Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Σύρα, από οικογένεια εύπορη, το 1836. Από έξι ως δεκατριών χρόνων έζησε στην Γένοβα· ύστερα γύρισε στην Σύρα, όπου ακολούθησε κανονικά σχολικά μαθήματα. Οικότροφος σε Λύκειο, ξενυχτάει κρυφά διαβάζοντας άπληστα τα μυθιστορήματα του Δουμά· από τότε πρωτοφανερώθηκε σε αυτόν και η συγγραφική διάθεση. Από τα 1855, παιδί σχεδόν ακόμη, περνάει σε ξένους τόπους πάλι, ζει στην Γερμανία, στην Ρουμανία και στην Αίγυπτο· προέχει δηλαδή ως τα είκοσι επτά του χρόνια, ως την εποχή όπου έρχεται να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα, το κοσμοπολιτικό στοιχείο μέσα στην ζωή του. Φιλαναγνώστης, φιλότεχνος, μοιράζει τις ώρες του ανάμεσα στις βιβλιοθήκες, στα φροντιστήρια, στα μουσεία και στις συναυλίες· τον απασχολεί όμως πολύ και η κοσμική ζωή. Ευτυχισμένα νιάτα που καλλιεργούν την αίσθηση του καλού, αλλά αφήνουν σε αδράνεια την λειτουργία της φαντασίας. Δύο αλλεπάλληλα ατυχήματα έρχονται να επιτείνουν την εγωιστική μόνωση του Ροΐδη: η ακοή του ελαττώνεται σε βαθμό να δυσκολεύει την κοσμική του ζωή, και μια σειρά από κακές επιχειρήσεις τον καταστρέφει οικονομικά. Η υπεροχική διάθεση, όπως την είχε διαπλάσει η ευτυχισμένη νιότη του, γίνεται τώρα συντελεστής στην ανάπτυξη του ορθολογικού σαρκαστικού πνεύματός του. Ο Ροΐδης ζει μέσα στην ελληνική κοινωνία με την νοσταλγία των περασμένων, με το αίσθημα ότι μειώνεται ζώντας στην Αθήνα, αφού έζησε και χάρηκε τον αέρα των μεγαλοπόλεων. Θέλει να μείνει Έλληνας του εξωτερικού.

Το διάβασμα, που έγινε πια μοναδική χαρά της ζωής του, τον βοηθεί σε μια τέτοια στάση. Όταν αραιά και πού διαβάζει ελληνικά κείμενα, συγκρίνει περισσότερο παρ’ όσο κρίνει· η σκέψη του, καλλιεργημένη από την καλύτερη γαλλική παραγωγή των χρόνων του, βλέπει με δυσμένεια τις ελληνικές λογοτεχνικές προσπάθειες. […] Η πικρία του ξεχύνεται σε όλες τις εκδηλώσεις του, είτε γράφει μυθιστόρημα, είτε δοκιμάζεται στην πολιτική, είτε ασχολείται με την κριτική. Στο τέλος της ζωής του, οικονομικοί λόγοι, συνδυασμένοι με την νοσταλγία των παιδικών του χρόνων, τον έτρεψαν προς ένα είδος που συνηθίζουμε να το λέμε διηγήματα, αλλά που έχει στενά αυτοβιογραφική βάση.

[…]

Ο Ροΐδης πρωτοπαρουσιάζεται στα γράμματα με μια μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου στα 1860. Ο πρόλογός του φανερώνει πρώιμο ενδιαφέρον, σπάνιο τότε στην Ελλάδα, για τα ζητήματα του ύφους και της συγγραφής. […]

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 435-437.


[…] Ιδιαίτερη εντελώς θέση μέσα στα πλαίσια του ιστορικού μυθιστορήματος κατέχει η Πάπισσα Ιωάννα (1866), νεανικό έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη, έργο που προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις και την καταδίκη της Εκκλησίας· με το οξύτατο ορθολογιστικό πνεύμα του, την ειρωνεία του, ακόμα και με την κομψογραφία του, ο Ροΐδης ερχόταν σε αντίθεση με τον ρομαντικό κόσμο, του οποίου ωστόσο αναμφισβήτητο τέκνο ήταν το μυθιστόρημά του. […]

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 180.


[…] Όπως φαίνεται, τα χρόνια που είχε περάσει παιδί στη Γένοβα, τον καιρό που κηρύχθηκε η Επανάσταση του 1848 —χρόνια που αναφέρει με ενθουσιασμό στην εισαγωγή του μυθιστορήματος— του πυροδότησαν τα αντικληρικά και αντικομφορμιστικά αισθήματα που βλέπουμε να εμποτίζουν την Πάπισσα.

Ο Ροΐδης διαλέγει ένα θέμα σκανδαλώδες από μόνο του για το μυθιστόρημά του, την περίπτωση μιας κορασίδας που κατάφερε να ανέβει στον παπικό θρόνο τον 9ο αιώνα. Το θέμα δεν ήταν καινούργιο. […] Ωστόσο αν ο κύριος στόχος μοιάζει να σκανδαλίζει τον αναγνώστη, όταν ξεπεράσει την πρώτη έκπληξη αντιλαμβάνεται, ιδίως ύστερα από ενάμιση αιώνα όπως εμείς, ότι η πάπισσα αποτελεί για τον Ροΐδη μια θαυμάσια πρόφαση για να οικοδομήσει ένα έργο υψηλής λογοτεχνικής στάθμης, ένα παιχνίδι πολύ μεγάλης διανοητικής κομψότητας.

Κατ’ αρχάς ο Ροΐδης, σε μια εποχή που είχε εξιδανικεύσει τη μεσαιωνική περίοδο, καταλύει αυτόν τον ρομαντικό μύθο δείχνοντας πόσο χοντροκομμένος ήταν ο μεσαίωνας· επίσης δεν χάνει την ευκαιρία για να υπενθυμίσει στον αναγνώστη, προσποιούμενος τον σοβαρό, πως πρόκειται για ένα παραμύθι. Η αφήγηση βρίθει σοφών παραθεμάτων, πραγματικών ή πλαστών, με παραπομπές και υπαινιγμούς σε βιβλία και πρόσωπα σύγχρονα: τα πάντα μπορούν να κάνουν την παρωδία πιο σαγηνευτική. […]

Ο Ροΐδης κοιτάζει με την άκρη του ματιού προς τον αναγνώστη· μια τον κακοπαίρνει και τον μπερδεύει με τις παρεκβάσεις του, μια τον υποχρεώνει να γίνει συνένοχός του, φυσικά εις βάρος της Ιωάννας, και αυτό το παιχνίδι το παίζει με θαυμάσια κομψότητα και μαστοριά.

Όποιος, ωστόσο, μελετά την πολιτισμική κίνηση της Ελλάδας προς το τέλος του 19ου αιώνα έχει επίγνωση του γεγονότος ότι ο Ροΐδης αποτελεί μία παρουσία που πάει πολύ πιο πέρα από το σκάνδαλο ενός νεανικού μυθιστορήματος και ότι πέραν του πειρασμού να παραδοξολογεί μετ’ επιμονής, τον ενδιαφέρει η υπεράσπιση κάθε υπόθεσης που μπορεί να συντελέσει στη διαμόρφωση μιας νέας συνείδησης στον κόσμο των γραμμάτων. Έτσι βρίσκεται στο πλευρό του Παλαμά και των άλλων αναμορφωτών που εμφανίζονται στη δεκαετία του 1880.

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 281-283.

*Τα ανωτέρω αποσπάσματα προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο greek-language.gr


Ο χιακής καταγωγής Εμμανουήλ Ροΐδης, ένας από τους σπουδαιότερους έλληνες συγγραφείς του 19ου αιώνα, γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1836 (στις 28 Ιουλίου, κατά την επικρατέστερη εκδοχή) και απεβίωσε στην Αθήνα το 1904.

Ο Ροΐδης καταπιάστηκε επιτυχώς με την πεζογραφία, την κριτική, το δοκίμιο, τη μετάφραση και τη δημοσιογραφία.

Η γραφή του Ροΐδη διακρίνεται για το περίτεχνο ύφος, το ευφυές, συχνά σαρκαστικό χιούμορ και τη σατιρική διάθεση.

Ο Ροΐδης, ο οποίος κάλυψε με το έργο του μια κρίσιμη περίοδο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στο μεταίχμιο της Α’ (Παλαιάς) και της Β’ (Νέας) Αθηναϊκής Σχολής, αντιμετωπίστηκε από τους μεν συγχρόνους του ως ριζοσπάστης, από τους δε νεοτέρους του ως συντηρητικός.

*Η φωτογραφία που συνοδεύει το ανωτέρω κείμενο προέρχεται από το Λογοτεχνικό Ημερολόγιο των εκδόσεων Γαβριηλίδη.