Ενα θαύμα στην Αθήνα
Η έκθεση του Μπενάκη για το 1821 είναι διεθνούς επιπέδου. Από κάθε πλευρά, ποιότητας και ποσότητας υλικού, οργάνωσης και αφήγησης, κειμένων και βίντεο, είναι μια έκθεση αντάξια των ανάλογων που θα περίμενα να δω (ή έχω δει στο παρελθόν) στο Λονδίνο ή το Βερολίνο. Θα ήταν υπέροχο, σκέφτομαι, αν θα μπορούσε να μεταφερθεί αργότερα και στο εξωτερικό
- Ένας απρόσμενος επισκέπτης: Κουκουβάγια «προσγειώθηκε» στην κορυφή χριστουγεννιάτικου δέντρου
- Χάκερ της φωτοσύνθεσης δημιούργησαν την πατάτα της κλιματικής αλλαγής
- «Mr Everyman»: Οι 51 άνδρες που καταδικάστηκαν για τους βιασμούς της Ζιζέλ - Γιατί τους ονόμασαν έτσι;
- Νέα επιδείνωση του καιρού με καταιγίδες, θυελλώδεις ανέμους και χιόνια
«Μεσ’ στην καρδιά των Αθηνών, μεσ’ στην καρδιά του θέρους», που λέει ο ποιητής, ανακάλυψα ένα κρυμμένο θαύμα. Κρυμμένο, για να κυριολεκτούμε, δεν είναι – ο χαρακτηρισμός αντανακλά τη δική μου άγνοια. Η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, στην Πειραιώς, «1821 πριν και μετά» εγκαινιάστηκε μετά βαΐων και κλάδων, δεν αμφιβάλλω ότι προβλήθηκε δεόντως από τα ΜΜΕ – απλώς, εμένα όλα αυτά μου είχαν διαφύγει και ανακάλυψα την έκθεση σαν τουρίστας στην πόλη μου, το περασμένο Σάββατο.
Κρυμμένο δεν είναι, είπαμε· όμως η έκθεση είναι ένα θαύμα, από αυτά που σου συμβαίνουν απροειδοποίητα ένα μεσημέρι του Ιουλίου και σε κάνουν να νιώθεις περήφανος για τη χώρα σου. Η έκθεση του Μπενάκη για το 1821 είναι διεθνούς επιπέδου. Από κάθε πλευρά, ποιότητας και ποσότητας υλικού, οργάνωσης και αφήγησης, κειμένων και βίντεο, είναι μια έκθεση αντάξια των ανάλογων που θα περίμενα να δω (ή έχω δει στο παρελθόν) στο Λονδίνο ή το Βερολίνο. Θα ήταν υπέροχο, σκέφτομαι, αν θα μπορούσε να μεταφερθεί αργότερα και στο εξωτερικό.
Η έκθεση είναι χωρισμένη σε τρεις ενότητες, όπως λέει και ο τίτλος της (πριν, μετά και κατά την Επανάσταση), κάθε μία των οποίων καταλαμβάνει έναν ολόκληρο όροφο στο κτιρίο του μουσείου, ξεκινώντας από τον τρίτο. Αυτό είναι το μόνο περίεργο στο οποίο κόλλησα. Αντισταθμίζεται όμως από την ευκαιρία που σου δίνει η ανάβαση να θαυμάσεις τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του κτιρίου, ο οποίος επιτρέπει στο εσωτερικό να φωτίζεται άπλετα από τον μεσημβρινό ήλιο, χωρίς να καίγεται από τις ακτίνες του. Επίσης, η έκθεση πραγματεύεται τρία διαφορετικά επίπεδα της ιστορίας συγχρόνως, το πολιτισμικό, το καλλιτεχνικό και το ιστορικό, και το πετυχαίνει με έναν πλούτο εκθεμάτων που εντυπωσιάζει. Αναρωτιέσαι πού και πώς βρέθηκαν τόσα αυθεντικά τεκμήρια της εποχής, από τη σκηνή του Δράμαλη (όχι ολόκληρη, ένα κομμάτι της, που η οικογένεια Κολοκοτρώνη είχε φυλάξει και μετατρέψει σε «σεμεδάκι» της εποχής) μέχρι την πένα με την οποία ο Οθων υπέγραψε – τι ακριβώς δεν θυμάμαι, κάτι σπουδαίο οπωσδήποτε που του έδωσαν όταν έφθασε…
Οπως κάθε εφικτό θαύμα, η έκθεση «1821 πριν και μετά» δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Πέντε χρόνια χρειάστηκε η προετοιμασία της και, όπως σημειώνει η Ειρήνη Γερουλάνου στην εισαγωγή του καταλόγου, το αποτέλεσμα οφείλεται στους επιμελητές των πολύτιμων συλλογών του Μουσείου, Τάσο Σακελλαρόπουλο και Μαρία Δημητριάδου, καθώς και στον επιστημονικό διευθυντή του μουσείου Γιώργη Μαγγίνη. Νομίζω ότι ο Αντώνης Μπενάκης θα ήταν ικανοποιημένος αν μπορούσε να δει τους καρπούς του σπόρου που φύτεψε.
Ισως τα 15 ευρώ του εισιτηρίου είναι πολλά (μια τετραμελής οικογένεια χρειάζεται 60), αλλά αξίζουν σε κάθε περίπτωση για αυτό που αγοράζεις. Ο κλιματισμός του κτιρίου είναι άψογος και ο φωτισμός της έκθεσης όπως πρέπει υποβλητικός και κατάλληλος για να αναδεικνύει την υφή των αντικειμένων, αλλά και επαρκής για έναν μύωπα που χρειάζεται να σκύβει για να διαβάσει τις επιγραφές. Ο κατάλογος, στην τιμή των 45 ευρώ, είναι ακριβός, αλλά πρόκειται για σπουδαία έκδοση, απαραίτητη για κάθε σοβαρό ερασιτέχνη της Ιστορίας. (Επίσης βιβλιοδετημένο με τρόπο που κάνει στ’ αλήθεια εύχρηστο έναν τόμο – αγκωνάρι των 1.200 σελίδων…)
Μέσα σε όλα αυτά, υπήρχε και ένα γλυκόπικρο συναίσθημα για μένα το περασμένο Σάββατο, διότι ήμουν ολονόναχος. Εκτός από εμένα, τα μόνα άλλα όντα τα οποία συνάντησα στη μιάμιση ώρα που περιηγήθηκα την έκθεση, ήσαν οι πάντα ευπρεπέστατοι υπάλληλοι του μουσείου – μιλώ, εννοείται, για όντα ορατά δια γυμνού οφθαλμού, διότι δεν αμφιβάλλω ότι υπάρχουν και τα αόρατα. Η αλήθεια είναι ότι είχα διαλέξει ειδικά τη μέρα και την ώρα (Σάββατο μεσημέρι, την ώρα του φαγητού) ακριβώς για να αποφύγω την πολυκοσμία. Ομως τελείως μόνος, σε ένα μουσείο που λειτουργεί σαν ρολόι μόνο για χάρη σου, είναι κάπως αλλόκοτη αίσθηση. Νιώθεις σαν να βαδίζεις μέσα σε όνειρο ή μία ταινία. Εφυγα από την έκθεση με το αίσθημα της ικανοποίησης ότι, αν κάποιοι στην Ελλάδα μπορούν να στήσουν τέτοια έκθεση, άξιζε τον κόπο η ταλαιπωρία των τελευταίων διακοσίων χρόνων…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις