Φορολογικές δηλώσεις: Πότε και πώς αμφισβητούνται τα τεκμήρια διαβίωσης
Πότε μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο το ετήσιο συνολικό ποσό της αντικειμενικής δαπάνης διαβίωσης που προκύπτει από την κύρια και τις δευτερεύουσες κατοικίες, καθώς και αυτό που προσδιορίστηκε στους Κωδικούς 707-770 και 851-858
Βρισκόμαστε στην αρχή των δηλώσεων παρά το γεγονός ότι το σύστημα έχει ανοίξει από τις 27 Μαΐου, αφού μόλις στις 7.7 αναρτήθηκαν τα ποσά των ενισχύσεων για τους επιστήμονες, αλλά και τα ποσά των αποζημιώσεων ειδικού σκοπού που έλαβαν οι εργαζόμενοι λόγω COVID-19, και αυτά σε πολλές περιπτώσεις λανθασμένα. Αν αυτό θα παίξει σημαντικό ή όχι ρόλο στην παράταση των δηλώσεων, δεν γνωρίζουμε ακόμα, ένα είναι όμως σίγουρο, ότι οι λογιστές θα δώσουμε μαζικά μάχη για αυτό. Αυτά τα αιτήματα θα δημοσιοποιούμε και εμείς από εδώ, την φιλόξενη τούτη στήλη.
Μαχητή αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης
Το ετήσιο συνολικό ποσό της αντικειμενικής δαπάνης διαβίωσης που προκύπτει από την κύρια και τις δευτερεύουσες κατοικίες, καθώς και αυτό που προσδιορίστηκε στους Κωδικούς 707-770 και 851-858 μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο όταν η πραγματική δαπάνη του φορολογουμένου και των μελών που τον βαρύνουν είναι μικρότερη από την αντικειμενική δαπάνη, όπως αποδεικνύεται από τον υπόχρεο με βάση πραγματικά περιστατικά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Εξαιρέσεις από την εφαρμογή των αντικειμενικών δαπανών και δαπανών απόκτησης περιουσιακών στοιχείων
Η επίκληση των περιστατικών αυτών μπορεί να γίνει μόνο από τους υπόχρεους οι οποίοι:
α) Υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία τους στις Ένοπλες Δυνάμεις.
β) Είναι φυλακισμένοι.
γ) Νοσηλεύονται σε νοσοκομείο ή κλινική.
δ) Είναι άνεργοι και για το χρονικό διάστημα που δικαιούνται βοήθημα ανεργίας.
ε) Συγκατοικούν με συγγενείς πρώτου βαθμού και έχουν μειωμένες δαπάνες διαβίωσης, γιατί αποδεικνύεται ότι στις δαπάνες συμβάλλουν οι συγγενείς αυτοί οι οποίοι πραγματοποιούν εισόδημα από εμφανείς πηγές.
στ) Είναι ορφανοί ανήλικοι, οι οποίοι έχουν στην κυριότητά τους επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, από κληρονομιά του πατέρα ή της μητέρας τους.
ζ) Προσκομίζουν στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι από γεγονότα ανώτερης βίας πραγματοποίησαν δαπάνη μικρότερη από την αντικειμενική.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν έχει πληρωθεί για έναν ολόκληρο χρόνο από την εργασία του και δεν έχει κανένα άλλο εισόδημα ούτε αυτός ούτε η σύζυγός του, τότε το ποσό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτει από την ιδιοκτησία Ι.Χ. αυτοκινήτου αμφισβητείται και δεν υπολογίζεται.
Όταν συντρέχει μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές, ο φορολογούμενος υποχρεούται να υποβάλει μαζί με τη δήλωσή του και τα αναγκαία δικαιολογητικά για την απόδειξη των ισχυρισμών του. Η Φορολογική Διοίκηση ελέγχει την αλήθεια των ισχυρισμών και την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων του φορολογουμένου και μειώνει ανάλογα την ετήσια αντικειμενική δαπάνη, στην οποία αναφέρονται οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά στοιχεία.
Στις πιο πάνω α’ και ε’ περιπτώσεις, η διαφορά μεταξύ της αντικειμενικής και της πραγματικής δαπάνης διαβίωσης λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής αντικειμενικής δαπάνης του γονέα ή του τέκνου που συμβάλλει στις δαπάνες διαβίωσης του υποχρέου.
Αν πρόκειται για τους γονείς, η διαφορά αντικειμενικής δαπάνης καταλογίζεται σε εκείνον που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα.
Αναφορικά με τα παραπάνω διευκρινίζονται τα εξής:
α) Στην περίπτωση των φορολογουμένων που υπηρετούν την στρατιωτική τους θητεία δεν περιλαμβάνονται οι μόνιμοι αξιωματικοί (π.χ. οπλίτες, έφεδροι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί). H δυνατότητα επίκλησης μικρότερης τεκμαρτής δαπάνης δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη εισοδήματος ή όχι ή από τον τόπο όπου υπηρετεί τη θητεία του ο στρατευμένος.
β) Οι υπόχρεοι σε δήλωση οι οποίοι είναι άνεργοι πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο των μακροχρόνια ανέργων του ΟΑΕΔ ή να λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω οργανισμό καθώς και από άλλα ταμεία (π.χ. NAT). Επιπλέον, να μην έχουν κατά τη χρήση 2020 πραγματικά εισοδήματα άλλης πηγής. Στην έννοια του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνονται τα τεκμαρτά εισοδήματα.
Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση δεν αρκεί να συντρέχει μία από τις πιο πάνω περιπτώσεις για να αμφισβητηθεί η αντικειμενική δαπάνη, αλλά πρέπει και ο φορολογούμενος σε κάθε περίπτωση να αποδείξει ότι δεν πραγματοποίησε ή πραγματοποίησε μειωμένη δαπάνη, θέμα πραγματικό το οποίο ανάγεται στην εξελεγκτική αρμοδιότητα του προϊσταμένου της αρμόδιας ΔΟΥ. Σε περίπτωση που η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά τότε ο φορολογούμενος μαζί με το εκκαθαριστικό του οικείου οικονομικού έτους και τα απαραίτητα δικαιολογητικά που θα επικαλεσθεί μπορεί να μεταβεί στην αρμόδια ΔΟΥ προκειμένου ν’ αμφισβητήσει τα ποσά της αντικειμενικής δαπάνης διαβίωσης. Διαφορετικά σε περίπτωση χειρόγραφης υποβολής της δήλωσης ο φορολογούμενος έχει υποχρέωση να υποβάλλει μαζί με τη δήλωσή του και τα αναγκαία δικαιολογητικά. O προϊστάμενος της ΔΟΥ ελέγχει την αλήθεια των ισχυρισμών και την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων του φορολογουμένου και μειώνει ανάλογα την ετήσια αντικειμενική δαπάνη, στην οποία αναφέρονται οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς επίσης μπορεί και να απορρίψει αιτιολογημένα το μαχητό τεκμήριο. Όταν η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά και ο προϊστάμενος της ΔΟΥ αφού ελέγξει τα προσκομιζόμενα δικαιολογητικά, μειώσει ανάλογα την αντικειμενική δαπάνη, θα προβεί σε νέα εκκαθάριση της δήλωσης.
Τέλος, σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν τη μείωση ή το μη υπολογισμό και την αμφισβήτηση των αντικειμενικών δαπανών διαβίωσης το ζήτημα είναι πραγματικό και ανάγεται στην εξελεγκτική αρμοδιότητα του προϊσταμένου της ΔΟΥ και σε περίπτωση αμφισβήτησης στην κρίση των Διοικητικών Δικαστηρίων.
Προσαύξηση φορολογητέου εισοδήματος με τη διαφορά λόγω αντικειμενικών δαπανών διαβίωσης και δαπανών απόκτησης
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 34 του ΚΦΕ η διαφορά μεταξύ του συνολικού εισοδήματος που δηλώθηκε από τον φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα εξαρτώμενα μέλη και του τεκμαρτού εισοδήματος των άρθρων 31 και 32, φορολογείται κατά περίπτωση με:
α) Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 15, δηλαδή με την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων έχοντας και το ανάλογο αφορολόγητο, εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από μισθωτή εργασία ή/και συντάξεις ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή δεν υπάρχει εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχει εισόδημα μόνο από κεφάλαιο ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό του εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των εννιά χιλιάδων πεντακοσίων (9.500) ευρώ.
β) Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 29, δηλαδή με την ίδια κλίμακα αλλά χωρίς το αφορολόγητο , μιας και τα εισοδήματα από εμπορική δραστηριότητα δεν έχουν αφορολόγητο, εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από επιχειρηματική δραστηριότητα ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του δεν προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
γ) Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 29, δηλαδή με την ίδια κλίμακα αλλά χωρίς το αφορολόγητο , εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από ατομική αγροτική επιχείρηση ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από ατομική αγροτική επιχείρηση.
δ) Σύμφωνα με την κλίμακα της παρ. 1 του άρθρου 15, δηλαδή με την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων έχοντας και το ανάλογο αφορολόγητο, εφόσον ο φορολογούμενος είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ).
Διευκρινίζεται ότι αν ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από περισσότερες της μίας κατηγορίας εισοδήματος και υπάρχει ισότητα μεταξύ τους τότε η διαφορά μεταξύ συνολικού εισοδήματος και αντικειμενικών δαπανών απόκτησης και διαβίωσης φορολογείται με τη φορολογική κλίμακα της παρ. 1 άρθρου 15 του ΚΦΕ, δηλαδή με την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων έχοντας και το ανάλογο αφορολόγητο.
Προσοχή: Κωδικοί 327-328:
Οι κωδικοί αυτοί συμπληρώνονται από όσους φορολογούμενους υποβάλλουν δήλωση με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα για πρώτη φορά, προκειμένου να υπολογιστεί η προκαταβολή μειωμένη κατά 50%. Περιορίζεται η προκαταβολή στο μισό σε όσους αναγράφουν για πρώτη φορά εισοδήματα, ημεδαπής ή αλλοδαπής προέλευσης από επιχειρηματική δραστηριότητα, στους υποπίνακες Γ1 και Γ2 του Εντύπου Ε1. Πιο συγκεκριμένα, περιορίζεται στο μισό, σε όσους δηλώσουν για πρώτη φορά εισόδημα αγροτικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας υπόχρεων σε υποβολή Εντύπου Ε3 (φυσικά πρόσωπα με έναρξη στο μητρώο), εισόδημα επιχειρηματικής δραστηριότητας μη υπόχρεων σε υποβολή Εντύπου Ε3 (φυσικά πρόσωπα χωρίς έναρξη στο μητρώο, μη επιτηδευματίες, όπως δημόσιοι υπάλληλοι αυτοεκδότες βιβλίων ή εισηγητές σεμιναρίων), καθώς επίσης και εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 21 του ΚΦΕ (φυσικά πρόσωπα που έχουν πραγματοποιήσει μεμονωμένη πράξη με σκοπό την επίτευξη κέρδους ή συστηματική διενέργεια πράξεων, τρεις ομοειδείς, κ.λπ.). Ομοίως, περιορίζεται η προκαταβολή στο μισό και όταν προκύπτει για πρώτη φορά προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, η οποία φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Προσδιορισμός του εισοδήματος συζύγων με βάση τις διατάξεις των παρ. 1 έως 3 του άρθρου 34 του ΚΦΕ
Αν και οι δύο σύζυγοι έχουν τεκμαρτή δαπάνη, η οποία συνολικά και για τους δύο συζύγους υπερβαίνει το φορολογούμενο εισόδημα, στην περίπτωση που η συνολική δαπάνη του ενός συζύγου είναι μεγαλύτερη από το εισόδημα που δηλώθηκε από αυτόν και τα εξαρτώμενα μέλη του και η διαφορά που προκύπτει δεν καλύπτεται με τα ποσά της παρ. 2 του άρθρου 34 του ΚΦΕ που δηλώνονται από τον ίδιο σύζυγο, τότε η διαφορά αυτή ή το υπόλοιπο αυτής μπορεί να καλυφθεί με τα ποσά της ίδιας παρ. 2 του άλλου συζύγου. Όταν και στους δύο συζύγους η διαφορά δεν καλύπτεται, τότε για τον καθένα σύζυγο λαμβάνεται υπόψη η διαφορά που προκύπτει από τις δαπάνες του.
Σε περίπτωση χωριστών δηλώσεων συζύγων, για την κάλυψη ή τον περιορισμό της διαφοράς που προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 34 του Ν.4172/2013, λαμβάνονται υπόψη τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτά δηλώνονται από τον κάθε σύζυγο χωριστά. Οι αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες του άρθρου 31 του ΚΦΕ, καθώς και οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 32 που αφορούν τον κάθε σύζυγο βαρύνουν αυτόν ατομικά, ενώ για τα ανήλικα εξαρτώμενα μέλη τους εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 11, δηλαδή κατά το έτος υποβολής χωριστής δήλωσης των συζύγων, το εισόδημα των ανήλικων τέκνων, για το οποίο δεν έχουν δική τους φορολογική υποχρέωση, προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομά του. Αν οι γονείς έχουν ίσο ποσό συνολικού εισοδήματος, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στο εισόδημα του πατέρα και φορολογείται στο όνομά του. Σε περίπτωση που ένας εκ των γονέων έχει τη γονική μέριμνα, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα αυτού. Η ρύθμιση αυτή ισχύει και για τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης.
Αλωνιάτης Απόστολος
Οικονομολόγος – φοροτεχνικός, Α’ Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών & Φορολογικών Μελετών (Ι.Ο.ΦΟ.Μ), Σύμβουλος Διοίκησης της PROSVASIS AEBE και συγγραφέας.
Πηγή: ΟΤ
- Εμμανουήλ Κριαράς: Πολιτικό θάρρος
- Κομισιόν για Ελλάδα: Ανάπτυξη 2,1% και πληθωρισμός 3% το 2024 – Πόσο θα μειωθεί το χρέος έως το 2026
- Κακοκαιρία Alexandros: Σύσκεψη στην Πολιτική Προστασία ενόψει των επικίνδυνων καιρικών φαινομένων
- Πολυτεχνείο: Ποιοι σταθμοί του μετρό θα κλείσουν την Κυριακή
- Κιμ Καρντάσιαν: Σαν μια άλλη «Σοφία Λόρεν» ποζάρει για την νέα της συνεργασία με τους Dolce & Gabbana
- Live streaming: Η έκτακτη συνέντευξη Τύπου του Λουτσέσκου