Ερντογάν: Η εμμονή στη «λύση δύο κρατών» και η ένταξη της Κύπρου στο εθνικιστικό όραμά του
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν ενδιαφέρεται τόσο για μια επίλυση του Κυπριακού όσο για την ένταξη και της Κύπρου στο αφήγημα της «Νέας Τουρκίας». Αυτό σηματοδότησε και η επίσκεψή του στα Κατεχόμενα
- Αποκάλυψη in: Έψαξαν τις κάμερες για το ύποπτο «φορτίο» της τραγωδίας στα Τέμπη προ …δύο ημερών
- «Νύφη απ’ το Ντουμπάι» κατηγορεί τα πεθερικά της ότι την κλείδωσαν στο δωμάτιο μαζί με το παιδί της
- Αναγκαία η άμεση παρέμβαση του Αρείου Πάγου για το «χαμένο» υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη, λέει το ΠΑΣΟΚ
- Η «νέα ελίτ» στη Ρωσία – Από τα πολεμικά μέτωπα στην Ουκρανία, στην πολιτική σκηνή
Η επίσκεψη Ερντογάν στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο για τους εορτασμούς από το Ψευδοκράτος της επετείου από την Τουρκική Εισβολή το 1974 έρχεται να υπογραμμίσει τον τρόπο με τον οποίο ο Τούρκος πρόεδρος αντιμετωπίζει και το Κυπριακό ως τμήμα της συνολικής προβολής ισχύος που κάνει και του όλο και πιο εθνικιστικού τόνου που έχει το όραμα μιας «Νέας Τουρκίας», έστω και εάν αυτό απέχει από το να έχει πραγματοποιηθεί.
Η ένταξη της Κύπρου στο εθνικιστικό αφήγημα του Ερντογάν
Η μεταστροφή του Ερντογάν σε όλο και πιο εθνικιστικές θέσεις είναι κάτι που έχει σχολιαστεί με ποικίλους τρόπους τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα σε ορισμένα θέματα αυτό παίρνει ενίοτε έχουμε να κάνουμε με μεγάλη αλλαγή γραμμής.
Ένα από αυτά είναι και το Κυπριακό. Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Ερντογάν ήταν διατεθειμένος να δει κάποιου είδους λύση του Κυπριακού, ιδίως από τη στιγμή που υπήρχε ο ορίζοντας της ένταξης στην ΕΕ. Αυτό εξηγεί και τη θετική στάση που είχε κρατήσει απέναντι στο σχέδιο Ανάν.
Όμως, από ένα σημείο και μετά η στροφή ολοένα και περισσότερο σε μια λογική «προβολής ισχύος» εκ μέρους μιας Τουρκίας που διεκδικεί ρόλο «περιφερειακής δύναμης» στην περιοχή αφήνει το χνάρι της και στην πολιτική της Τουρκίας για το Κυπριακό, πέραν του πιο συγκυριακού παράγοντα της πολιτικής συμπόρευσης με το ακροδεξιό εθνικιστικό MHP που κατεξοχήν έχει «σκληρή» γραμμή για το Κυπριακό.
Αυτό εξηγεί γιατί δεν έχουμε πια από τη μεριά της Τουρκίας ούτε καν μια στάση ανάλογη με αυτή στις διαπραγματεύσεις του Κραν Μοντανά το 2017, όταν φάνηκε ότι θα μπορούσε να μπει περισσότερο στη συζήτηση για μια ενδεχόμενη λύση. Τότε η Τουρκία, διά στόματος Τσαβούσογλου είχε κάνει σαφές ότι ήταν έτοιμη να δεχτεί το τέλος της Συνθήκης Εγγυήσεως (που περιλάμβανε και το δικαίωμα μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης «εγγυήτριας δύναμης», που επικαλέστηκε το 1974 η Τουρκία για την εισβολή), αρκεί να μην υπήρχε πλήρης αποχώρηση και των στρατευμάτων και κυρίως εάν εξασφαλιζόταν η πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων.
Έκτοτε μεσολάβησε η κλιμάκωση των γεωπολιτικών εμπλοκών (πέραν της Συρίας, στη Λιβύη αλλά και στη σύγκρουση Αρμενίας Αζερμπαϊτζάν) και βέβαια όλο το άνοιγμα του ζητήματος των εξορύξεων για υδρογονάνθρακες στην περιοχή, ζήτημα που εκτός των άλλων συνεπάγεται και αμφισβήτηση του δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας να προχωρήσει σε έρευνες στη ΑΟΖ που έχει ανακηρύξει με βάση τις διαδικασίες που προβλέπει το διεθνές δίκαιο.
Σε αυτό το φόντο η Τουρκία ολοένα και περισσότερο άρχισε να μετατοπίζεται προς θέσεις διχοτόμησης και αυτό που σχηματοποιήθηκε ως «λύση δύο κρατών». Είναι αλήθεια ότι σε αυτό εν μέρει «πάτησε» και πάνω σε τοποθετήσεις ελληνοκυπρίων παραγόντων που φάνηκε να είναι έτοιμοι να συζητήσουν λύσεις εκτός του πλαισίου της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας (η περίφημη συζήτηση για λύσεις «εκτός του κουτιού»), όπως και σε μια εκτίμηση ότι ούτε στον Νότο υπάρχει πια η ίδια διάθεση για επανένωση.
Σε αυτό το πλαίσιο η πρόταση είναι για δύο κυρίαρχα ουσιαστικά κράτη που θα πρέπει να αντιμετωπίζονται στη βάση της ισότητας και σε αυτή τη βάση θα μπορούν να έχουν κάποιου είδους συνομοσπονδία με αντικείμενο και ενδεχόμενη συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων.
Οι αντιδράσεις της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης
Όμως, μια «λύση δύο κρατών» είναι ριζικά αντίθετη στο πνεύμα όλων των αποφάσεων του ΟΗΕ και ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας». Επιπλέον, η προσπάθεια της Τουρκίας και της τρέχουσας τουρκοκυπριακής κυβέρνησης να κατοχυρώσει ότι υπάρχει «τουρκοκυπριακό κράτος» γεννά πλήθος προβλημάτων, ιδίως όταν η διεθνής κοινότητα έχει αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία αποτελεί και μέλος της ΕΕ.
Ουσιαστικά, είναι μια πολιτική που σπρώχνει τα πράγματα όχι προς την λύση, αλλά προς την οριστική διχοτόμηση και την προσκόλληση της «ΤΔΒΚ» στην Τουρκία. Αυτό μπορεί να εντάσσεται στο εθνικιστικό αφήγημα του Ερντογάν που ουσιαστικά θα μπορεί να λέει ότι έχει διευρύνει την ευρύτερη οικογένεια των «τουρκογενών κρατών», ή μπορεί να καθησυχάζει τους εποίκους, όμως γεννά μεγάλη ανησυχία σε ένα σημαντικό κομμάτι των Τουρκοκυπρίων που δεν θέλουν να γίνουν εμμέσως υπήκοοι της Τουρκίας και που βέβαια βλέπουν να απομακρύνεται οριστικά και η επανένωση του νησιού αλλά και η δυνατότητά τους να είναι πολίτες ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε αυτό το φόντο είναι που προέκυψε η απόφαση της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης να μποϊκοτάρει ουσιαστικά την επίσκεψη Ερντογάν στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο για την επέτειο της τουρκικής εισβολής. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ερσίν Τατάρ που μίλησε για «ιστορική προδοσία» και έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει την αντιπολίτευση ότι «προσπαθούν να παραδώσουν τους Τούρκους στους φασίστες της ΕΟΚΑ». Μάλιστα επικαλέστηκε για να το τεκμηριώσει μια ανιστόρητη ταύτιση ανάμεσα στην ΕΟΚΑ και το ΑΚΕΛ υποστηρίζοντας ότι «Επικεφαλής αυτής της οργάνωσης είναι ο βουλευτής Νιαζί Κιζίλγιουρεκ του ε/κ κόμματος της ΕΟΚΑ, του ΑΚΕΛ», στοχοποιώντας τον Νιαζί Κιζιλγιουρέκ που είναι ο Τουρκοκύπριος ευρωβουλευτής του ΑΚΕΛ.
Η τακτική Ερντογάν και τα «καλά νέα» που υποσχέθηκε
Στις αρχικές εξαγγελίες για την επίσκεψη Ερντογάν περιλαμβανόταν και επίσκεψη στην Αμμόχωστο, συμπεριλαμβανομένου και του Βαρωσιού. Ωστόσο, τελικά ανακοινώθηκε ότι δεν θα μεταβεί στην Αμμόχωστο αλλά τα εγκαίνια δύο χώρων στην Αμμόχωστο θα τα κάνει on line. Η αποφυγή φυσικής παρουσίας δεν είναι άσχετη και με τις έντονες διπλωματικές πιέσεις που υπήρξαν ώστε να αποφύγει κάτι που θα ισοδυναμούσε με έμπρακτη αμφισβήτηση του σημερινού καθεστώτος και εξίσου έμπρακτη υποστήριξη στα σχέδια για «άνοιγμα» του Βαρωσιού και άρα τον κίνδυνο να κατηγορηθεί από τη διεθνής κοινότητα για ευθεία παραβίαση των όρων συζήτησης του Κυπριακού.
Ωστόσο, ούτως ή άλλως η επίσκεψη έχει μια συνολικότερη πολιτική διάσταση κάτι που επιβεβαιώνεται από το ότι ον Τούρκο Πρόεδρο θα συνοδεύουν ο πρόεδρος της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, Μουσταφά Σεντόπ, ο πρόεδρος του κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, αντιπροσωπεία της τουρκικής Βουλής και του ΑΚΡ.
Ο Ερντογάν διαμόρφωσε κλίμα υψηλών προσδοκιών γύρω από την επίσκεψή του μέσα και από την αναφορά του σε «καλά νέα». Σε αυτό το φόντο τα δημοσιεύματα πριν από την επίσκεψη επικέντρωσαν στα ακόλουθα σημεία. Στην επιμονή στην αντίληψη ότι υπάρχουν «δύο κράτη» και ότι αυτό είναι η αφετηρία οποιασδήποτε λύσης. Στην ενδεχόμενη αναγνώριση του Ψευδοκράτους από το Αζερπάϊτζάν (ο ίδιος ο Ερντογάν μιλώντας στην «τουρκοκυπριακή βουλή» δήλωσε ότι την ομιλία παρακολουθούν βουλευτές και ο επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών υποθέσεων της βουλής του Αζεραμπαϊτζάν) και το Πακιστάν (αντιπροσωπεία της πρεσβείας του Πακιστάν στην Άγκυρα είχε επισκεφτεί τα κατεχόμενα). Σε ενδεχόμενες ανακοινώσεις για την περίκλειστή περιοχή της Αμμοχώστου καλώντας του ελληνοκύπριους ιδιοκτήτες να επιστρέψουν. Σε ενδεχόμενα εγκαίνια βάσης drones στα Λευκόνοικο (ή ακόμη και σε ενδεχόμενη ναυτική βάση στο Τρίκωμο). Σε ανακοινώσεις για το φυσικό αέριο και τα αποτελέσματα των ερευνών. Οι πληροφορίες για τέτοιες εξαγγελίες έτυχαν ενθουσιώδους προβολής από τον φιλοκυβερνητικό Τύπο στην Τουρκία.
Η ομιλία στη «τουρκοκυπριακή βουλή» και οι κατώτερες του κλίματος εξαγγελίες
Μιλώντας στην «τουρκοκυπριακή βουλή» στις 19 Ιουλίου ο Ερντογάν κυρίως επικέντρωσε στη υποστήριξη της θέσης για τα δύο κράτη. «Στην Κύπρο υπάρχουν δύο ξεχωριστοί λαοί και δύο ξεχωριστά κράτη», στηρίζοντας έτσι ρητά την πρόταση Τατάρ στην πρόσφατη άτυπη διάσκεψη της Γενεύης. Κατηγόρησε την ελληνοκυπριακή πλευρά ότι δεν τηρεί τις υποσχέσεις της και ότι δεν επιθυμεί έναν συνεταιρισμό ανάμεσα στις δύο πλευρές καθώς όπως υποστήριξε «οι ελληνοκύπριοι δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους» και αντιμετωπίζουν τους τουρκοκύπριους ως «μειονότητα».
Παράλληλα ανακοίνωσε την έναρξη δημιουργίας νέου «προεδρικού μεγάρου» στον κατεχόμενο Άγιο Δομέτριο, δίπλα στο οποίο θα φτιαχτεί και ένας «κήπος του λαού», με το σημερινό «προεδρικό» να μετατρέπεται σε μουσείο. Αυτό ήταν τελικά και το «καλό νέο» που είχε προαναγγείλλει, τουλάχιστον ως προς την ομιλία του στη «βουλή».
Όλα αυτά δείχνουν ότι τουλάχιστον στο επίπεδο της ομιλίας του στην «τουρκοκυπριακή βουλή» ο Ερντογάν επένδυσε στη ρητορική των «δύο κρατών», υπογράμμισε τη στήριξη της Τουρκίας σε αυτή την κατεύθυνση (μια που χωρίς αυτήν μια ντε φάκτο διχοτόμηση θα παρέπεμπε σε επικίνδυνη περιπέτεια ακόμη και στους υποστηρικτές του στα κατεχόμενα), χάιδεψε εθνικιστικά αντανακλαστικά (χωρίς όμως να απαντήσει στην αγωνία εκείνου του σημαντικού τμήματος των τουρκοκυπρίων που θέλουν κάποιου είδους επανένωση) και απέφυγε πιο σαφείς και «εντυπωσιακές εξαγγελίες».
Η εξαγγελία για το άνοιγμα του Βαρωσιού
Στη δεύτερη μέρα της επίσκεψή του ο Ερντογάν επέλεξε να ανακοινώσει τη νέα φάση στο σχέδιο του ανοίγματος του Βαρωσιού, του περίκλειστου τμήματος της Αμμοχώστου. Όπως είναι γνωστό κατά τη διάρκεια του «Αττίλα 2» οι Τούρκοι μπόρεσαν να καταλάβουν ολόκληρη την περιοχή της Αμμοχώστου, παρότι δεν ήταν στον αρχικό σχεδιασμό τους. Έκτοτε το Βαρώσι ήταν μια περίκλειστη περιοχή, υπό στρατιωτική διοίκηση και δεν είχε υπάρξει εποικισμός του. Άλλωστε, επανειλημμένα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ έκαναν σαφές ότι η περιοχή έπρεπε να περάσει στον έλεγχο της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ, κατ’ αναλογία με τις υπόλοιπες περιοχές της «νεκρής ζώνης». Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και οι ΗΠΑ έσπευσαν να κάνουν σαφές ότι αλλαγή στο καθεστώς του Βαρωσιού συνιστά παραβίαση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ
Όμως, ο Τατάρ και η τουρκική κυβέρνηση θέλουν να χρησιμοποιήσουν το Βαρώσι για να κάνουν πράξη τη λογική των «δύο κρατών». Σε αυτό το πλαίσιο προτείνουν να ανοίξει η περιοχή, πάτα υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση, αλλά με δικαίωμα όσων ελληνοκυπρίων το επιθυμούν να επιστρέψουν, αφού πρώτα καταθέσουν το αίτημά τους στην «Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας», κάτι που βέβαια θα ισοδυναμεί και με αναγνώριση του Ψευδοκράτους. Βεβαίως προτείνουν να ανοίξουν μόνο μια έκταση 3,5% του Βαρωσιου, σε μια κίνηση περισσότερο συμβολική.
Όλα αυτά δείχνουν ότι ο Ερντογάν σε αυτή τη φάση κυρίως θέλει να κατοχυρώσει τη θέση του για «λύση δύο κρατών» και επομένως για διαπραγμάτευση μεταξύ «ισότιμων κυρίαρχων κρατών», στρατηγική που εντάσσει την Κύπρο σε ένα συνολικότερο εθνικιστικό αφήγημα, επιδίωξη και περιλαμβάνει και κινήσεις με σημαντικό συμβολισμό (και υπαρκτή παραβίαση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ), προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην περάσει κατά πολύ κάποια όρια που θα έκαναν τη διεθνή κοινότητα (και ιδίως τις ΗΠΑ και την ΕΕ) ως επιθετική προσπάθεια αλλαγής των όρων συζήτησης του Κυπριακού. Όμως, στην πραγματικότητα είναι ακριβώς η αντίληψη των «δύο ισότιμων κυρίαρχων κρατών» που δυναμιτίζει οποιαδήποτε συζήτηση και απομακρύνει ακόμη περισσότερο την επανένωση του νησιού.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις