στο παρελθόν, αναφέροντας ως παράδειγμα πιο πρόσφατη δημοσκόπηση στην Γερμανία, που διεξήχθη μόλις τέσσερις μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Πάντως, υπενθυμίζω ότι το ίδιο συμπέρασμα για το τέλος του δικομματισμού κα στην Ελλάδα βιάστηκαν να εξαγάγουν μερικοί αναλυτές ήδη το … 1990 κα το 2011- 2012, όταν συγκροτήθηκε η Οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον ακαδημαϊκό και καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα κα τον καθηγητή Λουκά Παπαδήμο αντίστοιχα. Αλλά, ηπατήθησαν, καθώς στις βουλευτικές εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν στην Ελλάδα το 2019, τα δύο πρώτα κόμματα συγκέντρωσαν αθροιστικά 71%, ένα ποσοστό που δύσκολα θα συναντήσει κανείς πλέον στην υπόλοιπη Ευρώπη, τουλάχιστον τη δυτική, όπως αναφέρει ο Γιώργος Παυλόπουλος,
Έτσι, λοιπόν, συνεχίζεται εν δόξη και τιμή ο ελληνικός δικομματισμός με έναν ολέθριο λαϊκισμό, που άρχισε ήδη από τον 19ο αιώνα και κορυφωνόταν συνεχώς με την αποθέωση του μακροοικονομικού λαϊκισμού κυρίως μετά τη μεταπολίτευση. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1885, στην Αθήνα ξετυλίχθηκαν σκηνές που σε όλες τις επόμενες δεκαετίες έως σήμερα επαναλαμβάνονται μετά την πτώση κάθε κυβέρνησης δικομματισμού και ανάδειξη του άλλου κόμματος στην εξουσία, δηλαδή χοροί, τραγούδια, συγκεντρώσεις και αλαλαγμοί των νικητών κομματικών οπαδών. Η Αθήνα τότε μετατράπηκε σε «Μενίδι πανηγυρίζον και μεθύσκον». Πίπιζες, νταούλια, χάλαζα πυροβολισμών, αλαλαγμοί χαράς, έξαλλοι πανηγυρισμοί στους δρόμους.
Τι είχε συμβεί; Η κυβέρνηση Τρικούπη μόλις είχε ανατραπεί στη Βουλή με ψήφους 108 έναντι 104. Έτσι, ο αντιτρικουπισμός, υπό την ηγεσία του Θ. Δηλιγιάννη, έκανε την πρώτη σημαντική εμφάνιση στο δημόσιο βίο της χώρας. Δύο χρόνια νωρίτερα, στις 3 Ιουλίου του 1883, είχε αρχίσει δικομματισμός, ενώ, όπως προανέφερα, πολιτικοί σχολιαστές και αναλυτές διέβλεπαν το τέλος του πριν από … τριάντα χρόνια!
Ο πρώτος δικομματισμός άρχισε το 1883, όταν, μετά την ουσιαστική μεταβολή του λαϊκού φρονήματος στις δημοτικές εκλογές της 3ης Ιουλίου, το σύνολο σχεδόν των αντιφρονούντων προς τον Τρικούπη συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Ο πρώτος αυτός δικομματισμός κράτησε 15 χρόνια, με τη σύγκρουση του «Νεωτερικού» κόμματος (Τρικούπης) και του «Εθνικού» κόμματος (Δηλιγιάννης), όπως ονομάζονταν. Ο τελευταίος ελληνικός δικομματισμός άρχισε ουσιαστικά μετά τη μεταπολίτευση και διαρκεί σχεδόν έως σήμερα με τη σύγκρουση του «φιλελεύθερου» κόμματος και του «σοσιαλιστικού» – «αρστερού».
Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη σύγκριση του πρώτου και του σημερινού δικομματισμού είναι ότι έχει κοινά χαρακτηριστικά και επιβεβαιώνει τη γνωστή ρήση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται κυρίως ως τραγωδία για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, οι έντονες πολιτικές συγκρούσεις και στους δύο δικομματισμούς δεν συνοδεύτηκαν από ήρεμες και «πολιτισμένες» μορφές.
Δεύτερον, ο δικομματισμός δεν ήταν πανάκεια για όλες τις δυσλειτουργίες του κοινοβουλευτισμού, της κοινωνίας και της οικονομίας.
Τρίτον, οι εξωτερικές και οικονομικές περιπέτειες που προκλήθηκαν από την εναλλαγή στην εξουσία δύο κομμάτων οδήγησαν ένα μέρος της κοινής γνώμης σε απογοήτευση προς την κυβερνητική πολιτική και των δύο κομμάτων, η οποία εκδηλωνόταν με «μαύρη» ψήφο στο εκάστοτε κυβερνών κόμμα.
Τέταρτον, για όλη αυτή τη λαϊκή δυσαρέσκεια δεν ευθύνεται καθ΄ ολοκληρίαν ο δικομματισμός, αλλά οι αντιδράσεις του εκάστοτε άλλου πόλου του δικομματισμού, δηλαδή της εκάστοτε αντιπολίτευσης σε κάθε μεταρρυθμιστική και άλλη προσπάθεια που θα ωφελούσαν τη χώρα, την κοινωνία και την οικονομία.
Πέμπτον, το εκάστοτε κυβερνών κόμμα θεωρούσε «λάφυρο» το κράτος με την ανάληψη της εξουσίας!
«Θέσεις» και «προγράμματα» του δικομματισμού
Για του λόγου το αληθές, παραθέτω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα «θέσεων» και «προγραμμάτων» των δύο κομμάτων κατά την περίοδο 1880 – 1895, και είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε μόνο ομοιότητες και στους δύο δικομματισμούς, δηλαδή τον πρώτο και το σημερινό δικομματικό λαϊκισμό:
• Για τον Τρικούπη «νεωτερισμός» ήταν η διάκριση των εξουσιών και η ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας μέχρι την αυτονόμησή της. Για τους αντιπάλους του, «εθνική» ήταν αυτή καθαυτή η ανάπτυξη του ανάμικτου «κρατικο-κοινωνικού» συγκροτήματος μέσα στο οποίο έδρευαν αναπόσπαστα και τα ιδιωτικά συμφέροντα. Έτσι, ο αγώνας μεταξύ των δύο παρατάξεων αναφερόταν πρώτιστα στη χρήση της κρατικής μηχανής.
• Από τα δύο πολιτικά προγράμματα, του Τρικούπη ήταν περισσότερο εντοπισμένο κοινωνικά: εξυπηρέτηση του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου στην πορεία για την αστικοποίηση και τον εξευρωπαϊσμό των κοινωνικών σχέσεων. Οι επιδιώξεις του Δηλιγιάννη ήταν λιγότερο χρωματισμένες ταξικά, πράγμα που επέτρεπε τη συνύπαρξη στον ίδιο χώρο «όλων των δυσαρεστημένων, από την άκρα δεξιά ως την άκρα αριστερά».
• Ο Τρικούπης κατηγορήθηκε ως «πλουτοκράτης», ενώ οι αντίπαλοί του ως «αρχομανείς». Στην ολιγαρχία του πλούτου αντιτάχθηκε η ολιγαρχία της πολιτικής ζωής. Η πρώτη χειραγωγήθηκε από τους κεφαλαιούχους, ενώ η δεύτερη από το πνεύμα του μικροαστισμού και του λαϊκισμού.
• Το κράτος για τον Τρικούπη ήταν εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη, ενώ για τον Δηλιγιάννη ήταν αντικειμενικός στόχος. Ο Τρικούπης απέβλεπε στο να χρησιμοποιήσει το κράτος, ενώ ο Δηλιγιάννης στο να το κατακτήσει. Έτσι, ο παρεμβατισμός στην κοινωνική και οικονομική ζωή ήταν επιδίωξη παροδική για τον ένα, μονιμότερη για τον άλλο.
• Ο Τρικούπης εξέφραζε όχι μόνο την προσπάθεια για αυτονόμηση του επιχειρηματικού πεδίου από το κράτος, αλλά και την υπαγωγή του τελευταίου στην προοπτική ανάπτυξης του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ο αντιτρικουπισμός προσπάθησε να αποτρέψει τον επιδιωκόμενο από τον Τρικούπη έλεγχο του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά δεν ήταν εναντίον του κεφαλαίου. Ήθελε απλώς να το θέσει υπό τον έλεγχο της κρατικής μηχανής. Στιγμάτιζε με υστερικό πάθος την κερδοσκοπία, το χρηματιστήριο, το χρηματικό κεφάλαιο, το χρηματικό πλούτο, την τοκογλυφία, την τραπεζική παντοδυναμία. Ήταν όμως υπέρ των παραγωγικών επενδύσεων μέσα από έναν κατάλληλο κυβερνητικό προσανατολισμό.
• Ο Τρικούπης επεδίωκε την ενίσχυση της οικονομίας και την αποδυνάμωση της πολιτικής εξουσίας, ενώ ο Δηλιγιάννης το ακριβώς αντίθετο: ισχυρή πολιτική εξουσία που να ελέγχει την οικονομία. Ο Θ. Δηλιγιάννης ξιφουλκούσε κατά της πλουτοκρατίας, κατά του χρηματικού και χρηματιστικού κεφαλαίου, υποσχόταν ένα συνδυασμό της οικονομικής προόδου με την κοινωνική δικαιοσύνη και, κυρίως, επιζητούσε να ενισχύσει τη δύναμη του κράτους.
• Ο Τρικούπης προέταξε την οικονομική ανόρθωση στην εθνική ολοκλήρωση, με άξονα την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό. Ο Δηλιγιάννης αναποδογύρισε τις προτεραιότητες του Τρικούπη και προέταξε το εθνικό πρόβλημα. Η πολιτική του στηρίχθηκε στα μικροαστικά στρώματα της κομματικής και διοικητικής γραφειοκρατίας, τα οποία δεν αντιστέκονταν σθεναρά στην εισβολή του ιδιωτικού κεφαλαίου, αλλά θέλησαν να εκμεταλλευθούν την παρουσία του για δικό τους όφελος.
• Συνήθης ήταν και η τακτική της κωλυσιεργίας κατά την οποία βουλευτές μιλούσαν στη Βουλή επί ατελεύτητες ώρες για οποιοδήποτε θέμα. Ιστορική έμεινε η πολύωρη αγόρευση του βουλευτή Αρκαδίας Κατσικόπουλου για την έννοια της λέξης «μπουρμπουλήθρα»!
• Συνήθης πάλι ήταν και η τακτική της αποχώρησης βουλευτών και κομμάτων κατά τη συζήτηση κρίσιμων «αντιδημοκρατικών» νομοσχεδίων στη Βουλή. Από τον Απρίλιο μάλιστα του 1884 ο Δηλιγιάννης άλλαξε επίτηδες τακτική για να ψηφίζονται τα «αντιδημοκρατικά» αυτά νομοσχέδια και αντί της προηγούμενης βαθμιαίας αποχώρησης βουλευτών από τη Βουλή «εγκαινίασε» την τακτική της αποχώρησης του κόμματός του με το ίδιο σχεδόν αιτιολογικό που επικαλούνταν και κατά τη διάρκεια του σημερινού δικομματισμού, δηλαδή «ίνα μη μένη μάρτυς τρόπου ατασθάλου, ασέμνου και θρασείας διακωμώδησης των θεσμών»! Έτσι, σε ένα κοινοβούλιο που μόλις μετά βίας έφτανε στην απαρτία, δεκάδες νομοσχέδια ψηφίζονταν καθημερινά σχεδόν χωρίς καμιά συζήτηση και κοινοβουλευτικό έλεγχο. Από τη μια μεριά η κυβέρνηση συμπλήρωνε το φορολογικό και οικονομικό του νομοθετικό πρόγραμμα και από την άλλη η αντιπολίτευση επιδιδόταν σε λυσσαλέες επιθέσεις έξω από το κοινοβούλιο, ενώ οι διαμαρτυρίες, οι διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια πλήθαιναν, όπως πρν από μερικές ημέρες γα το εργασιακό νομοσχέδο!.
• Συνήθης ήταν, ακόμη, η τακτική, κυρίως του Δηλιγιάννη, να ανατρέπει, μόλις ανέβαινε στην εξουσία, κάθε μέτρο που είχε πάρει η κυβέρνηση Τρικούπη, όπως τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ανήγγειλε ότι θα καταργήσει τον νέο εργασακό Νόμο! Ο Τρικούπης, για παράδειγμα, είχε κλείσει το δρόμο στους στρατιωτικούς για την πολιτική και τους είχε απαγορεύσει να πολιτευθούν με το νόμο ΑΤΠΘ του 1886. Το νόμο αυτό ανέτρεψε ο Δηλιγιάννης το 1891. Επίσης, ο Δηλιγιάννης ακύρωσε την «αρχή της μονιμότητας» των δημόσιων υπαλλήλων του Τρικούπη επαναφέροντας τη χαώδη κατάσταση στο χώρο της δημοσιοϋπαλληλίας. Επίσης, ο Δηλιγιάννης κατάργησε το 1884 τη μεταρρύθμιση του Τρικούπη, με την οποία μειώθηκε ο αριθμός των βουλευτών από 240 σε 150.!
• Η πτώση κάθε κυβέρνησης του δικομματισμού συνοδεύεται από χορούς, τραγούδια, συγκεντρώσεις και αλαλαγμούς των οπαδών του αντιπάλου κόμματος.
Τα αποτελέσματα
Εκπληκτική είναι και η διαπίστωση ότι, πέρα από τα κοινά αυτά χαρακτηριστικά, κοινά είναι και τα (δυσμενή κυρίως) αποτελέσματα του δικομματισμού στη χώρα μας. Απαριθμούμε, ενδεικτικά, μερικά από αυτά, με την υπογράμμιση ότι για όλα αυτά σημαντικό μερίδιο ευθύνης είχαν και «αρχομανή» κόμματα, των οποίων, όπως έλεγε ο Ροϊδης, οι οπαδοί, υπό έναν αρχηγό, επιδίωκαν να καταλάβουν την εξουσία «ίνα εσθίωσι χωρίς να σκάπτωσι»:
Πρώτον, σε όλες σχεδόν τις εκλογές επιβεβαιώνονταν δύο σημαντικές μεταβολές: α) η λαϊκή δυσαρέσκεια κατά της πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος που θεωρούνταν υπεύθυνο για την ακρίβεια, την οικονομική κρίση και τη γενική δυσπραγία με τη δημαγωγία των αντιπάλων να βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να καρποφορήσουν οι επιδιώξεις τους, και β) το αντίπαλο κόμμα να συνασπίζεται από οπαδούς και να εμφανίζεται ως εκλογικό φόβητρο. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, στις εκλογές της 7 Απριλίου του 1885, όταν οι τρικουπικοί δεν ξεπέρασαν τους 56 βουλευτές, έναντι 184 των δηλιγιαννικών και 5 των δημοκρατικών.
Δεύτερον, οι πολιτικές και των δύο κομμάτων οδηγούσαν σε οικονομικές κρίσεις. Ας μην ξεχνάμε το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη το 1893, την «καμένη γη» του 1981, τη χρεοκοπία του 1985, του 1990, του 2009, του 2010, η οποία και συνεχίζεται με τα ρεκόρ στη φορολογία, την ανεργία, το έλλειμμα του Δημοσίου, το δημόσιο χρέος από την πολιτική του δανεισμού τότε και σήμερα.
Τρίτον, ό,τι κατηγορούσε το ένα κόμμα στην αντιπολίτευση το εφάρμοζε ως … κυβέρνηση! Μιλάμε για το «Κάτω η λιτότητα» που έλεγαν. Υπενθυμίζουμε τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας που εξήγγειλε ο Δηλιγιάννης αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας με τις εκλογές της 7ης Απριλίου του 1885, τα σκληρά μέτρα λιτότητας τον Οκτώβριο του 1985, η οποία συνεχίζεται ανελέητα ως σήμερα, με αποτέλεσμα να έχει καθυστερήσει σημαντικά η πραγματική σύγκλιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τέταρτον, ο πρώτος δικομματισμός, όπως και ο σημερινός, δεν μπόρεσε να προφυλάξει την ελληνική οικονομία από καμιά σχεδόν διεθνή οικονομική κρίση. Όπως και σήμερα, έτσι και μετά το 1871 ξέσπασαν τρεις διεθνείς κρίσεις ή φάσεις «μεγάλης ύφεσης»: η κρίση του 1881 – 1884, η οποία έπληξε πρώτιστα τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, ο «πανικός στους σιδηροδρόμους» που ξέσπασε στην Αμερική και η λεγόμενη «κρίση Μπάριγκ» στην Αγγλία και πολλές άλλες.
Πέμπτον, θυμάστε, ασφαλώς, τις γνωστές αντιδράσεις του ΠΑΣΟΚ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης για το πετρέλαιο θέρμανσης. Κάτι τέτοιο είχε γίνει και κατά την οικονομική κρίση του 1883 – 1884, όταν ο Τρικούπης είχε αυξήσει τους φόρους στο φωτιστικό πετρέλαιο. Για το μέτρο αυτό ο Τρικούπης είχε αποκληθεί «Πετρέλαιος» από την αντιπολίτευση του Θ. Δηλιγιάννη, η οποία είχε επικεντρώσει τις επιθέσεις της κυρίως στη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης με το σύνθημα «Κάτω οι φόροι» (από τότε χρονολογείται το σύνθημα αυτό!). Πάντως, ο Δηλιγιάννης, όταν ανήλθε στην εξουσία κατάργησε όλους τους φόρους που είχε επιβάλει ο Τρικούπης!
Έκτον (και κυριότερο), όχι μόνο δεν αντιμετωπίσθηκε κανένα εθνικό θέμα, αλλά επιδεινώθηκαν κιόλας όλα σχεδόν τα παλιά και προστέθηκαν και νέα…
Φρονώ ότι, αν η κοινοβουλευτική, πολιτική, οικονομική, κοινωνική συμπεριφορά του δικομματισμού, αλλά και των άλλων κομμάτων δεν εκδηλωνόταν με τους τρόπους που σκιαγραφήθηκαν πιο πάνω, τα δυσμενή αυτά αποτελέσματα στην κοινωνία και την οικονομία θα ήταν ίσως λιγότερα. Εννοώ την ύπαρξη συνεχούς ουσιαστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου από όλα τα κόμματα, τις εποικοδομητικές προτάσεις για το καλό της χώρας και, φυσικά, τη νηφαλιότητα, την ηρεμία και όχι, φυσικά, τις γνωστές στείρες αντιδράσεις «όχι σε όλα» ή «ναι σε όλα», ανάλογα με τις προσδοκίες για κομματικό όφελος ή την προσπάθεια αποφυγής του κομματικού κόστους.
Ολετήρες εν δόξη κα τιμή
Αυτή η κατάσταση της επανάληψης των ίδιων θεμάτων, προβλημάτων, γεγονότων, μέτρων, αποφάσεων, συμπεριφορών, της επανάληψης, δηλαδή, της ιστορίας ως τραγωδίας ή φάρσας ή ιλαροτραγωδίας, όπως έλεγε, παραφράζοντάς τον ελαφρά, ο Μαρξ, επιδεινώθηκε σημαντικά κυρίως λίγο πριν από τις εκλογές του 2004 και κορυφώθηκε λίγο πριν και μετά την οικονομική κρίση του 2009 και, φυσικά, με τα αλλεπάλληλα Μνημόνια και τη μανία των κομμάτων για κατάληψη της εξουσίας και τη συνέχιση της σπατάλης για τη συντήρηση ενός αδηφάγου κομματικού, πελατειακού κράτους. Η διαπίστωση από τις εφιαλτικές αυτές αναδρομές είναι μελαγχολική: Σε όλη αυτή την τελευταία εξηκονταετία και, κυρίως, τεσσαρακονταετία, όλοι, μα όλοι, οι κάτοικοι της χώρας αυτής πριονίζαμε με μανία συνεχώς το κλαρί, όπου καθόμασταν, προμαχούντων των ίδιων πάντοτε πρωταγωνιστών. Αναφέρω επιγραμματικά μερικούς από τους ολετήρες αυτούς πρωταγωνιστές:
• Οι εκάστοτε κυβερνήσεις: Αναδεικνύονταν από την ίδρυση «αρχομανών» κομμάτων, τα οποία προεκλογικά διόριζαν στον πάντα ζημιογόνο δημόσιο τομέα κομματικά «μπουλούκια», κατά τον χαρακτηρισμό του Εμμανουήλ Ροίδη και μετεκλογικά, όταν κέρδιζαν τις εκλογές, στίφη «κομματικών κηφήνων», κατά τον χαρακτηρισμό πάλι του Εμμαννουήλ Ροίδη. Όλες αυτές οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις και, κυρίως, μετά το 1980, θεωρούσαν το δημόσιο τομέα ως «φέουδο» και τον έδιναν ως «λάφυρο» για τη νίκη τους στους «μισθοφόρους» του, κατά τον χαρακτηρισμό πάλι του Εμμανουήλ Ροίδη, οι οποίοι εμφανίζονταν ως «γαλαζοφρουροί», ως «πρασινοφρουροί» και τελευταία, με την αριστερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ως «κοκκινοφρουροί» ή ως «Στρατός Κατοχής», όπως έλεγε ο διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» Γιάννης Μαρίνος! Όλα σχεδόν τα κομματικά αυτά στελέχη που ορίζονταν στην αρχή ως επικεφαλής δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, χρησιμοποιούσαν ως εφαλτήριο τους διορισμούς αυτούς για την ανάδειξή τους ωε βουλευτών, υφυπουργών και υπουργών στη συνέχεια
• Οι εκάστοτε αντιπολιτεύσεις: Συνήθως ήταν και είναι ο εναλλασσόμενος στην εξουσία πόλος του ολέθριου δικομματισμού, δηλαδή «αρχομανή» πάλι κόμματα, τα οποία, για την εξασφάλιση του περιβόητου κομματικού οφέλους ή την αποφυγή του ξορκισμένου πολιτικού κόστους, του συνεχώς αντιδρούσαν σε ό,τι καλό για τον τόπο προωθούνταν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, ενώ, παραλλήλως, επιδίδονταν στο γνωστό εθνικό σπορ των παροχών και των υποσχέσεων , τις οποίες «ξεχνούσαν» συνήθως όταν κέρδιζαν, με το λαϊκισμό, τη δημαγωγία και την ακατάσχετη υποσχεσιολογία, τις εκλογές και σχημάτιζαν κυβέρνηση. Σημειώνεται ότι την ίδια συμπεριφορά έδειχναν και τα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης, μπροστά στην αγωνία τους να αυξήσουν τα ποσοστά τους ή να μπουν στη Βουλή.
• Οι συνδικαλιστές: Ιδιαίτερα μετά το 1974 ο ολοένα μεγεθυνόμενος συνδικαλιστικός χώρος και ιδιαίτερα εκείνος που κυριαρχούσε στην Κεντρική διοίκηση και στις κρατικομονοπωλαικές δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, είχε γίνει ένα απέραντο «εκτροφείο» ανάδειξης και αύξησης ισχυρών κομματικών συνδικαλιστών, οι οποίοι, στη συνέχεια, ως ανταμοιβή για τους «αγώνες» (απεργίες κλπ) που έκαναν στο αντίπαλο κόμμα, ως κυβέρνηση, διορίζονταν επικεφαλής μεγάλων δημόσιων οργανισμών ή εντάσσονταν σε κομματικά ψηφοδέλτια ως υποψήφιοι βουλευτές ή προάγονταν σε υφυπουργούς και υπουργούς. Ο κατάλογος με την ανθρωπογεωγραφία κομματικών συνδικαλιστών που στη συνέχεια έγιναν πολιτικοί είναι ατέλειωτος!
• Ο Τύπος: Κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν όλων αυτών των ολετήρων της χώρας μας λειτούργησε και ο ελληνικός Τύπος με τους τεράστιους φιλοκομματικούς τίτλους στην πρώτη σελίδα, τις τεράστιες φωτογραφίες και δηλώσεις, δημιουργώντας κάθε φορά «ρεύμα» υπέρ του κόμματος που υπεράσπιζαν μέχρι την επόμενη ημέρα που ήταν μια από τα ίδια με όλες τις προηγούμενες κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Δηλαδή, γίνονταν εκλογές και αναδεικνύονταν κυβερνήσεις για να διορίζουν, να σπαταλούν προκλητικά τους εθνικούς πόρους και να μας «φεσώνουν» συνεχώς με δάνεια με τα οποία καλύπτονταν ελλείμματα και ζημιές.
• Ο ελληνικός λαός: Ο ελληνικός λαός ουδέποτε σχεδόν διδάχθηκε από τα παθήματά του, διέψευδε, με τις επιλογές του, τις δικές του προσδοκίες, αλλά και συνέτριβε σοφές ρήσεις, θυμόσοφα γνωμικά και παρακαταθήκες, που είχαν κάνει να σταθεί όρθια η χώρα επί δεκαετίες, παρά τον ολέθριο και τότε κομματισμό, λαϊκισμό και δημαγωγία. Για παράδειγμα, ο ελληνικός λαός, εμφανίζεται πάντα «ευκολόπιστος και πάντα προδομένος», προς δόξαν μόνο των κομματαρχών, ενώ ουδέποτε σχεδόν επιβεβαίωσε τη ρήση του Ναπολέοντα ότι «η ιστορία γράφεται από τους νικητές». Στην Ελλάδα, συνέβη και συμβαίνει το αντίθετο. Η ιστορία γράφεται και γραφόταν και από τους δύο, και από τους νικητές και τους ηττημένους, είτε πραγματικά είτε μεταφορικά. Πάντοτε σχεδόν ο «νικητής» στη χώρα «φοβόταν» τον ηττημένο, δηλαδή τις εκάστοτε αντιπολιτεύσεις. Κι έτσι, δεν έμεινε σχεδόν τίποτε όρθιο κυρίως από τους θεσμούς που συγκράτησαν το έθνος επί αιώνες. «Δεν μπορεί να σταθεί όρθια μια πολιτεία της οποίας ποδοπατούνται οι νόμοι, οι θεσμοί», έλεγε ο Σωκράτης. Δυστυχώς, αυτό γκρέμισμα όλων των θεσμών και, κυρίως, της παιδείας, έγινε σιγά –σιγά από τους «ηττημένους» με την πρόθυμη (για κομματικούς λόγους) επίσπευση από τους … «νικητές»! Επίσης, ο ελληνικός λαός διέψευδε συνεχώς και το υπό το Μαρξ ρηθέν ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται στην αρχή ως τραγωδία και τη δεύτερη φορά ως φάρσα». Διότι, στην Ελλάδα, ο ελληνικός λαός «κατόρθωνε» συνεχώς η ιστορία να επαναλαμβάνεται στην αρχή … φάρσα, τη δεύτερη φορά ως ιλαροτραγωδία, την τρίτη φορά ως … «βλακεία» και την τέταρτη φορά ως … «τραγωδία». Αυτήν την τραγωδία έζησε πολλάκις ο ελληνικός λαός, με κορύφωση τα τελευταία κυρίως έξι χρόνια, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το συνεχές κατρακύλισμα, επί δεκαετίες, στου κακού της σκάλας το σκαλί, όπως έλεγε ο Κωστής Παλαμάς.
Αλλά δεν χρειάζεται να συνεχίσουμε με την απαρίθμηση όλων των ολετήρων. Απλώς αναφέρω ότι όλα αυτά σημειώνονται με στοιχεία και ντοκουμέντα στο «Ημερολόγιό» μου, χωρίς, βέβαια, την ελπίδα του Κωστή Παλαμά που έλεγε: «Και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί να κατρακυλήσει, πιο βαθειά στου κακού τη σκάλα, για τ` ανέβασμα ξανά, που σε καλεί, θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!, τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!”. Διότι η κρίση είναι πολύ πιο βαθιά, πιο συνεχής, πιο επονείδιστη από εκείνη του 1897 για την οποία έγραψε με πόνο το ποίημα, τον “Δωδεκάλογο του γύφτου”, όπου «προφητεύει» την κάθαρση. Κι ας μην ξεχνάμε ότι «καθάρσεις» έχουν «προφητεύσει» και επαγγελθεί πολλοί, αλλά η χώρα ολοένα πήγαινε και συνεχώς πηγαίνει όλο πιο στο τελευταίο το σκαλί της σκάλας του κακού, του ολέθρου και της λεηλασίας.
Η απαισιοδοξία μου αυτή ενισχύεται ακόμη περισσότερο βλέποντας όλα αυτά που γίνονται, παρά τα πάμπολλα παθήματα, και συνεχίζονται και σήμερα στη χώρα μας, μολονότι ο μέγας Εμμανουήλ Ροίδης πριν από πολλές δεκαετίες, πριν από πάνω από 150 χρόνια, με τη δική του πάντα καυστική πένα, είχε «λαμπαδιάσει» όλους τους τότε ολετήρες της χώρας μας, οι οποίοι άφησαν, όπως φαίνεται, αθάνατους συνεχιστές του έργου τους.
Συνεχή τα ηχηρά ραπίσματα του Ροίδη επί δεκαετίες, αλλά ματαίως…
Παραθέτω τα κυριότερα «ραπίσματα» του Εμμανουήλ Ροίδη προς όλους τους ολετήρες της εποχής του για να κάνω πιο εκκωφαντικό τον αντίλαλό τους για τους συνεχιστές τους κατά τη νεώτερη πολιτική ιστορία της χώρας μας:
– «Ο πολύς πληθυσμός της Ελλάδος συνίσταται εκ πεντήκοντα χιλιάδων ανθρώπων γνωριζόνων ανάγνωσιν και ανορθογραφίαν και τρεφομένων υπό ενός εκατομμυρίου αγραμμάτων φορολογουμένων».
– «Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται, διότι υπάρχουν άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι, συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ΄ ής πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφωνται δαπάνη του Δημοσίου».
–«Αν υπήρχε λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσης, νομίζομεν ότι ο ορισμός της λέξεως «κόμμα» ήθελεν είναι ο ακόλουθος: «Ομάς ανθρώπων ειδότων ν΄ αναγινώσκουσι και να ν΄ ανορθογραφώσι, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό έναν οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν΄αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν του πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι».
-«Κατά τον πολύ Μοντέσκιον, έκαστος υπουργός, λαμβάνων την εξουσία, φροντίζει κατά με τον πρώτον έτος περί εαυτού, κατά δε το δεύτερον περί της επαρχίας του, και έπειτα, τέλος πάντων, και περί του έθνους εν γένει. Ουδόλως, λοιπόν, πρέπει να δυσανασχετώμεν κατά των ημετέρων πολιτικών, αν δεν προφθάνοσυ να πράξωσι το παραμικρόν υπέρ του τόπου, αφού ουδέ τα; Ιδίας υποθέσεις αφήνομεν αυτοίς καιρόν να τελειώσωσιν».-«Ως ο Ιησούς εκήρυξεν ότι ήθελε σώσει τους αμαρτωλούς και ουχί τους δικαίους, ούτω και σήμερον παρ΄ ημίν η αισχρότης της διαγωγής είναι πρόσθετος τίτλος εις τας ευεργεσίας του (πρωθυπουργού) κ. Κουμουνδούρου. Πολλοί μάλιστα λέγουσιν ότι αυτή είναι απαραίτητον προσόν, ημείς όμως πιστεύομεν ότι και μόνη η ανικανότης αρκεί προς απόκτησιν της ευνοίας του, φθάνει να είναι αρκούντως αποδεδειγμένη».
«Οσάκις εις τον ημέτερον πρωθυπουργόν γίνονται παρατηρήσεις περί του ποιού των υπ΄ αυτού διοριζομένων, ότι είναι αμαθείς, βλάκες, υπόδικοι επί κλοπή ή κατάδικοι επί πλαστογραφία, εις τας ενστάσεις ταύτας η αγαθότης αυτού ευρίσκει στερεότυπον και όντως λακωνική απάντησιν: «Δεν πειράζει».
«Εξ όλων των κατοικούντων επί του πλανήτου μας διπόδων, ο Έλλην στρατιώτης είναι το ολιγαρκέστερον, και εν πολλοίς το δπανηρότερον. Αρκείται μεν εις άρτον και ελαίας, αλλά ίνα διοικηθή έχει, φαίνεται, ανάγκην στρατηγών, ταγματαρχών, λοχαγών, ανθυπασπιστών, λοχιών και δεκανέων δεκαπλάσιων των αλλαχού. Η δε απαραίτητος αύτη ανάγκη του καταδικάζει ημάς να μην έχωμεν στρατόν!»
-«Ό,τι ακολουθεί εις τον στρατόν συμβαίνει, δυστυχώς, και εις τους άλλους κλάδους. Τα ημέτερα ζώα, μάλλον δυσαρίθμητα, φαίνεται, όντα των αλλαχού, έχουσιν ανάγκην πλειόνων απαριθμητών. Τα ημέτερα δένδρα, μάλλον δυσφύλακτα, πλειόνων δασοφυλάκων. Τα ημέτερα πλοία, μάλλον δύσπλοια, πλειόνων πλοιάρχων. Αι ημέτεραι αλυκαί πλειόνων αλατοαποθηκαρίων. Τα ημέτερα δικαστήρια απειράκις πλειόνων δικαστικών γραφέων. Οι ημέτεροι φόρων πλειόνων φοροφάγων».
– «Η θέσις των παρ΄ ημίν πολιτευομένων πολύ ομοιάζει την αυτών αυτοκρατόρων της βυζαντινής Ρώμης, οίτινες προς κατάληψιν του θρόνου συνεμάχουν μετά Φράγκων, Τούρκων και Βουλγάρων, εις ούς αυτοί τε και οι ημέτεροι φατριάρχαι, προς σχηματισμόν ή ενίσχυσιν κόμματος, εστρατολόγουν εκ των τριόδων μισθοφόρους, ους επλήρωνον δια δημοσίων χρημάτων, ήτοι δια θέσεων περιττών. Των τοιούτων μισθοφόρων επί τοσούτον επολλαπλασιάσθη προϊοντος του χρόνου ο αριθμός και το θράσος, ώστε κατέστησαν σήμερον η μόνη αξιόμαχος δύναμις της Ελλάδος, προ της οποίας και βασιλεία και κυβέρνησης και βουλή και ολόκληρον το έθνος κύπτει το γόνυ μετά τρόμου».
Εσφαλμένως, νομίζομεν, παρωμοίασάν τινες τους ημετέρους κομματάρχας προς αρχηγούς ληστρικών συμμοριών. Το πταίσμα αυτών είναι ότι εδημιούργησαν τα συμμορίας, σήμερον όμως αντί να είναι αρχηγοί αυτών, κατήντησαν απλοί μεσίται, δια των οποίων αι συμμορίαι αύται διαπαργματεύονται προς το έθνος τα λύτρα, ανθ΄ ων συγκατανεύουσι να παραχωρήσωσιν αυτώ ασφάλεια ζωής και περιουσίαν. Τα λύτρα ταύτα καλούνται κατ΄ ευφημισμόν προϋπολογισμός. Απόδειξις όμως του αληθούς αυτών χαρακτήρος είναι η δουλική ευπείθεια, μεθ΄ ης ολόκληρος η Βουλή, σιγώσης της αντιπολιτεύσεως, σπεύδει να καταβάλη άνευ συζητήσεως εις τον εισπράκτορα της κατισχυούσης συμμορίας, καλώς γνωρίζουσα ότι πάσα αντίστασις ή απόπειρα ελαττώσεως αυτών ήθελε τιμωρηθεί δι΄ αντιστάσεως την επιούσαν».
«Τούτο πάντες βλέπομεν, η δε επιστήμη το κηρύττει δια του στόματος του κ. Σούτζου (σημείωση δική μου: τότε της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών την εποχή του Ροίδη), υποδεικνύοντος τας οικονομίας ως την μόνην σωτηρίαν οδόν. Προς ταύτην όμως ουδείς πολιτευόμενος τολμά να τραπή, ουχί εξ ελλείψεως πατριωτισμού, αλλά διότι καλώς γνωρίζει ότι αδύνατον είναι να προχωρήση επ΄ αυτής, χωρίς να προσκρούση ανά παν βήμα εις συμφέροντα προσωπικά, άτινα θέλουσιν ορθωθή κατ΄ αυτού ως έχιδναι φαρμακεραί, των οποίων επατήθη η ουρά».
Πώς φθάσαµε στη χρεοκοπία
Στη συνέχεια, παραθέτω ένα εμπνευσμένο, όπως πάντα, άρθρο του πρώην διευθυντή του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» Γιάννη Μαρίνου, το οποίο δημοσιεύθηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (15 Ιουνίου 2012), υπό τον τίτλο «Πώς φθάσαμε στη χρεοκοπία» και στο οποίο παραθέτει αφυπνιστικό άρθρο του Εμμανουήλ Ροίδη του 1929:
«Επειδή επιµένουν οι διαµαρτυρόµενοι και οι αγανακτισµένοι να παριστάνουν ότι δεν ήξεραν και ότι εν αγνοία τους ανέχονταν την καταλήστευση του προϋπολογισµού (δηλαδή των όσων πλήρωναν οι φορολογούµενοι), θα επιµείνω κι εγώ. Το ότι δεν υπάρχουν λεφτά, το ότι είµαστε κατάχρεοι και βρισκόµαστε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας δεν έχει κουρασθεί η πένα του γράφοντος να τονίζει από τη δεκαετία του ‘80, οπότε ικανοποιήθηκαν και έκτοτε ικανοποιούνται όλα τα αιτήµατα των τάξεων που µπορούν να ασκήσουν πίεση στα κυβερνητικά κόµµατα και από τον τρόµο του πολιτικού κόστους που ασκεί ο εκθεµελιωτικός λαϊκισµός της Αριστεράς και των περισσότερων ΜΜΕ, όπως και οι εκβιασµοί των συνδικαλιστών του µονοπωλιακού δηµόσιου τοµέα. Θυµίζω όσα έγραφε πριν από 150 χρόνια ο Ροΐδης, καθώς και την πριν από 100 χρόνια εκβιαστική απεργία των λιµενεργατών του Πειραιά.
Μία ακόµη αναδροµή στο παρελθόν µπορεί να πείσει και τους πιο δύσπιστους. Αντιγράφω και πάλι από κύριο άρθρο της «Εστίας», το οποίο δηµοσιεύθηκε στις 16 Νοεµβρίου 1929:
«Είναι αναµφισβήτητον ότι το Ελληνικόν κράτος κατά τα τελευταία αυτά έτη κινδυνεύει να εξουθενωθεί τελείως και να υποκύψει προ των Ελληνικών “µπουλουκιών”.
Κάθε οµάς ανθρώπων, συνδεοµένων από κοινά συµφέροντα και µόνον, συγκροτεί µίαν οργάνωσιν, εξασφαλίζει µερικούς δηµοσιογραφικούς ή κοινοβουλευτικούς υποστηρικτάς και υπαγορεύει έπειτα τας θελήσεις της εις το Κράτος. Αλοίµονον δε εις εκείνον, υπουργόν, δηµόσιον λειτουργόν, ή δηµοσιογράφον, ο οποίος θα ετόλµα, όχι µόνον να αντιταχθή, αλλά και να µη υποστήριξη τας αξιώσεις, αι οποίαι προεβάλλοντο. Η δύναµις των οµάδων εις την Ελλάδα έχει καταστή καταπληκτική. Και αι παραδοξότεραι των αξιώσεων κατορθώνουν να εµφανίζωνται ως δίκαιαι και να αναγνωρίζωνται αµέσως από το πτήσσον και πανικόβλητον Κράτος. Εάν τυχόν η αξίωσις είναι περισσότερον του δέοντος εξωφρενική, εάν η Κυβέρνησις καταλαµβάνεται υπό δισταγµών και προτάσσει αντιρρήσεις, αρκεί µια θορυβώδης διαδήλωσις εις τους δρόµους, διά να εγκαταλειφθούν αµέσως αι αντιρρήσεις και να συνθηκολογήσει το Κράτος.
Υπό τοιαύτας συνθήκας, ολόκληρος σχεδόν ο πληθυσµός της Ελλάδος µεταβάλλεται εις µπουλούκια, τα οποία συγκροτούµενα εις Επιτροπάς, Εκτελεστικά Συµβούλια, Γενικάς Συνελεύσεις, ή Συνοµοσπονδίας περιέρχονται τα υπουργικά και δηµοσιογραφικά γραφεία, διά την επιδίωξιν µιας αποζηµιώσεως, ενός ειδικού φόρου, ενισχυτικού της οργανώσεώς των, ενός νέ ου δανείου, ενός οικοδοµικού συνεταιρισµού. Ποίος Ελλην θα ηρνείτο να αποτελέση µέρος µιας τοιαύτης οργανώσεως, όταν ως ανταµοιβήν διά τας ολίγας ώρας της αναµονής εις τους υπουργικούς προθαλάµους θα ελάµβανε παρά του Κράτους ένα προνόµιον, µίαν καλήν αποζηµίωσιν, µίαν σύνταξιν, ή ένα ωραίον οικόπεδον;
Τα αποτελέσµατα της τροµεράς αυτής συνήθειας είναι δύο ειδών: Πρώτον, ότι το Ελληνικόν Κράτος χρεώνεται έως τον λαιµόν διά να κατορθώση να αντεπεξέλθη εις όλας αυτάς τας αξιώσεις και να ικανοποίηση όλας αυτάς τας ορέξεις, επιβαρύνει συνεχώς τον προϋπολογισµόν του µε µεγάλα κονδύλια και υπερφορτώνει την αγοράν της χώρας κατά τρόπον µοιραίως δήµιουργούντα οικονοµικήν κρίσιν. Αφ’ ετέρου, οι πολίται, κακοσυνηθίζοντες από την εξαιρετικήν αυτήν υποχωρητικότητα του Κράτους, εγκαταλείπουν τας παραγωγικάς των εργασίας διά να επιδίδωνται εις την ολιγώτερον κοπιαστικήν και περισσότερον κερδοφόρον εργασίαν της αναµονής εις τα Πολιτικά Γραφεία και τους υπουργικούς προθαλάµους. Υπάρχουν ήδη µυριάδες Ελλήνων που µόνον από κρατικάς επιχορηγήσεις, αποζηµιώσεις και επιδόµατα ζουν» .
Μπορεί αυτά να συνέβαιναν το 1929, αλλά η περιγραφή αποδίδει και το σήµερα. Η κατάρα της αποµύζησης του Κράτους από τους εκβιάζοντες και από τους υποκύπτοντες µετά τρόµου πολιτικούς µας είναι καταφανώς διαχρονική. Ας σηµειωθεί ότι το άρθρο αυτό της «Εστίας» εγράφη λόγω εκβιασµού σε βάρος της κυβερνήσεως από λεµβούχους και εισπράκτορες, αλλά ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αρνήθηκε να υποκύψει. Ωστόσο τις επόµενες εκλογές τις έχασε ο εθνάρχης και οδηγηθήκαµε βαθµιαία στη δικτατορία Μεταξά».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις