Είστε σε μουσείο; Σας παρακολουθούν!
Κάμερες με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης καταγράφουν πόσοι επισκέπτες σταματούν μπροστά σε κάθε έργο, καθώς και τις εκφράσεις του προσώπου του κάθε επισκέπτη για να διαπιστώσουν εν συνεχεία κατά πόσο γοητεύονται από το κάθε έκθεμα!
- Βροχή καταγγελιών για μη καταβολή δώρου Χριστουγέννων - Τι λέει η ΠΟΕΕΤ
- «Λουκέτο» σε βαριά παραβατικό ιδιωτικό σχολείο βάζει το ΥΠΑΙΘ, μετά από καταγγελίες της ΟΙΕΛΕ και γονέων
- Σύσταση καθηγητή του Χάρβαρντ σε Κίεβο: Σταματήστε τις δολοφονίες, δεν σας συμφέρουν
- Κίμπερλι Γκίλφοϊλ: Ανυπομονώ να ξεκινήσω την αποστολή μου ως πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα
Ταξιδέψατε σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα μόνο και μόνο για να δείτε ένα αριστούργημα σε ένα μουσείο. Ξέρετε ότι στην πραγματικότητα σταθήκατε απέναντι στο εν λόγω έργο τέχνης το πολύ 15 δευτερόλεπτα; Σε εκείνα που δεν σημαίνουν ιδιαιτέρως κάτι για εσάς διαθέσατε μόλις τέσσερα έως πέντε δευτερόλεπτα, ενώ αν μπήκατε στον κόπο να διαβάσετε το εποπτικό υλικό και τις επεξηγηματικές πινακίδες κάθε έργου ανήκετε σε μια μειοψηφία που δεν ξεπερνά το 10% των επισκεπτών ενός μουσείου; Πριν αμφισβητήσετε τα παραπάνω δεδομένα ξανασκεφτείτε το, διότι οι προηγηθείσες παρατηρήσεις προέκυψαν επειδή τα μουσεία σάς παρακολουθούν!
Ο «μυστικός πράκτορας» των μουσείων ονομάζεται ShareArt και δεν είναι παρά κάμερες με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης που καταγράφουν πόσοι επισκέπτες σταματούν μπροστά σε κάθε έργο καθώς και τις εκφράσεις του προσώπου του κάθε επισκέπτη για να διαπιστώσουν εν συνεχεία κατά πόσο γοητεύονται από το κάθε έκθεμα, χωρίς, όπως διευκρινίζεται, να παραβιάζονται οι κανόνες που αφορούν την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων. Χαρά, λύπη, έκπληξη, θυμός ή αδιαφορία καταγράφονται από το σύστημα μαζί με το φύλο, την ηλικία, την απόσταση που κρατά από το έκθεμα και τις κινήσεις των ματιών του θεατή. Οι κάμερες έχουν εγκατασταθεί ήδη σε ορισμένα μουσεία της Μπολόνια στην Ιταλία και δοκιμάζονται ήδη εδώ και έναν μήνα, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας, παρά το γεγονός ότι το σύστημα ήταν ήδη έτοιμο από το 2016.
Οι Ιταλοί ωστόσο δεν είναι οι πρώτοι που επιχειρούν να καταγράψουν τις αντιδράσεις των επισκεπτών των μουσείων τους, με στόχο να βελτιώσουν την εμπειρία όσων περνούν το κατώφλι τους και να δημιουργήσουν περισσότερο ελκυστικές και κατά συνέπεια κερδοφόρες περιοδικές εκθέσεις ή να προχωρήσουν σε σημαντικές αλλαγές στις μόνιμες συλλογές τους, δεδομένου ότι φέτος επιχειρούν να καλύψουν το περυσινό έλλειμμα των 190 εκατ. ευρώ που δημιουργήθηκε λόγω του εγκλεισμού, συνεπεία της Covid-19.
Από το 2013 έως το 2018 τα μουσεία του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ παρακολούθησαν τους επισκέπτες σε όλους τους χώρους τους, δημιουργώντας θερμικούς χάρτες. Τα σημεία που ενδιέφεραν περισσότερο τους επισκέπτες χαρακτηρίζονταν «καυτά» και με βάση αυτά οι ιθύνοντες διαμόρφωναν τις επιμελητικές τους προτάσεις για τις μελλοντικές εκθέσεις τους.
Ποια μουσεία
Υπό παρακολούθηση έχουν βρεθεί και οι επισκέπτες του Βρετανικού Μουσείου, του Κέντρου Επισκεπτών Στόουνχεντζ, των Μουσείων Τόρκε, Γουέστον Παρκ στο Σέφιλντ και Γκρέατ Νορθ στο Νιουκάστλ στο πλαίσιο της έρευνας της μεταδιδακτορικής ερευνήτριας και συνεργάτιδας του Πανεπιστημίου του Ντάραμ, Φελίσιτι Μακ Ντάουελ. Η μελέτη της έδειξε, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό ενδιαφέρον για επιπλέον πληροφορίες από τους επισκέπτες καθώς μόλις το 10% του συνόλου, όσων η συμπεριφορά μελετήθηκε, σταμάτησαν και διάβασαν με προσοχή το περιεχόμενο των ενημερωτικών πινακίδων που συνοδεύουν τα εκθέματα.
Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την έρευνα στα μουσεία της Μπολόνια δεν απέχουν πολύ από εκείνα της Βρετανίας. Είναι ελάχιστα τα εκθέματα που μπορούν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών για περισσότερα από 15 δευτερόλεπτα, με τον μέσο όρο παρατήρησης να κυμαίνεται μεταξύ των τεσσάρων και πέντε δευτερολέπτων. Το γεγονός αυτό συνδέεται με τον εθισμό μας στις πάσης φύσεως οθόνες και κυρίως αυτές των κινητών τηλεφώνων, ο οποίος έχει βλάψει σοβαρά τη δυνατότητά μας να παραμένουμε συγκεντρωμένοι.
Τα δεδομένα που προέκυψαν επίσης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αλλαγές στον φωτισμό και την τοποθέτηση έργων τέχνης το ένα σε σχέση με το άλλο, ώστε να είναι πιο ελκυστικά στο βλέμμα. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι ο Απόλλωνας του Βέι, ένα από τα κορυφαία εκθέματα του Εθνικού Μουσείου Ετρουσκικής Τέχνης της Ρώμης. Πρόκειται για ένα φυσικού μεγέθους πήλινο γλυπτό το οποίο ήταν τοποθετημένο στο υψηλότερο σημείο του ιερού του Βέι στο Λάτιο και χρονολογείται μεταξύ του 510 και 500 π.Χ. Παρά όμως τη σπουδαιότητά του τυγχάνει ελάχιστης προσοχής από τους επισκέπτες, όπως έδειξε η έρευνα που έγινε στοχευμένα στο συγκεκριμένο μουσείο, κάτι που αποδίδεται στο γεγονός ότι είναι τοποθετημένο προς το τέλος της έκθεσης των μόνιμων συλλογών και οι επισκέπτες, κουρασμένοι από το πλήθος των αντικειμένων που έχουν ήδη δει, επιλέγουν να το προσπεράσουν.
Μια άλλη απρόσμενη παρατήρηση είναι ότι οι επισκέπτες μπροστά σε ένα δίπτυχο του Βιτάλε ντα Μπολόνια – μια θρησκευτικού περιεχομένου εικόνα του 14ου αι. – εστιάζουν την προσοχή τους στο πιο «γεμάτο» δεξί τμήμα αδιαφορώντας σχεδόν πλήρως για το αριστερό, ενώ σε έναν άλλον πίνακα και πάλι το βλέμμα στεκόταν όχι στο κέντρο, αλλά δεξιά της σύνθεσης, κάτι που πιθανόν να συνδέεται με τον τρόπο ανάρτησης του έργου, ενδεχόμενο που θα εξετάσουν τώρα οι επιμελητές για να ερμηνεύσουν τις συγκεκριμένες συμπεριφορές.
Τα στοιχεία ενδεχομένως να έχουν ενδιαφέρον και να μπορούν να αξιοποιηθούν σε πολλαπλά επίπεδα, ωστόσο η εφαρμογή του συγκεκριμένου συστήματος δεν τυγχάνει από όλους της ίδιας αποδοχής.
«Πιστεύω πως το εν λόγω πρόγραμμα πηγαίνει τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα και αντιστρέφει τους ρόλους: θέτει το έργο στη θέση του θεατή. Το έργο πλέον είναι εκείνο που παρατηρεί τον θεατή και τις αντιδράσεις του. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε πραγματικά να ανοίξει ένα νέο και διαφορετικό είδος διαλόγου με τους επισκέπτες ενός μουσείου ή μιας έκθεσης, ο οποίος θα μπορούσε να βοηθήσει τους επιμελητές να επιλέξουν ποια έργα τέχνης να αναρτήσουν και με ποιον τρόπο» εκτιμά ο γκραφιτάς Μπάμπι, έργα του οποίου έχουν αποκτήσει μεταξύ άλλων ο Κάνιε Γουέστ, η Ριάνα και η Αντέλ σε σχετικό ερώτημα των βρετανικών «Times».
Διαφορετική είναι η προσέγγιση ωστόσο του διευθυντή του Σόμερσετ Χάουζ, Τζόναθαν Ρίκι, ο οποίος δείχνει να είναι λιγότερο πεπεισμένος για την προσφορά της τεχνολογίας των καμερών Share Art τις οποίες θεωρεί ως ένα ενδιαφέρον νέο εργαλείο έρευνας που βοηθά τα μουσεία να κατανοήσουν ποια έργα προσελκύουν περισσότερο το κοινό κρίνοντας από τον χρόνο που δαπανούν ενώπιόν τους. «Ωστόσο, δεν μπορεί να μας εξηγήσει για ποιον λόγο κάποια έργα τέχνης είναι περισσότερο ελκυστικά συγκριτικά με κάποια άλλα. Επομένως, έχει ακόμη μεγαλύτερη αξία το να συνομιλούμε άμεσα με τους επισκέπτες μας, κάτι το οποίο πράττουμε και θα συνεχίσουμε να το πράττουμε» υποστηρίζει.
Ενδιαφέρουσα, ωστόσο, είναι και η οπτική του προέδρου των Μουσείων της Μπολόνια Ρομπέρτο Γκράντι, ο οποίος σε τοποθέτησή του επί του θέματος για δημοσίευμα του ιστοτόπου Μπλούμπεργκ θέτει και μια άλλη παράμετρο: «Θα ήταν παραπλανητικό να εξαγάγουμε πάρα πολλά συμπεράσματα σχετικά με τη συμπεριφορά των θεατών με βάση τις φυσικές αντιδράσεις μπροστά σε ένα έργο τέχνης, δεδομένου ότι ένα χαμόγελο μπορεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς πολιτισμούς».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις