Πέντε φίλοι
Τρία χρόνια από το θάνατο του Μάνου Ελευθερίου
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
Με την ευκαιρία που συμπληρώνονται σε λίγες μέρες τρία χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Ελευθερίου, να θυμηθούμε πέντε φίλους – μαζί με τον ίδιο – που «αποχαιρετήσαμε» μέσα στη δεκαετία του 2010 και ο καθένας, με τον τρόπο του, άφησε το χνάρι του στη νεοελληνική γραμματεία – ένα χνάρι που όσο και αν το αισθάνεσαι να χάνει στο μέλλον κάτι λίγο ή πολύ από τη λάμψη που το συνόδευε, όσο ζούσαν οι ίδιοι, δεν μας γίνεται λιγότερο πολύτιμο. Με τον «χορό» της αναχώρησης να τον έχει ανοίξει τον Μάιο του 2011 ο Γιάννης Βαρβέρης και να τον έχουν συνεχίσει ο Μένης Κουμανταρέας τον Δεκέμβρη του 2014, ο Γιάννης Κοντός τον Γενάρη του 2015, ο Μάνος Ελευθερίου τον Ιούλιο του 2018 και ο Χριστόφορος Λιοντάκης τον Ιούλιο του 2019.
Δεν ξέρουμε κατά πόσο μια μελέτη του έργου τους θα αποκάλυπτε κοινές συνιστώσεςμ καθώς υπήρξανε για πολλά χρόνια στενοί φίλοι, το βέβαιο πάντως είναι πως είτε η φιλία τους τεκμηριώνεται με αφιερώσεις ποιημάτων του ενός για τον άλλον είτε με περιστατικά που έχουν λησμονηθεί, όπως το σχετικό με τη συγγραφή του αριστουργηματικού «Δυο φορές Ελληνες» του Μένη Κουμανταρέα, που οφείλεται, σύμφωνα με ομολογία του ίδιου, σε ένα απόκομμα εφημερίδας που του είχε εγχειρίσει ο Χριστόφορος Λιοντάκης, το βέβαιο είναι πως και οι πέντε συγκροτούσαν μια ατμόσφαιρα και ένα περιβάλλον που έκανε τον χώρο των γραμμάτων να αναδίνει μια οικειότητα και μια συγκίνηση σχεδόν μαγικές.
Αθεράπευτοι θιασώτες και οι πέντε του κειμένου που ολοκληρώνεται μόνο όταν γράφεται με το χέρι – αν εξαιρέσει κανείς τον Κουμανταρέα με την πανάρχαια γραφομηχανή του -, θα έλεγες πως αισθάνονταν την έμπνευσή τους να κινδυνεύει και το αίσθημά τους να αλλοιώνεται σε περίπτωση που χρησιμοποιούνταν τα πλήκτρα ενός υπολογιστή για την αποτύπωσή τους. Με συνέπεια ο αντικατεστημένος ή προκλητικός χαρακτήρας της συμπεριφοράς τους – στον καθένα τους με διαφορετικό τρόπο βέβαια – να μην έχει τίποτε το νεότευκτο ή το ψευδεπίγραφο, αλλά να αναγνωρίζεται το ίδιο βαθύς και πηγαίος όσο και η από αμνημονεύτων χρόνων καταγωγή του γεγονότος ότι γράφει κανείς με το χέρι του. Αν και τελείως διαφορετικές προσωπικότητες, αναγνωρίζονταν σχεδόν ισότιμοι όσον αφορά τη σπουδή και τη μαγεία που ασκούσε επάνω τους η σκοτεινή πλευρά της καθημερινότητας και παρά την εκλεκτικότητα των επιλογών τους, με προθυμία -εκτός από τον Βαρβέρη – συναγελάζονταν με τους πολλούς και η διεκδίκηση, σε σχέση με τα αιτήματα των μειοψηφιών, είτε επρόκειτο για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες είτε για τους ομοφυλόφιλους και τους πολιτικά εξόριστους, τους έβρισκε πάντα στην πρώτη γραμμή.
Αλλά ως απαρομοίαστους και μη συγκρίσιμους με οποιουσδήποτε άλλους συναδέλφους τους θα τους έκρινε κανείς σε σχέση με την ανάκληση ονομάτων συγγραφέων και καλλιτεχνών που τους είχαν ξεχάσει οι πάντες, αλλά συνιστούσαν τον επιούσιο άρτο του Βαρβέρη, του Κουμανταρέα, του Κοντού, του Ελευθερίου και του Λιοντάκη. Είτε είχαν υπάρξει αυτόπτες μάρτυρες είτε είχαν πληροφορηθεί τα περιστατικά της ζωής αυτών των δημιουργών, ο τρόπος που τα αφηγούνταν ήταν με το δέος που προκαλεί η ανάγνωση ενός απόκρυφου ευαγγελίου. Σάμπως και η εξιστόρησή τους από τους ίδιους να τα προόριζε για μια διάρκεια που δεν είχαν τολμήσει καν να τη σκεφτούν όσοι τα είχαν ζήσει και τα είχαν βιώσει με το πετσί τους. Με κορυφαίους στην ανασύσταση αυτής της άφαντης μνήμης τον Μάνο Ελευθερίου και τον Γιάννη Κοντό.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις