«Είμαστε ανίκανοι να καταλάβουμε την αντίθετη φυλή»
«Αν μπορώ να καταλάβω τον τρόπο που σκέφτεται η γερμανίδα καγκελάριος», σημειώνει ο βούλγαρος διανοητής στην El Pais Semanal, «θεωρώ ότι έχει πειστεί πως αν το 2017 ο Ορμπαν αποτελούσε έναν δυνητικό μεταδοτικό κίνδυνο, σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ελεγχόμενη παθολογία».
Αυτός είναι ο ένας λόγος που η άλλοτε πρωτεύουσα της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας γοητεύει τον γνωστό βούλγαρο συγγραφέα. Ο άλλος είναι πως «όταν περπατάς σ’ αυτή την πόλη μπορείς να διαλέξεις έναν συγκεκριμένο αιώνα και να χωθείς μέσα του. Κι αυτό αλλάζει την προοπτική σου. Ούτε αυτή την αρχιτεκτονική δύναμη όμως την καταλαβαίνει ο κόσμος. Για μένα, πάλι, η Βιέννη δεν ασκεί την αποφασιστική επιρροή άλλων πόλεων και γι’ αυτό είναι ιδανική για στοχασμό».
Πώς εξηγείται τότε πως, όταν εκδηλώθηκε η πανδημία, ο Κράστεφ αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Βιέννη όπου ζούσε τα τελευταία δέκα χρόνια και να επιστρέψει στη Βουλγαρία; «Θα σας πω τι μου είπε η γυναίκα μου: «Κοίτα, τα νοσοκομεία της Αυστρίας είναι καλύτερα από της Βουλγαρίας, αλλά εκεί ξέρουμε περισσότερους γιατρούς». Το άγχος ότι, αν μας συνέβαινε κάτι, θέλαμε να μπορούμε να εξηγήσουμε λεπτομερώς τα συμπτώματα και κάποιος να μας καταλάβει, έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Πολλοί άνθρωποι θέλουν στο τέλος της ζωής τους να επιστρέψουν εκεί όπου γεννήθηκαν. Ενας από τους λόγους είναι η μυρωδιά, σου προσφέρει ασφάλεια, αισθάνεσαι πιο αποδεκτός, πιο άνετος».
Το ζευγάρι δεν εγκαταστάθηκε μάλιστα στη Σόφια, αλλά στην επαρχία. Εψαχναν τις ρίζες τους, κάτι παράδοξο ως απάντηση σε μια πανδημία που αποτέλεσε παγκόσμιο γεγονός και μόνο με παγκόσμια συνεργασία μπορεί να αντιμετωπιστεί. Αναζητούσαν μια φυσική εγγύτητα, κάτι επίσης παράδοξο δεδομένου ότι δεν μπορούσαν να επισκεφθούν τους γονείς τους για να μην τους κολλήσουν.
Εχει πολλά παράδοξα αυτή η πανδημία. Αλλαξε, ας πούμε, τους Γερμανούς. «Το 2009, το 2010 και το 2011», λέει ο Κράστεφ, «οι Γερμανοί δεν επλήγησαν τόσο από την κρίση και θεωρούσαν ότι οι υπόλοιπες χώρες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα εφαρμόζοντας μια αυστηρή λιτότητα. Η πανδημία, όμως, τους έφερε σε ίση μοίρα με τους υπόλοιπους και τους έκανε να καταλάβουν τη θέση τους».
Υπήρξε και μια άλλη παράπλευρη συνέπεια: η ήττα του Τραμπ. Αυτό είχε με τη σειρά του ως αποτέλεσμα να χάσουν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έναν πολύτιμο σύμμαχο και να αναγκαστούν να αναθεωρήσουν τη στάση τους στα ευρωπαϊκά όργανα. Οι Πολωνοί και οι Ούγγροι είναι πλέον μόνοι. Και δεν μπορούν να παίζουν με την ίδια ευκολία το παιχνίδι της εθνικής κυριαρχίας, ιδίως σε ζητήματα ελευθεριών όπως είναι τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Γιατί όπως έχει πει η Μέρκελ, μπορεί να έχουμε διαφορές στο πώς χειριζόμαστε ορισμένα διεθνή ζητήματα, όχι όμως και στο πώς μοιράζουμε τα λεφτά. Και είναι όλο και πιο δύσκολο να πειστεί η κοινή γνώμη ότι χρηματοδοτείς μια χώρα αδιαφορώντας για το αν σέβεται τις θεμελιώδεις ελευθερίες.
«Αν μπορώ να καταλάβω τον τρόπο που σκέφτεται η γερμανίδα καγκελάριος», σημειώνει ο βούλγαρος διανοητής στην El Pais Semanal, «θεωρώ ότι έχει πειστεί πως αν το 2017 ο Ορμπαν αποτελούσε έναν δυνητικό μεταδοτικό κίνδυνο, σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ελεγχόμενη παθολογία».
Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει μειωθεί η απόσταση ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη. «Οσο οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες ανήκαν στον σοβιετικό συνασπισμό, δεν είχαν εθνικιστικές τάσεις. Οταν έπεσε το Τείχος, το αίσθημα αυτό επέστρεψε, κυρίως στην Πολωνία. Οι συντηρητικοί της χώρας αυτής θεωρούν ότι η ΕΕ απομακρύνει τους νέους από την εκκλησία και απειλεί τον τρόπο ζωής τους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους Ούγγρους, οι οποίοι πιστεύουν επιπλέον ότι μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην πτώση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όπως συνέβαλαν στην πτώση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στην άλλη πλευρά, είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πώς χώρες με αυτοκρατορικές τάσεις, όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, θέλουν να ανήκουν σε κάτι μεγαλύτερο, το εθνικό κράτος τούς πέφτει μικρό. Αυτό έχει σχέση χωρίς αμφιβολία και με το γεγονός ότι η κουλτούρα τους και η γλώσσα τους συναντώνται και εκτός των συνόρων τους. Ενας Βούλγαρος, πάλι, δεν μπορεί να μιλήσει στα βουλγαρικά παρά μόνο με τους συμπατριώτες του.
Σε αυτή τη δυσκολία επικοινωνίας πρέπει να προστεθεί και μια γενικότερη απώλεια της περιέργειας για τον άλλον, γι’ αυτόν που είναι διαφορετικός από εμάς και μοιάζει Αρειανός. «Στην εποχή που, με εξαίρεση το διάλειμμα της πανδημίας, ταξιδεύουμε και γνωρίζουμε περισσότερο κόσμο από ποτέ, είμαστε ανίκανοι να καταλάβουμε την αντίθετη πολιτική φυλή. Οι πολιτικές απόψεις έχουν μετατραπεί σε ιδιωτικούς ομίλους. Ως τουρίστες κινούμαστε απολύτως φυσιολογικά, δεν μπορούμε όμως να διεισδύσουμε ούτε σε συγγενικές μας κοινωνικές ομάδες».
Να γιατί ο Ιβάν Κράστεφ εξακολουθεί να ομνύει στον φιλελευθερισμό. Επειδή γι’ αυτόν δεν είναι μια ιδεολογία, αλλά μια ευαισθησία από την οποία εκκινείς για να προσπαθήσεις να κατανοήσεις τον κόσμο.
Ιβάν Κράστεφ (1965 – )
Κι όμως, υπάρχει ελπίδα για την Ευρώπη
Γεννημένος στο Λουκόβιτ της Βουλγαρίας, ο Κράστεφ είχε την τύχη να σπουδάσει στην Οξφόρδη, στο Saint Anthony’s College. Δάσκαλός του ήταν ο Ραλφ Ντάρεντορφ, που τον έμαθε ότι ο φιλελευθερισμός δεν έχει μόνο μια οικονομική διάσταση, αλλά ενθαρρύνει συγκεκριμένες ελευθερίες και δικαιώματα. Επέστρεψε στη Σόφια, ίδρυσε το Κέντρο Φιλελεύθερων Στρατηγικών και, αντί να ασχοληθεί με την πολιτική, αφοσιώθηκε στη σκέψη και τη γραφή. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε την ανάγκη μιας «υγιούς απόστασης» και μετακόμισε στη Βιέννη. Για την Ευρώπη ήταν απαισιόδοξος, στα προηγούμενα βιβλία του είχε προφητέψει την πτώση της. Αλλά στο τελευταίο του, που κυκλοφορεί και στα ελληνικά με τον τίτλο «Ηρθε το αύριο ή ακόμα;» (εκδ. Παπαδόπουλος), έχει μαλακώσει. Η διαχείριση της πανδημίας από την ΕΕ τον έπεισε ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις