Ένα πρόσφατο ρεπορτάζ στην εφημερίδα New York Times ήρθε να υπογραμμίσει πώς η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά το ζήτημα των pushbacks στο Αιγαίο και να προβάλει την εικόνα ότι αυτή υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Το ρεπορτάζ αυτό, που είχε γίνει με τη διευκόλυνση των τουρκικών αρχών, αναφερόταν σε περιπτώσεις επαναπροώθησης (pushback) αιτούντων άσυλο από την Ελλάδα πίσω στην Τουρκία. Περιλάμβανε μαρτυρίες προσφύγων, με ορισμένους να αναφέρονται σε επανειλημμένα περιστατικά pushbacks από το Λιμενικό Σώμα αλλά και στελεχών του τουρκικού λιμενικού και αναφερόταν στην εξέλιξη του όλου ζητήματος τους τελευταίους μήνες. Περιλάμβανε, επίσης, δηλώσεις εκπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης που επέμειναν ότι παρά τις σχετικές καταγγελίες η Ελλάδα δεν έχει παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως τα ορίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι καταγγελίες των ανθρωπιστικών οργανώσεων

Οι ανθρωπιστικές οργανώσεις από τη μεριά τους επιμένουν εδώ και καιρό ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό, ότι οι καταγγελίες που έχουν γίνει προσφέρουν επαρκείς αποδείξεις για τη στάση των ελληνικών αρχών και ότι τα pushbacks και οι παράνομες επαναπροωθήσεις αποτελούν πρακτική στην οποία επιδίδονται οι ελληνικές αρχές.

Η πιο πρόσφατη συνολική τέτοια έκθεση έγινε από τη Διεθνή Αμνηστία, σε συνέχεια προηγούμενων εκθέσεων και περιλαμβάνει αναλυτικά στοιχεία και μαρτυρίες για αυθαίρετες μορφές κράτησης, για κακομεταχείριση, για βία και απειλές. Επικεντρώνει στις επαναπροωθήσεις που γίνονται στην ξηρά (δηλαδή περιπτώσεις ανθρώπων που συνελήφθησαν στο ελληνικό έδαφος και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν πέραν από τον ποταμό Έβρο στην Τουρκίας).

Όπως υποστηρίζει η έκθεση: «Τον Απρίλιο του 2020 η Διεθνής Αμνηστία και πολλοί άλλοι/ες τεκμηρίωσαν πώς, εν μέσω κλιμακούμενων πολιτικών εντάσεων με την Τουρκία, η Ελλάδα χρησιμοποίησε συστηματικά «επαναπροωθήσεις» και διέπραξε άλλες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να αποτρέψει ανθρώπους να εισέλθουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μήνες αργότερα, οι επαναπροωθήσεις συνέχισαν να καταπατούν σε τακτική βάση τα δικαιώματα μεταναστών/ριών και προσφύγων, παρά τις συστηματικές διαψεύσεις εκ μέρους των αξιωματούχων και χάρη σε ένα κλίμα ατιμωρησίας. Αυτή η έρευνα τεκμηριώνει 21 νέα περιστατικά επαναπροωθήσεων και άλλες παραβιάσεις που συνέβησαν μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου 2020, με βάση τις μαρτυρίες 16 ατόμων. Η έκθεση αποδεικνύει –μέσα από τα όσα βίωσαν οι μάρτυρες και καθώς έρχεται να προστεθεί σε ένα σύνολο αδιάσειστων στοιχείων από διεθνή όργανα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και από δημοσιογράφους– τη συνεχή, συστηματική χρήση αυτών των βάναυσων τακτικών από την Ελλάδα ως μια εδραιωμένη μέθοδο ελέγχου των συνόρων στην ξηρά και στη θάλασσα. Η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας αναδεικνύει τη συχνότητα και την ομοιότητα των μοτίβων παραβιάσεων και επικεντρώνεται πρωτίστως στα χερσαία σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας (στην περιοχή του Έβρου).»

Παραβιάσεις και από την Τουρκία

Η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας υπογραμμίζει ότι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων γίνονται και από την τουρκική πλευρά: «Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί ότι η Τουρκία επίσης παραβίασε τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών/ριών στα σύνορα και τους/τις εξέθεσε σε κινδύνους. Η οργάνωση άκουσε τις μαρτυρίες ανθρώπων οι οποίοι δήλωσαν ότι καθώς επέστρεφαν από την Ελλάδα στην Τουρκία μέσω του ποταμού Έβρου, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων μετά από επαναπροωθήσεις από την Ελλάδα, αντιμετώπισαν Τούρκους «ένστολους» που τους εξανάγκασαν ή επιχείρησαν να τους εξαναγκάσουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα ή σε μια νησίδα στον ποταμό. Στις νησίδες, σε κάποιες περιπτώσεις, οι τουρκικές αρχές φέρονται να αρνήθηκαν να διασώσουν άμεσα άτομα ή να τους επιτρέψουν να πατήσουν στην ξηρά. Σε μια περίπτωση, η Διεθνής Αμνηστία άκουσε ισχυρισμούς ότι μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων πολλών μικρών παιδιών, κρατήθηκε αυθαίρετα σε μια τουρκική «στρατιωτική βάση», αφότου είχε επαναπροωθηθεί από την Ελλάδα, και οι στρατιωτικοί που επάνδρωναν τη βάση επιχείρησαν να εξαναγκάσουν κάποια από τα άτομα της ομάδας να επιστρέψουν στην αντίπερα όχθη του ποταμού.»

 

Η ανησυχία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες 

Την ανησυχία της για τις περιπτώσεις επαναπροωθήσεων στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα της Ευρώπης έχει εκφράσει και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και έχει καλέσει τα ευρωπαϊκά κράτη να διερευνήσουν τις καταγγελίες και να σταματήσουν αυτές τις πρακτικές.

«Η Ύπατη Αρμοστεία λαμβάνει μεγάλο όγκο αναφορών ότι ορισμένα Ευρωπαϊκά κράτη περιορίζουν την πρόσβαση στο άσυλο, επιστρέφουν ανθρώπους αφού έχουν φτάσει στο έδαφος ή τα χωρικά τους ύδατα και κάνουν χρήση βίας εναντίον τους στα σύνορα», εόχε δηλώσει τον περασμένο Ιανουάριο ε η Βοηθός Ύπατη Αρμοστής σε θέματα Προστασίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Gillian Triggs, για να συμπληρώσει:  «Οι άτυπες αναγκαστικές επιστροφές (pushbacks) διεξάγονται με έναν βίαιο και προφανώς συστηματικό τρόπο. Βάρκες με πρόσφυγες σπρώχνονται πίσω στο νερό. Άνθρωποι, που έχουν αποβιβαστεί στην ξηρά, παραλαμβάνονται και μετά προωθούνται πίσω στη θάλασσα. Ακόμα, πολλοί αναφέρουν χρήση βίας και κακομεταχείριση από τις κρατικές δυνάμεις.»

© UNHCR/Achilleas Zavallis

Η Frontex έχει αποτύχει να υπερασπιστεί θεμελιώδη δικαιώματα

Στο επίκεντρο των επικρίσεων έχει βρεθεί η FRONTEX καθώς έχει κατηγορηθεί ότι ανέχεται ή εμπλέκεται στις παράνομες επαναπροωθήσεις. Πρόσφατα δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση της Frontex Scrutiny Working Group, μιας ειδικής ομάδας ελέγχου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου  σε σχέση με αυτές τις καταγγελίες.

Η έκθεση δεν αποδίδει ευθεία εμπλοκή της Frontex σε παράνομες επαναπροωθήσεις, κάτι που εξηγεί και γιατί ο οργανισμός χαιρέτησε την έκθεση. Όμως, επισημαίνει ότι υπάρχει πραγματικό ζήτημα για το ότι η Frontex απέτυχε να αντιμετωπίσει και να παρακολουθήσει τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έκαναν κράτη μέλη, κάτι που ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι όντως υπάρχει πρόβλημα με τις παράνομες επαναπροωθήσεις και τα pushbacks στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται ότι γίνονται επαναπροωθήσεις

Παρά τον όγκο καταγγελιών και τις εκθέσεις των διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων, η επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης παραμένει ότι δεν γίνονται παράνομες επαναπροωθήσεις. Τον τόνο έδωσε πρόσφατα δήλωση του αρμόδιου υπουργού κ. Νότη Μηταράκη:

«Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να προστατεύσει τα σύνορά της και θα συνεχίσει να το πράττει, καθώς είναι ευθύνη κάθε κυρίαρχου κράτους, σύμφωνα με την ΕΕ και το Διεθνές Δίκαιο. Έχουμε κάθε δικαίωμα να ανακόπτουμε τέτοιες διελεύσεις σύμφωνα με τον Κανονισμό 656/14 της ΕΕ.

Η Ελλάδα δεν θέλει να είναι η πύλη προς την Ευρώπη για τα δίκτυα λαθρεμπόρων. Η απόπειρα τέτοιων διελεύσεων είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και όσοι πραγματοποιούν τέτοια ταξίδια ενθαρρύνονται, διευκολύνονται και γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από αδίστακτες εγκληματικές ομάδες που πρέπει να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους.

Η Τουρκία είναι μια ασφαλής χώρα και μπορεί να παρέχει, όπου απαιτείται,  διεθνή προστασία. Δυστυχώς, αντί να εμποδίζει τις παράνομες αναχωρήσεις, αντί να κάνει ό, τι έχει την εντολή να κάνει βάσει της κοινής συμφωνίας – δηλαδή να παρεμβαίνει για να εμποδίσει αυτά τα μικρά πλοία να φτάσουν στην Ελλάδα – συχνά είναι πολύ απασχολημένη με τη μαγνητοσκόπηση.

Είναι σημαντικό όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και ο Frontex & EASO, να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης, μιας κρίσης που συνεχίζει να δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κατηγορίες που απευθύνονται στην Ελλάδα είναι παντελώς αβάσιμες και εδράζονται σε πλάνα ή μαρτυρίες που παρέχονται από τη χώρα αναχώρησης. Πολλές περιπτώσεις έχουν διερευνηθεί και από την Ευρωπαϊκή Ένωση με εκθέσεις που δεν καταγράφουν πουθενά καμία παραβίαση των θεμελιωδών ευρωπαϊκών δικαιωμάτων.»

 

Το πραγματικό πρόβλημα

Ανεξαρτήτως ρητορικών τοποθετήσεων είναι σαφές ότι τα όρια ανάμεσα στη διαφύλαξη των συνόρων και τις παράνομες επαναπροωθήσεις και τα pushbacks δεν έχουν πάντα τηρηθεί. Και θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό δεν είναι μόνο μια ελληνική επιλογή, αλλά πρωτίστως μια ευρωπαϊκή πολιτική, εφόσον η πολιτική της ΕΕ για το μεταναστευτικό στηρίζεται στην αποτροπή με κάθε μέσο της άφιξης μεταναστών και προσφύγων στο ευρωπαϊκό έδαφος, στο πλαίσιο της στρατηγικής που συχνά έχει περιγραφεί ως «Ευρώπη-Φρούριο» και η οποία εκ των πραγμάτων γεννά το έδαφος για πρακτικές ακόμη και βίαιης αποτροπής της άφιξης αυτών των ανθρώπων, δηλαδή να σταλεί κάποιος πίσω στην άλλη όχθη του Έβρου ή στην απέναντι ακτή, ή υποχρεωθεί η βάρκα να αλλάξει ρότα ακόμη και εάν αυτό σημαίνει κίνδυνο.

Όμως, την ίδια στιγμή όλες αυτές οι πρακτικές αποτροπής της άφιξης προσφύγων και μεταναστών αποτελούν, είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι, και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που σαφώς περιλαμβάνουν και το δικαίωμα κάποιου να φτάσει με ασφάλεια κάπου και ζητήσει ανθρωπιστική προστασία.  Και αυτό δεν μπορούμε να το παραβλέπουμε. Ούτε μπορούμε να το ανεχόμαστε.

Από την άλλη, η Τουρκία προφανώς δεν δικαιούται να εμφανίζεται ως εγγυητής ή υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρότι έχει αναλάβει μεγάλο βάρος ως προς τη φιλοξενία προσφύγων από τη Συρία. Και αυτό γιατί την ίδια στιγμή και σε βάρος της υπάρχουν καταγγελίες και χώρα αυταρχική είναι και σε ορισμένες περιπτώσεις έχει αντιμετωπίσει το προσφυγικό ως μοχλό πίεσης στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου που άλλοτε τηρεί και άλλοτε όχι τη δέσμευσή της (στο πλαίσιο της κοινής Δήλωσης του 2016) να αποτρέπει τις μετακινήσεις προσφύγων από το έδαφός της προς την Ευρώπη. Όμως, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι άνθρωποι, έχουν δικαιώματα, δεν είναι πιόνια σε μια γεωπολιτική σκακιέρα.

Όμως, όλα αυτά αναδεικνύουν και ένα άλλο θέμα. Το τι ορίζει το κύρος μιας χώρας στη διεθνή κοινή γνώμη πλέον περιλαμβάνει και το εάν και σε ποιο βαθμό σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών.

Αυτό σημαίνει ότι αποτελεί πλήγμα για μια χώρα να διαμορφώνεται η εικόνα π.χ. ότι ακολουθεί βίαιες πρακτικές παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορά της, ακόμη και όταν η «σκληρή» γραμμή φαντάζει αποτελεσματική στην εσωτερική πολιτική συζήτηση. Αντίθετα, το να έχει μια χώρα κύρος στη διεθνή κοινωνία των πολιτών ακριβώς επειδή σέβεται τα δικαιώματα ανθρώπων κατατρεγμένων είναι κάτι που μπορεί να έχει ευρύτερο αντίκτυπο. Και αυτό είναι κάτι που θα ήταν σημαντικό να αποτελέσει παράμετρο και της εγχώριας συζήτησης για αυτά τα θέματα.