Οι φωτιές προκαλούν απόγνωση. Η εξαφάνιση ενός ακόμη λευκορώσου ακτιβιστή προκαλεί αηδία. Παρ’ όλα αυτά, ή ακριβώς γι’ αυτά, θέλω να γράψω σήμερα για κάτι άλλο. Θέλω να μεταφέρω μια ερωτική ιστορία, όπως δημοσιεύτηκε χθες στην «Corriere della Sera».

Ο Πάολο Κρέπετ είναι ένας γνωστός ιταλός ψυχίατρος. Κι όταν η εφημερίδα τού ζήτησε στο πλαίσιο των γνωστών καλοκαιρινών αφιερωμάτων να μιλήσει για τον έρωτα που νοσταλγεί περισσότερο, εκείνος γύρισε πίσω στο καλοκαίρι του 1976. Μαζί με τον Φραντσέσκο, έναν φίλο του που είναι σήμερα διάσημος ανοσολόγος, έκαναν τον γύρο της Ιταλίας με τις αγαπημένες τους Triumph. Αλλά οι μοτοσικλέτες χάλασαν κι εκείνοι βρέθηκαν με κάποιον τρόπο στην Ιο. Εκεί γνώρισε, και ερωτεύτηκε, μια νεαρή νοσοκόμα από τη Βόννη.

Eνα ελληνικό νησί είναι πράγματι ο ιδανικός τόπος για ένα ειδύλλιο, παρατηρεί η ρομαντική δημοσιογράφος. «Θα σας απογοητεύσω, αλλά αυτό το υπέροχο κυκλαδίτικο νησί έχει ένα υποβλητικό νεκροταφείο. Εκεί τη γνώρισα». Καμιά αντίρρηση, συνεχίζει απτόητη η συνάδελφος, αλλά δεν θα ήταν καταλληλότερη για το πρώτο φιλί μια παραλία την ώρα του ηλιοβασιλέματος; «Οχι, γιατί εκείνο το κορίτσι είχε μακριά μαλλιά και φορούσε όμορφα ρούχα, χρωματιστά κι αέρινα. Οσο για το νεκροταφείο, βρισκόταν σε έναν λόφο και φυσούσε ένα ωραίο αεράκι, αναζωογονητικό και σκανδαλιάρικο».

Ερως και Θάνατος. Ο ψυχίατρος δεν το διευκρινίζει, αλλά ίσως να αναφέρεται στον πρωτοκυκλαδικό οικισμό Σκάρκου, στον Κάτω Κάμπο της Ιου, όπου βρίσκεται και νεκροταφείο της ίδιας περιόδου. Ισως και όχι – τι σημασία έχει άλλωστε; To νεαρό ζευγάρι πέρασε καλά, για τον Φραντσέσκο δεν ξέρουμε, αλλά τα έχουν αυτά οι ανδρικές φιλίες. Υστερα πήρε ο καθένας τον δρόμο του. Την αναζήτησε στη συνέχεια τη νοσοκόμα ο Πάολο; «Μου είχε αφήσει έναν αριθμό τηλεφώνου και τους επόμενους μήνες προσπάθησα να τη βρω, αλλά χωρίς επιτυχία». Τα έχουν αυτά οι έρωτες. Μήπως δεν ήθελε εκείνη να τη βρουν; «Ναι, μπορεί. Εγώ πάντως προσπάθησα. Και τότε δεν ήταν όπως σήμερα, που είναι αδύνατο να πεις αντίο έτσι όπως είμαστε όλοι δικτυωμένοι».

Εχει δίκιο ο Πάολο. Κι εγώ δεν θα ξεχάσω εκείνο τον γερμανό καθηγητή, χρόνια τώρα, του είχα πάρει μια συνέντευξη και την επομένη που θα έφευγε ζήτησε να με δει. «Μου ενέπνευσες εμπιστοσύνη», μου είπε, «και θέλω να σου ζητήσω μια χάρη. Είχα γνωρίσει ένα κορίτσι τη δεκαετία του ’60 στην Αθήνα, τη λένε έτσι κι έτσι, άλλο στοιχείο δεν έχω, μπορείς να τη βρεις και να της στείλεις την αγάπη μου;». Επιασα τα τηλέφωνα, το πάλεψα, δεν ήταν εύκολο, δεν τα κατάφερα.

Η ιταλίδα δημοσιογράφος ήθελε κάτι ακόμη από τον Πάολο, κάτι δραματικό και βίαιο. «Να, μια φίλη μου με άφησε μια μέρα γράφοντας στον καθρέφτη του μπάνιου ça suffit, αρκετά». Ηταν σαφής, θα έλεγε κανείς. «Ναι, πολύ».