Τα μαθήματα ήρχισαν με μίαν προσλαλιάν προς τους μαθητάς, εις την οποίαν είπα τα εξής περίπου:

«Δεν είμαι από τους δασκάλους τους οποίους εγνωρίσατε μέχρι τούδε. Θέλω να γίνω φίλος σας και όχι τύραννος, να σας φανώ ωφέλιμος και όχι να σας κάμω δειλούς και ταπεινούς· να με σέβεσθε και να με αγαπάτε και όχι να με τρέμετε. Μερικοί από σας άλλως τε κοντεύει να έχετε την ηλικίαν μου. Έως χθες ήμουν και εγώ μαθητής και δεν επιθυμώ να με μισήσετε, όπως εμίσησα εγώ μερικούς από τους δασκάλους μου. Δεν θ’ απαιτώ να μαθαίνετε μεγάλα πράγματα, τα οποία να μη σας αφήνουν καιρόν να παίζετε, ως απαιτεί η ηλικία σας. Αλλά τα ολίγα αυτά εννοώ να τα μαθαίνετε καλά. Φρονώ ότι με το γλυκύ θα κάμωμεν καλύτερα την εργασίαν μας, ενώ οι άλλοι δασκάλοι νομίζουν απαραίτητον το ξύλον και τας ύβρεις. Σας παρακαλώ, μη με αναγκάσετε να πιστεύσω ότι έχω άδικον και ότι έχουν δίκαιον οι άλλοι δασκάλοι».

Οι μαθηταί μου ήκουσαν τους λόγους μου με έκπληξιν, ήτις επί τέλους μετεβλήθη εις ακτινοβόλημα χαράς.

— Λοιπόν είσθε σύμφωνοι; τους ηρώτησα.

— Σύμφωνοι, απήντησαν.

Και ετήρησαν την υπόσχεσίν των, όπως ετήρησα και εγώ την ιδικήν μου.

[…]

*Ιωάννης Κονδυλάκης, Όταν ήμουν δάσκαλος, Νεφέλη, Αθήνα 1988, σελ. 18-19.


Το γεγονός της ημέρας εις το χωριό ήτο η εμφάνισις του υιού του Σαϊτονικολή, αγνώστου σχεδόν μέχρι τούδε, όστις ούτω επαρουσιάσθη έξαφνα, μίαν Κυριακήν του 1863, δεκαοκτώ ετών, ανδρούκλακας ως εκεί πάνω, με ανάπτυξιν καταπληκτικήν. Του διαόλου το Σαϊτονικολή, γιο που τον έκαμε! Είδες μπόι, είδες πλάτες; Και τι έχει να γίνει ακόμη όσο ν’ αντροπατήσει! Πού ‘ταν αυτό το παιδί, κι έτσι μονομιάς επετάχτηκε άντρας θεριεμένος;

Βέβαια στη χώρα δεν ήτο. Το πράγμα εφαίνετο μια ώρα μακριά. Μετά την πρώτην εντύπωσιν, οι φιλόψογοι ήρχισαν να βλέπουν διάφορα ψεγάδια εις τον νέον, και τα εμπαικτικά γέλια διεδέχθησαν τον θαυμασμόν. Ελέγετο δηλαδή ότι, επειδή έζη μέχρι τούδε μακράν των ανθρώπων, βοσκός εις τα βουνά από μικρό παιδί, είχε γίνει ζώον με τα ζώα· μόνο που δεν εκουτούλα. Να μιλήσει καλά καλά δεν ήξευρε και άμα ευρίσκετο μεταξύ ανθρώπων τα ‘χανε κι έκανε σαν αγριότραγος που κοιτάζει από πού να φύγει.

Η δε Σπυριδολενιά, διάσημος ψεγαδιάστρα και διά τούτο λίαν επίφοβος, έτοιμη πάντοτε, αν εστραβοπατούσες, να σου βγάλει τραγούδι, όταν τον είδεν έκαμε τάχα πως εφοβήθη, μάνα μου!

Έπειτα εγέλασε τον συριστικόν και ξηρόν γέλωτά της και σκύψασα εψιθύρισε προς την παρακαθημένην το εξής αυτοσχέδιον επίγραμμα:

Καλώς τονε που πρόβαλε με τσι μακρές χερούκλες,
Με τα μεγάλα μάγουλα και με τσι ποδαρούκλες.

*Απόσπασμα από το μυθιστόρημα (κατ’ άλλους, νουβέλα) του Ιωάννη Κονδυλάκη Ο Πατούχας.


Ο Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης, ένας από τους πλέον αξιόλογους νεοέλληνες πεζογράφους του β’ μισού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, γεννήθηκε το 1861 (κατ’ άλλες πηγές, το 1862) στη Βιάννο, κεφαλοχώρι της Περιφερειακής Ενότητας Ηρακλείου, χτισμένο αμφιθεατρικά στους πρόποδες της Δίκτης.

Γόνος οικογένειας αγωνιστών της Μεγαλονήσου, ο Κονδυλάκης έμαθε τα πρώτα του γράμματα στη γενέτειρά του, ενώ οι γυμνασιακές σπουδές του πραγματοποιήθηκαν στο Ηράκλειο και στην Αθήνα.

Ο Κονδυλάκης υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Κρήτη και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και αναδείχτηκε «ο πατέρας του ελληνικού χρονογραφήματος».

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συντακτών.

Τα χρονογραφήματά του, που τα υπέγραφε με το ψευδώνυμο Διαβάτης, διακρίνονται για το κομψό προσωπικό ύφος τους, το χιούμορ και την οξύτητα της παρατήρησης.

Τα ίδια χαρίσματα παρατηρούνται και στην κυρίως λογοτεχνική παραγωγή του.

Ως λογοτέχνης ο Κονδυλάκης παρουσιάζεται αρχικά με ηθογραφικά διηγήματα, για να φθάσει στον «Πατούχα», που, αν και διατηρεί τον ηθογραφικό χαρακτήρα του, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό και δυνατή διαγραφή χαρακτήρων.

Στα πιο γνωστά έργα του Κονδυλάκη συγκαταλέγονται τα εξής: «Ο Πατούχας» (1892), «Οι άθλιοι των Αθηνών» (1895), «Όταν ήμουν δάσκαλος» (1916), «Ενώ διέβαινα» (χρονογραφήματα, 1916), «Πρώτη αγάπη» (1919).

Εκτός από τη συγγραφή χρονογραφημάτων, άρθρων και λογοτεχνικών κειμένων, ο Κονδυλάκης έχει να επιδείξει και αξιόλογο λαογραφικό, ιστορικό, λεξικογραφικό και μεταφραστικό έργο.

Αξιοπρόσεκτη είναι η γλώσσα του Κονδυλάκη, ιδιόμορφο μείγμα λόγιας έκφρασης και κρητικής διαλέκτου.

Ο Ιωάννης Κονδυλάκης απεβίωσε στο Ηράκλειο στις 25 Ιουλίου 1920, ημέρα Σάββατο.