Το τέλος της αναδιανομής
Η στροφή στα κεφαλαιοποιητικά ασφαλιστικά συστήματα συνιστά την εγκατάλειψη της λογικής της αναδιανομής
Στο μακρινό 1994 η Παγκόσμια Τράπεζα κυκλοφορούσε μια έκθεση με τίτλο “Averting the Old Age Crisis. Policies to Protect the Old and Promote Growth” (Αποτρέποντας την κρίση της τρίτης ηλικίας. Πολιτικές για να προστατεύσουμε τους ηλικιωμένους και να προωθήσουμε την ανάπτυξη). Εκεί συγκεφαλαίωνε συζητήσεις που είχαν γίνει για χρόνια και ταυτόχρονα διαμόρφωνε τους όρους συζήτησης του ασφαλιστικού προβλήματος για τις επόμενες δεκαετίες. Με μια έννοια ως τις μέρες μας.
Τα επιχειρήματα της έκθεσης μας είναι πια οικεία, ύστερα από αλλεπάλληλες απόπειρες μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος, στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Οι δημογραφικές αλλαγές, δηλαδή η υπογεννητικότητα σε συνδυασμό με την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, δημιουργούν μια εντεινόμενη πίεση στα δημόσια ασφαλιστικά συστήματα. Ο αριθμός των συνταξιούχων αυξάνεται διαρκώς και επιδεινώνεται η αναλογία ανάμεσα στους εργαζομένους και τους συνταξιούχους με τρόπο που θέτει θέμα βιωσιμότητας των ασφαλιστικών συστημάτων και διαμορφώνει την απειλή ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας δαπάνης να διατίθεται για την κάλυψη των αναγκών του ασφαλιστικού ταμείου. Απέναντι σε αυτούς τους κινδύνους δεν χρειάζονται μόνο «παραμετρικές παρεμβάσεις», δηλαδή παρεμβάσεις που να αφορούν τα όρια ηλικίας, τα ποσοστά εισφορών και τα ποσοστά αναπλήρωσης, αλλά και διαρθρωτικές αλλαγές με μεγαλύτερη από αυτές τη στροφή προς κεφαλαιοποιητικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων και των ιδιωτικών.
Η όλη στοχοθεσία δεν είχε να κάνει απλώς με την προσπάθεια να μην επιβαρυνθούν παραπάνω οι δημόσιοι προϋπολογισμοί με τις απαιτήσεις για κάλυψη των ελλειμμάτων των δημόσιων ασφαλιστικών συστημάτων, σε μια εποχή μάλιστα που ένας ηγεμονεύων νεοφιλελευθερισμός απαιτούσε διαρκώς τη μετάβαση στο «λιγότερο κράτος». Είχε να κάνει και με την ένταση αυτού που αργότερα θα ονομάσουμε χρηματιστικοποίηση και το γεγονός ότι τα ασφαλιστικά ταμεία αντιπροσώπευσαν μια εντυπωσιακή συσσώρευση ρευστότητας που μπορούσε να τροφοδοτήσει τις κεφαλαιαγορές και να ενισχύσει τις τιμές των μετοχών και των ομολόγων αλλά και να επιτρέψει σε επιχειρήσεις την άντληση κεφαλαίων αλλά και στα κράτη την κάλυψη των αυξημένων δανειακών αναγκών.
Ο γκρίζος καπιταλισμός
Και όντως ο όγκος των κεφαλαίων που διαχειρίζονται τα ασφαλιστικά ταμεία είναι εντυπωσιακός και εξηγεί τον αυξανόμενο ρόλο στις διεθνείς αγορές. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το ήδη το 1999 η συνολική αξία τους έφτανε τα 13 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το 2020 τα στοιχεία ενεργητικού των ασφαλιστικών ταμείων παγκοσμίως κατάφεραν να ξεπεράσουν τα 35 τρισεκατομμύρια, επενδυμένα κατά κύριο λόγο (75%) σε μετοχές και ομόλογα. Αυτό γεννά αυτή την ιδιότυπη συνθήκη που ο Ρόμπιν Μπλάκμπερν κάποτε περιέγραψε ως ο «γκρίζος καπιταλισμός», όπου μια από τις βασικές πηγές ρευστότητας για επενδύσεις στην καπιταλιστική οικονομία είναι ακριβώς θεσμοί που στην αφετηρία τους είχαν και μια ορισμένη έστω και μερική επιθυμία διόρθωσης της ανισότητας που είναι εγγεγραμμένη στον πυρήνα της μισθωτής σχέσης. Ιδίως όταν έχουν εγκαταλειφθεί σχέδια και συζητήσεις όπως αυτά της δεκαετίας του 1970 που περιλάμβαναν και τη δυνατότητα αξιοποίησης τέτοιων θεσμών για την επέκταση μορφών δημόσιας ή κοινωνικής ιδιοκτησίας και στοιχείων κοινωνικού ελέγχου στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας.
Μόνο που αυτό ταυτόχρονα ενέχει και μια άλλη σημαντική αλλαγή: ένα στοιχείο τόσο καθοριστικό για την ίδια τη συγκρότηση της εργασίας, δηλαδή ένα μέρος των συνολικών απολαβών (με όρους συνολικού και όχι μόνο εργάσιμου βίου) συνδέεται οργανικά με τις τάσεις που αναπτύσσονται στην καπιταλιστική οικονομία, συχνά και με ενεργητικό τρόπο, εφόσον ο ασφαλισμένος σε ορισμένες περιπτώσεις έχει να επιλέξει το «επενδυτικό προφίλ» της διαχείρισης των αποταμιεύσεών του, διαμορφώνοντας μια ιδιότυπη συνθήκη «συνυπευθυνότητας» σε ένα πεδίο που κανονικά θα έπρεπε να ορίζεται πρωτίστως ως κοινωνικός ανταγωνισμός.
Βασική πλευρά και ένας βαθμός διακινδύνευσης ενεργός στην ίδια την έννοια της επένδυσης, παρότι τέτοιου είδους ταμεία εμπεριέχουν ουκ ολίγες ασφαλιστικές δικλείδες «χρηστής διαχείρισης» για την αποφυγή ακριβώς τέτοιων κινδύνων. Όμως, το γεγονός ότι οι μεγάλες οικονομικές κρίσεις, από τις οποίες, παρά τις κατά καιρούς περί του αντιθέτου διακηρύξεις, συνήθως περιλαμβάνουν και μεγάλες «διορθώσεις» προς τα κάτω της τιμής των κάθε λογής στοιχείων ενεργητικού, ή η εμπειρία της πρόσφατης «κρίσης της ευρωζώνης», όπου φάνηκε ότι ούτε τα κρατικά ομόλογα είναι πλήρως θωρακισμένα, δίνουν, αν μη τι άλλο, μια αίσθηση μεγαλύτερης ανησυχίας.
Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να μας διαφύγει και μια άλλη διάσταση. Η έννοια μιας εξατομικευμένης ασφαλιστικής αποταμίευσης ενέχει ως ίχνος τη μετατροπή ενός συλλογικού δικαιώματος και απαίτησης σε μια ατομική επιλογή και κατά συνέπεια εξίσου ατομική ευθύνη, επιτείνοντας αυτό που έχει με ποικίλους τρόπους περιγραφεί ως η εντεινόμενη τάση κατακερματισμού, εξατομίκευσης και αποσυσπείρωσης της εργασίας ως μορφή υπαγωγής της στις απρόσωπες δυναμικές της αγοράς.
Το ανάθεμα κατά της αναδιανομής
Μέσα σε όλα αυτά κυριαρχεί μια εκ προοιμίου απόρριψη κάθε έννοιας αναδιανομής. Παραβλέποντας ότι –όπως και να το δει κανείς– το να πληρώνουν οι τωρινοί εργαζόμενοι (μαζί με τους εργοδότες) τις εισφορές που αναλογούν στην καταβολή των συντάξεων στους τωρινούς συνταξιούχους, εμπεριέχει έναν πυρήνα αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, κοινωνικής συνοχής αλλά και εύλογης μετατροπής μέρους του παραγόμενου πλούτου σε δημόσιο πόρο, που καμία παραλλαγή εξατομικευμένης επένδυσης δεν μπορεί να πετύχει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις