Κοροναϊός: Το στέλεχος Δ «βάζει τα δύσκολα» στο ανοσοποιητικό μας
Μελέτη με κυτταρικές καλλιέργειες δείχνει ότι η συγκεκριμένη μετάλλαξη στην πρωτεΐνη - ακίδα, δεν αντιμετωπίζεται τόσο καλά από τα αντισώματα, είτε προέρχονται από εμβολιασμό ή νόσηση, είτε είναι θεραπευτικά
- Βενσάλ Κασέλ, ετών 58: Η Μπελούτσι, ο Άντριου Τέιτ & άλλες ιστορίες για αυτόν που έφερε το Μίσος στην οθόνη
- Γιατί η Γερμανία δεν θα συνελάμβανε τον Νετανιάχου
- Χιλιάδες πολίτες διαδήλωσαν στη Βαρκελώνη, ζητώντας να μειωθούν τα ενοίκια
- Η Tesla η πιο θανατηφόρα μάρκα αυτοκινήτου σε περίπτωση ατυχήματος
Δύσκολη είναι πλέον η πρόβλεψη της πορείας της πανδημίας με την παραλλαγή Δέλτα που μέρα με τη μέρα κυριαρχεί σε πολλές χώρες.
Ερευνητές λοιμώξεων από το Γερμανικό Ινστιτούτου Έρευνας Πρωτευόντων Λάιμπνιτζ, στο Γκέτιγκεν διερεύνησαν την παραλλαγή B.1.617. Σε μελέτες κυτταρικής καλλιέργειας, διαπίστωσαν ότι αυτή η παραλλαγή μπορεί να μολύνει ορισμένες πνευμονικές και εντερικές κυτταρικές σειρές περισσότερο απ΄ ότι ο αρχικός ιός. Οι ερευνητές απέδειξαν επίσης ότι η Β.1.617 είναι λιγότερο ευαίσθητη στα αντισώματα που υπάρχουν στο αίμα των ατόμων που έχουν αναρρώσει ή έχουν εμβολιαστεί και επιπλέον, είναι ανθεκτική σε ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της COVID-19. Αυτές οι ιδιότητες μπορεί να επιτρέψουν στο στέλεχος Β.1.617 και τους υποτύπους του να εξαπλωθούν γρήγορα στον πληθυσμό, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο να μολυνθούν πλήρως και μη εμβολιασμένα άτομα και άτομα με μειωμένη ανοσολογική προστασία
Τα ευρήματα αυτά δημοσιεύθηκαν στο Cell Reports.
Όπως γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, η πρωτεΐνη – ακίδα διευκολύνει την είσοδο του κοροναϊού στα κύτταρα των ανθρώπων – ξενιστών. Χωρίς τη δραστηριότητα της πρωτεΐνης ακίδας, ο ιός δεν μπορεί να αναπαραχθεί στο ανθρώπινο σώμα. Οι μέχρι τώρα γνωστές παραλλαγές έχουν διαφορετικές μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη-ακίδα, μερικές από τις οποίες κάνουν πιο εύκολη τη μόλυνση των κυττάρων – ξενιστών και διαφεύγουν από το ανοσοποιητικό σύστημα των ατόμων που μολύνονται. Η παραλλαγή Β.1.617 φέρει οκτώ διαφορετικές μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη – ακίδα, οι δύο μέσα στο σημείο πρόσδεσης με τον υποδοχέα, το σημείο με το οποίο προσκολλάται ο ιός στα κύτταρα και το οποίο είναι ο κύριος στόχος των εξουδετερωτικών αντισωμάτων.
Η ομάδα με επικεφαλής τον Markus Hoffmann και τον Stefan Pöhlmann, ερευνητές λοιμωξιολόγοι του Κέντρου Λάιμπνιτζ, του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Γκέτινγκεν, του Πανεπιστημίου του Ερλάνγκεν και της Ιατρικής Σχολής του Αννόβερου, διερεύνησαν πώς οι μεταλλάξεις επηρεάζουν την ικανότητα του στελέχους Δέλτα να μπαίνει στα κύτταρα και πόσο αποτελεσματική είναι η ανταπόκριση των αντισωμάτων ώστε να σταματήσουν αυτήν την παραλλαγή.
Αύξηση 50%
Αρχικά, οι ερευνητές ανέλυσαν την είσοδο της παραλλαγής B.1.617 σε διαφορετικές ανθρώπινες κυτταρικές σειρές. Σε δύο κυτταρικές σειρές που προέρχονται από τον πνεύμονα και το κόλον, αντίστοιχα, διαπίστωσαν ότι η δυνατότητα εισόδου του ιού στα κύτταρα αυτά ήταν κατά 50% αυξημένη.
Στη συνέχεια, διερεύνησαν την αποτελεσματικότητα τεσσάρων διαφορετικών θεραπευτικών αντισωμάτων που έχουν εγκριθεί για τη θεραπεία ασθενών με COVID-19. Διαπίστωσαν ότι η παραλλαγή Β.1.617 ήταν εντελώς ανθεκτική σε ένα από αυτά τα αντισώματα, ενώ ένα άλλο αντίσωμα κατάφερνε να τον αναστείλει ελάχιστα.
Το τρίτο βήμα ήταν η δομική της αποτελεσματικότητας των αντισωμάτων από το αίμα αυτών που είχαν αναρρώσει ή είχαν εμβολιαστεί. Και στις περιπτώσεις αυτές, η προστασία ήταν μειωμένη δύο ή τρεις φορές.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι αυτή η παραλλαγή του ιού μπορεί να μολύνει πολύ πιο εύκολα τα κύτταρα του πνεύμονα και του εντέρου, γεγονός που υποδηλώνει αυξημένη φυσική κατάσταση του ιού. Επιπλέον, η προστατευτική δράση των αντισωμάτων είναι περιορισμένη επειδή είναι λιγότερο αποτελεσματικά στο να εμποδίζουν την είσοδο των κυττάρων του Β.1.617 έναντι του αρχικού ιού. Ως αποτέλεσμα, άτομα που δεν έχουν εμβολιαστεί πλήρως ή μολύνθηκαν πριν από πολύ καιρό και έτσι παράγουν χαμηλές ποσότητες αντισωμάτων, μπορεί να είναι ελάχιστα προστατευμένα έναντι της μόλυνσης με την παραλλαγή Β.1.617», επισημαίνει ο Markus Hoffmann, επικεφαλής της μελέτης.
Από την πλευρά του, ο Stefan Pöhlmann, Επικεφαλής της Μονάδας Βιολογίας Λοιμώξεων στο DPZ προσθέτει: «Προκειμένου να αποφευχθεί η περαιτέρω εξάπλωση της παραλλαγής B.1.617, ειδικά του υποτύπου Delta, και για να αποφευχθεί η εμφάνιση νέων παραλλαγών ιών, συνιστάται η γρήγορη επίτευξη πλήρους ανοσοποίησης όλων των ανθρώπων που είναι πρόθυμοι να εμβολιαστούν. Είναι επίσης απαραίτητο να διερευνηθεί εάν οι ενισχυτικοί εμβολιασμοί με τα υπάρχοντα εμβόλια ή τα εμβόλια που έχουν βελτιστοποιηθεί για να στοχεύσουν παραλλαγές παρέχουν μακροχρόνια και ευρεία προστασία».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις