Όπως δεν όλοι οι άνθρωποι ίσοι στη ζωή, έτσι δεν είναι και ίσοι απέναντι στον θάνατο. Αυτή η αρχή επιβεβαιώθηκε δυστυχώς και στην πανδημία. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι μια μεγάλη έρευνα από τη Βρετανία που δείχνει με ποιον τρόπο οι διάφορες μορφές κοινωνικής ανισότητας επηρέασαν και την εξέλιξη της πανδημίας και είχαν ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι από τις πιο φτωχές περιοχές ή από μειονότητες να έχουν υψηλότερα ποσοστά θνητότητας σε σχέση με άλλες κατηγορίες του πληθυσμού

Η εμπειρία της πανδημίας στη Βρετανία

Η εμπειρία της πανδημίας ήταν ιδιαίτερα σκληρή για τη Βρετανία. Στο πρώτο κύμα είχαν 137.468 άνθρωποι νοσηλεύτηκαν για COVID-19 και υπήρξαν επιπλέον 58.824 θάνατοι, ενώ στο δεύτερο κύμα υπήρξαν 326.352 νοσηλείες για COVID-19 όπως και 96.763 επιπλέον θάνατοι. Ανάμεσα στις 33 χώρες του ΟΟΣΑ στο πρώτο κύμα η Βρετανία ήταν η τέταρτη χώρα ως προς τα ποσοστά της υπερβάλλουσας θνητότητα.

Τα ποσοστά θνητότητας στην Αγγλία ήταν 2 φορές πιο υψηλά στο 10% των πιο αποστερημένων περιοχές σε σχέση με τα αντίστοιχα σε αυτές με τα μικρότερα ποσοστά αποστέρησης. Η συσχέτιση αυτή ανισότητας και θνητότητας γίνεται ακόμη πιο έντονη εάν λάβουμε και άλλες παραμέτρους υπόψη μας: για παράδειγμα στην Αγγλία τα ποσοστά θνητότητας στους κάτω των 65 είναι 3,7 φορές υψηλότερα στις πιο αποστερημένες περιοχές σε σχέση με τις λιγότερο αποστερημένες.

Εργασίες υψηλού κινδύνου

Μια ανάλυση των στοιχείων για τα ποσοστά όσων μολύνθηκαν κατά την περίοδο πριν από την επιβολή του πρώτου λοκντάουν δείχνουν ποιες ήταν εξαρχής οι πιο εκτεθειμένες μορφές απασχόλησης. Στις γυναίκες ήταν οι θέσεις εργασίας στις υπηρεσίες φροντιδας, εστίασης κ.λπ όπως και οι θέσεις χειριστών σε εργοστάσια. Στους άντρες ήταν κυρίως σε όσους εργάζονται σε ανειδίκευτες θέσεις και σε θέσεις των υπηρεσιών φροντίδας και αναψυχής.

Η σημασία των υποκείμενων προβλημάτων υγείας

Η υπερβάλλουσα θνητότητα κατά το πρώτο κύμα ήταν υψηλότερο για τους ηλικιωμένους με το 41% όλων των θανάτων να είναι στις ηλικίες άνω των 85. Το ζήτημα είναι ότι η Μεγάλη Βρετανία έχει έναν γερασμένο πληθυσμό. Όμως, είχε περισσότερους θανάτους στους ηλικιωμένους συγκριτικά με άλλες χώρες ακόμη και όταν αυτές είχαν πιο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού άνω των 80. Η εκτίμηση είναι ότι στη Βρετανία η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση των υγιών ετών, κάτι που σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι ζουν περισσότερα χρόνια με σοβαρά προβλήματα υγείας, που ταυτόχρονα αποτελούν παράγοντες μεγαλύτερης ευαλωτότητας στον ιό. Αντίθετα, οι χώρες που είχαν μεγαλύτερη βελτίωση ως προς το προσδόκιμο υγιών ετών, είχαν χαμηλότερη θνητότητα από COVID-19.

Την ίδια στιγμή έχει ιδιαίτερη σημασία η συσχέτιση ανάμεσα σε υποκείμενα προβλήματα υγείας και τον κίνδυνο θανάτου από COVID-19. Για παράδειγμα  στη Βρετανία οι ενήλικες με διαβήτη έχουν 1,31-1,85 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα θανάτου. Το ίδιο ισχύει με την άνοια, την παχυσαρκία, τον καρκίνο, ασθένειες του αναπνευστικού, νεφρική ανεπάρκεια ή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Η Βρετανία είχε ταυτόχρονα το υψηλότερο ποσοστό παχύσαρκων ενηλίκων (27,8% του πληθυσμού το 2016) στην Ευρώπη και υψηλά ποσοστά άσθματος, ΧΑΠ, χρόνιων αναπνευστικών προβλημάτων και διαβήτη. Αντίστοιχα, υψηλότερα ποσοστά θνητότητας είχαν και οι ψυχικώς πάσχοντες.

Φτωχοί εργαζόμενοι σε κίνδυνο

Η Βρετανία είχε ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό θνητότητας στους κάτω των 65. Ως προς το αυτό μόνο η Βουλγαρία τα πήγε χειρότερα. Μάλιστα, το ποσοστό υπερβάλλουσας θνητότητας για την κατηγορία των 55-64 (και 45-64 για τη Σκωτία) ήταν υψηλότερο από ό,τι στην ηλικιακή κατηγορία 65-75.

Αυτό είχε να κάνει τόσο με υποκείμενα προβλήματα υγείας, όσο και με το βαθμό μεγαλύτερου κινδύνου έκθεσης στον ιό. Άνθρωποι που δεν μπορούσαν να εργαστούν από το σπίτι εξαιτίας της υφής της εργασίας είχαν υψηλότερα ποσοστά θνητότητας. Αυτό ήταν πιο έντονο σε κλάδους όπως η πρόνοια, η υγεία ή άλλες υπηρεσίες.

 

Κοινωνική αποστέρηση και κακή υγεία

Ήδη από πριν από την πανδημία οι γυναίκες που κατοικούσαν στο πιο αποστερημένο 10% των περιοχών ήταν ανέμεναν να ζήσουν 19 λιγότερα υγιή χρόνια ζωής σε σχέση με αυτές στο λιγότερο αποστερημένο 10%.

Για τους ανθρώπους που είναι κάτω των 65 το ποσοστό θνητότητας από COVID-19 στο 10% των πιο αποστερημένων περιοχών ήταν 3,7 φορές πιο υψηλό από αυτό στις λιγότερο αποστερημένες. Αυτό εν μέρει αντανακλά υποκείμενα προβλήματα υγείας. Οι άνθρωποι ηλικίας 50-69 στις πιο αποστερημένες περιοχές είχαν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν δύο ή περισσότερα χρόνια προβλήματα.

Την ίδια στιγμή σοβαρό πρόβλημα ήταν και ο οικιακός συνωστισμός (δηλαδή ο μεγάλος αριθμός ανθρώπων ανά νοικοκυριό) που σχετίζεται με τη φτώχεια και επίσης αυξάνει τον κίνδυνο για COVID-19 όπως και τη θνητότητα.

Ανισότητα στον εμβολιασμό

Ανισότητες καταγράφονται ακόμη και στους ρυθμούς εμβολιαστικής κάλυψης. Μόνο το 88% των ανθρώπων ηλικίας άνω των 50 είχαν κάνει μία δόση στις πιο φτωχές περιοχές, ενώ στις λιγότερο αποστερημένες περιοχές το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 95%.

Αντίστοιχα, ήταν υψηλότερο το ποσοστό εμβολιασμού των λευκών βρετανών έναντι των μειονοτήτων, ενώ άνισα αποτελέσματα καταγράφονται ανάλογα και με τον βαθμό γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

 

Μείωση της πρόσβασης σε ιατρικές υπηρεσίες

Η έρευνα επίσης αποτυπώνει και τις επιπτώσεις της πανδημίας συνολικά στις υπηρεσίες υγείας. Στη Βρετανία ειδικά την άνοιξη του 2020 καταγράφηκε μεγάλη μείωση των επισκέψεων στους γενικούς γιατρούς (τους GP που είναι η βασική πρώτη επαφή με το σύστημα υγείας). Το πρόβλημα ήταν πιο μεγάλο σε ηλικίες και κατηγορίες που είτε χρειάζονταν άμεση επαφή με το γιατρό ή δεν ήταν εξοικειωμένη με τις ψηφιακές εξ αποστάσεως διαδικασίες. Μεγάλη ήταν η μείωση των επισκέψεων ασθενών με υπόνοια καρκίνου σε ειδικευμένους γιατρούς, ιδίως την άνοιξη του 2020, όπως και εκείνη την περίοδο και οι θεραπείες, ποσοστά που ανέκαμψαν αργότερα. Ακόμη κι έτσι υπάρχει ανησυχία για το ενδεχόμενο καθυστερημένων διαγνώσεων που σε ορισμένους καρκίνους μειώνουν σημαντικά το προσδόκιμο επιβίωσης.

Πέραν αυτών υπήρξαν και επιδείνωση άλλων προβλημάτων. Παρότι το κάπνισμα μειώθηκε και η κατανάλωση αλκοόλ έμεινε συνολικά στα ίδια επίπεδα, εντούτοις καταγράφηκε η μείωση του καπνίσματος κυρίως αφορούσε όσους δεν κάπνιζαν πολύ, ενώ όσοι κατανάλωναν ήδη υψηλές ποσότητες αλκοόλ στη διάρκεια της πανδημίας αύξησαν την κατανάλωση.

Ποιες κατηγορίες επλήγησαν περισσότερο

Οι επιπτώσεις της πανδημίας είναι εξαιρετικά άνισα κατανεμημένες στις διάφορες κατηγορίες και ομάδες. Στη διάρκεια του πρώτου κύματος οι μαύροι αφρικανικής καταγωγής είχαν 3,7 φορές υψηλότερη πιθανότητα θανάτου από COVID-19 σε σχέση με τους λευκούς. Στο δεύτερο κύμα της πανδημίας ήταν άντρες με καταγωγή από το Μπαγκλαντές που είχαν 5 φορές υψηλότερη πιθανότητα θανάτου από COVID-19 σε σχέση με τους λευκούς άντρες. Στο πρώτο κύμα της πανδημίας μία από τις κατηγορίες που είχε πολύ υψηλά ποσοστά θνητότητας ήταν όσοι έμεναν σε γηροκομεία (που αντιπροσωπεύουν το 40%), ενώ 6 στους 10 ανθρώπους που πέθαναν από COVID-19 ανάμεσα στον Ιανουάριο και τον Νοέμβριο του 2020 είχαν κάποια αναπηρία. Ως προς τις ευρύτερες επιπτώσεις της πανδημίας, οι περισσότερες μειονότητες είχαν μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος σε σχέση με τους λευκούς βρετανούς, ενώ ως προς την απώλεια θέσεων εργασίας περισσότερο επλήγησαν οι νέοι, καθώς τον Ιανουάριο του 2021 σχεδόν ένας στους πέντε νέους 18-24 που είχε εργασία πριν από την πανδημία εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ανεργία. Παράλληλα, μετά τον πρώτο μήνα του λοκντάουν 2 εκατομμύρια παιδιά είχαν βιώσει διατροφική ανασφάλεια και το ένα τρίτο των παιδιών που δικαιούνταν δωρεάν γεύματα στο σχολείο δεν ελάμβαναν κάποιο υποκατάστατό τους.

Το παράδειγμα του Μάντσεστερ

Ανάλογα είναι και τα συμπεράσματα μιας έκθεσης που έγινε υπό την ευθύνη του Σερ Μάικλ Μάρμοτ, ενός από τους πιο σημαντικούς ειδικούς σε θέματα δημόσιας υγείας και κοινωνικών προσδιορισμών της υγείας παγκοσμίως, για την μητροπολιτική περιοχή του Μάντσεστερ. Η έκθεση έδειξε ότι η θνητότητα από COVID-19 στην μητροπολιτική περιοχή του Μάντσεστερ ήταν 25% υψηλότερη από τον μέσο όρο της Αγγλίας. Στο εσωτερικό της περιοχής αυτής επίσης υπήρχαν ανισότητες με τις πιο αποστερημένες περιοχές να έχουν 2,3 υψηλότερο ποσοστό θνητότητας από COVID-19 σε σύγκριση με τις λιγότερο αποστερημένες, όπως και σημαντικές διαφορές ως προς το προσδόκιμο επιβίωσης.

Η πανδημία της ανισότητας

Όλα αυτά έρχονται να επιβεβαιώσουν για άλλη μια φορά ότι η υγεία είναι μια υπόθεση κοινωνική. Οι κοινωνικές ανισότητες, οι διαφορετικές συνθήκες εργασίας, οι διαφορετικές οικιστικές συνθήκες, οι διαφορετικοί βαθμοί πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας αποτυπώνονται και σε άνισο κίνδυνο μέσα στην πανδημία. Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια για μικρότερες ανισότητες, λιγότερη επισφάλεια, μεγαλύτερη κοινωνική προστασία είναι και τρόπος για να μπορέσουμε μεσοπρόθεσμα να έχουμε καλύτερη υγεία.