Ένα από τα παράδοξα του τρόπου που ξεδιπλώνεται η δημόσια συζήτηση είναι οι δύο αντιφατικές τάσεις που καταγράφονται ως προς τη διάρθρωση των σύγχρονων κοινωνιών. Από τα μια, έχουμε όλη την προσπάθεια να ακυρωθεί προκαταβολικά κάθε έννοια ένταξης σε κοινωνικές τάξεις. Είναι το διαδεδομένο ρητορικό σχήμα που υποστηρίζει ότι κατά βάση οι κοινωνίες είναι συσσωματώσεις από άτομα χωρίς άλλες εντάξεις και διασυνδέσεις, πέραν αυτών που εξασφαλίζει η αγορά και οι κοινές καταναλωτικές πρακτικές. Από την άλλη, έχουμε το σχήμα για τη «μεσαία τάξη» που λίγο πολύ παρουσιάζεται ως ο κορμός των σύγχρονων κοινωνιών. Αυτό στηρίζεται συνήθως σε ένα σχήμα που ορίζει την «μεσαία τάξη» ως αυτό που μένει εάν αφαιρέσουμε το 20% των πολύ φτωχών και το 20% των πολύ πλούσιων.

Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε το παράδοξο της παραδοχής ότι υπάρχει μια κοινωνική τάξη (και άρα δεν υπάρχουν μόνο άτομα), μόνο που την ίδια στιγμή θα εντόπιζε κανείς ότι μάλλον έχουμε να κάνουμε με μια αντίληψη της τάξης που περισσότερο παραπέμπει σε «κανονιστικό ιδεώδες» παρά σε ανάλυση της κοινωνικής δομής. Η «μεσαία τάξη» γίνεται έτσι ένα ιδανικό, η επίτευξη του να ανήκει κάποιος στην τάξη που συνιστά την ατομική επιτυχία και ταυτόχρονα η άρνηση της ταξικής πόλωσης. Μάλιστα, γίνεται και βασική παράμετρος της πολιτικής πράξης: το εάν ένα μέτρο ή μια κυβερνητική απόφαση ευνοεί ή πλήττει τη «μεσαία τάξη» ανάγεται σε βασικό κριτήριο στην πολιτική αντιπαράθεση.

Την ίδια στιγμή παρότι η «μεσαία τάξη» παρουσιάζεται ως μια ιδιότυπη κοινωνική «μεσότητα» –για να δανειστούμε αυθαίρετα τον Αριστοτελικό όρο– η αντιμετώπιση των δύο άλλων «άκρων» δεν είναι ισότιμη. Ενώ η μειοψηφία των «φτωχών» ή των «χαμηλών εισοδημάτων» αντιμετωπίζεται ως η κοινωνική μερίδα των αποτυχημένων, αυτών που δεν μπόρεσαν να περάσουν ένα κρίσιμο κατώφλι «επιτυχίας» ή «προκοπής», η αντίστοιχη μειοψηφία των πλουσίων, των «ανώτερων εισοδημάτων» αντιμετωπίζεται ως η ακόμη καλύτερη εκδοχή της «μεσαίας τάξης», ως η έκφραση μιας ιδιότυπης «κοινωνικής αριστείας» και μόνο σε οριακές περιπτώσεις κυνισμού του πλούτου στηλιτεύεται ή βρίσκεται στο στόχαστρο της κριτικής. Και αυτό εν μέρει καθώς πάντα υπάρχει η ρητή ή άρρητη παραδοχή ότι μόνο η επιχειρηματικότητα είναι καθοριστική για την ανάπτυξη και άρα τους υλικούς όρους ύπαρξης της «μεσαίας τάξης».

Η εργατική τάξη δεν έχει εξαφανιστεί

Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά θα αποκαλύψει μια διαφορετική πραγματικότητα. Καταρχάς, θα δείξει ότι το σχήμα που επικεντρώνει στη «μεσαία τάξη» παραβλέπει ότι υπάρχει, με ποικίλες μορφές, αυτό που ιστορικά ονομάστηκε «εργατική τάξη». Δηλαδή, ένα σύνολο ανθρώπων που συγκροτούνται γύρω από τη μισθωτή εργασία, με διαφορετικούς βαθμούς ειδίκευσης, σε ένα φάσμα από χώρους, από τη μεταποίηση μέχρι τον αναπτυσσόμενο χώρο των υπηρεσιών φροντίδας. Μάλιστα, όλες οι στατιστικές δείχνουν ότι παρά την υποχώρηση της απασχόλησης στη βιομηχανία (αποτέλεσμα και των μετεγκαταστάσεων αλλά και των μεγάλων αυξήσεων στην παραγωγικότητα), σε άλλους χώρους η απασχόληση έχει αυξηθεί σημαντικά. Αρκεί να σκεφτούμε τον χώρο των εφοδιαστικών αλυσίδων και των μεγάλων αποθηκών που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ψηφιακού εμπορίου. Παρότι απωθημένη από τη δημόσια σφαίρα (ενδεικτική η δυσανάλογη μικρή παρουσία της στα προϊόντα μαζικής κουλτούρας που κατεξοχήν επικεντρώνουν σε μια φαντασιακή «μεσαία τάξη»), εκτός όλων των άλλων και λόγω της κατεξοχήν ένταξης σε αυτή των μεταναστών, και αντιμέτωπη με πολιτικές λιτότητας, ευελιξίας και επισφάλειας που μόνο ως μεγαλύτερη εκμετάλλευση μπορούν να περιγραφούν, δεν παύει να εκπροσωπεί ένα μεγάλο κρίσιμο τμήμα των κοινωνιών μας.

Εάν ξεφύγουμε από τον ιδεότυπο μιας μεγάλης πλειοψηφικής «μεσαίας τάξης», θα διαπιστώσουμε ότι ένα σημαντικό τμήμα των στρωμάτων που εντάσσονται σε αυτή, για παράδειγμα τα ολοένα και πιο μισθωτοποιημένα και επισφαλή τμήματα της διανοητικής εργασίας, αντιμετωπίζουν όρους κοινωνικής αναπαραγωγής πολύ πιο κοντινούς προς αυτούς της εργατικής τάξης, συνιστώντας μάλιστα και τη δυνατότητα μιας ευρύτερης συμμαχίας των δυνάμεων της εργασίας και δη σε ανταγωνισμό με τα κοινωνικά στρώματα που πολώνονται περισσότερο προς την επιχειρηματικότητα, την ιδιοκτησία μέσων παραγωγής και τον πλούτο.

Μια τέτοια προσέγγιση δεν αποτυπώνει μόνο την αναλυτική ανεπάρκεια του σχήματος που επικεντρώνει στη «μεσαία τάξη», αλλά αναδεικνύει και τη χαρακτηριστική αντίφαση – αλλά και έλλειψη – που διαπερνά το πολιτικό σύστημα των σύγχρονων δημοκρατιών: την απουσία πολιτικών εκπροσωπήσεων που να θέτουν το ζήτημα της εργασίας στο προσκήνιο και να δοκιμάζουν να μετασχηματίσουν τις αντιστάσεις και επιδιώξεις της σε εναλλακτικό ιστορικό ορίζοντα. Στοιχείο που εκτός των άλλων επιβάλλει και την υπενθύμιση ότι από την παγίωση της καθολικής ψηφοφορίας μέχρι τη θέσπιση όλων αυτών που συνήθως περιγράφουμε ως «κοινωνικό κράτος», η δημοκρατική και κοινωνική πλευρά της νεωτερικότητας κατεξοχήν στηρίχθηκε σε τέτοιες ακριβώς πολιτικές εκπροσωπήσεις.

 

Προσεγγίζοντας την εργατική τάξη στην Ελλάδα

Στην πρόσφατη έρευνά του με τίτλο Το εργατικό ζήτημα. Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και η συνδικαλιστικής εκπροσώπηση (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), ο ερευνητής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ Δημήτρης Κατσορίδας αποπειράται μια εντυπωσιακή σύνθεση στατιστικών δεδομένων και ερευνών, ση βάση μιας επεξεργασμένης προσέγγισης για τον προσδιορισμό των τάξεων, πάνω στο θέμα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, προσφέροντας μια πειστική τεκμηρίωση για το πώς «η εργατική τάξη αποτελεί την πλειονότητα του πραγματικού οικονομικά ενεργού πληθυσμού».