Εγώ, ο εποχικός δασοπυροσβέστης
Αναμνήσεις ενός δημοσιογράφου των «ΝΕΩΝ» από τη θητεία του στο Δασαρχείο Πάρνηθας
– Καπνός στη Βαρυμπόμπη. Ειδοποίησε αμέσως το Δασαρχείο.
– Η Πάρνηθα ακούει το «43»; Βλέπουμε καπνό στη Βαρυμπόμπη.
– Ακούει η Πάρνηθα. «43» πήγαινε στο σημείο.
Επιβιβάζομαι στο πυροσβεστικό όχημα του Δασαρχείου Πάρνηθας με τον κωδικό «43». Από τη θέση Μετόχι Πάρνηθας (λίγο πάνω από τις εγκαταστάσεις του Τελεφερίκ), όπου είναι το πόστο μας, αστραπιαία, σε 10 λεπτά, μέσα από τους Θρακομακεδόνες και από δασικούς χωματόδρομους βρισκόμαστε στη φωτιά. Ταυτόχρονα μ’ εμάς φτάνει και ακόμη ένα πυροσβεστικό του Δασαρχείου. Διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μία μικρή φωτιά – κάποιος έκαιγε ξερόχορτα σ’ ένα οικόπεδο – και είχε αρπάξει και η ρίζα ενός πεύκου. Αλλά δίπλα ήταν σπίτια και πευκοδάσος.
Είναι Ιούλιος 1995. Είμαι 19 ετών, είμαι εποχικός δασοπυροσβέστης και αυτή είναι η πρώτη μου επιχείρηση κατάσβεσης. Το βάπτισμα του… πυρός σχεδόν στην κυριολεξία. Παίρνω το «πιστόλι» και ρίχνω νερό. «Καμένο, άκαυτο», με καθοδηγούν οι παλαιότεροι. Σε μόλις 15 λεπτά τα δύο οχήματα με τους 5 δασοπυροσβέστες έχουμε καταφέρει να σβήσουμε εντελώς τη μικρής έκτασης πυρκαγιά και να αποτρέψουμε την επέκτασή της στα σπίτια και στο δάσος.
Εχουν περάσει 26 χρόνια από τότε αλλά θυμάμαι αρκετά καλά αυτή την κατάσβεση. Την πρώτη φορά δύσκολα την ξεχνάς. Ομως μετά από την καταστροφική πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη και τα ερωτηματικά που διατυπώθηκαν για το πόσο άμεσα επενέβη η Πυροσβεστική, το αν ξέφυγε η φωτιά και τη συζήτηση που άνοιξε εκ νέου για το αν η ανάθεση της καταστολής των δασικών πυρκαγιών στη Πυροσβεστική το 1998 έφερε αποτελέσματα, θυμήθηκα περισσότερες λεπτομέρειες από εκείνη τη μικρή φωτιά στη Βαρυμπόμπη. Αλλά και από την εξάμηνη «θητεία» μου ως εποχικός δασοπυροσβέστης.
Μία άποψη από τα «μέσα» για το πώς λειτουργούσε εκείνο το μοντέλο δασοπυρόσβεσης – έως το 1998 στην κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών συμμετείχαν και τα Δασαρχεία με δικές τους αυτόνομες πυροσβεστικές δυνάμεις και προσωπικό – ίσως θα μπορούσε να βοηθήσει στον διάλογο για την καλύτερη αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Εξάλλου, αρκετοί ειδικοί υποστηρίζουν πως πρέπει να ενεργοποιηθούν περισσότερο, όπως παλιά, τα Δασαρχεία και οι δασικοί, να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στην πρόληψη, ενώ όλο και περισσότεροι επισημαίνουν ότι οι «φωτιές σβήνουν στη γη».
Ξεκαθαρίζω. Δεν έχω την πρόθεση να πάρω το μέρος κανενός ούτε να εμπλακώ στην αντιπαλότητα δασικών – Πυροσβεστικής. Θα πω τα πράγματα όπως τα έζησα εκείνο το εξάμηνο. Η προσέγγισή μου ίσως δεν είναι εντελώς αντικειμενική διότι ήμουν τότε ένας δασικός υπάλληλος, έστω εποχικός. Ομως δεν ήμουν μόνιμος. Απλά αγαπούσα και αγαπώ το δάσος και το βουνό. Οδηγός μου στο κείμενο που καταθέτω είναι το γελαστό ελάφι και το έλατο στο διακριτικό patch του Δασαρχείου Πάρνηθας που έχω κρατήσει ως αναμνηστικό. Η φύση δηλαδή. Οπως και τότε θα κάνω ό,τι μπορώ για την προστασία της.
Να λοιπόν, τι έζησα, τι είδα, τι κατέγραψα ως δασοπυροσβέστης το καλοκαίρι του 1995 – τότε που ξέσπασε και η μεγάλη φωτιά στην Πεντέλη – μέχρι και το τέλος της αντιπυρικής περιόδου της ίδιας χρονιάς. Η ταχύτατη επέμβαση, όπως περιέγραψα παραπάνω είναι το πρώτο που μου έχει μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη. Ακόμη και το δυσκίνητο όχημα «43», μία παλιά καραβάνα, ήταν άμεσα πανταχού παρόν και «μάχιμο».
Δεύτερο σπίτι. Το δάσος της Πάρνηθας και το βουνό ήταν δεύτερο σπίτι για τους δασοπυροσβέστες και τους δασικούς υπαλλήλους. Τα αγαπούσαν. Tα ήξεραν απέξω κι ανακατωτά. Νοιάζονταν για αυτά. Το έβλεπες. Γνώριζαν τον παραμικρό δασικό δρόμο στο βουνό. Τα περάσματα. Τα επικίνδυνα σημεία για φωτιές. Τα σημεία διαφυγής.
Αλλά και ανάμεσα στους εποχικούς υπήρχαν αληθινοί φυσιολάτρες. Οπως ο Γιώργος Δ. που στα νυχτέρια είχε πάντα να διηγηθεί μία ιστορία για την Πάρνηθα.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά την περιπολία που είχα κάνει με ένα από τα μικρά πυροσβεστικά οχήματα, τις «ντακότες», τα αγροτικά που είχαν μία μικρή δεξαμενή νερού στην καρότσα. Είχαμε κινηθεί στην περιοχή των πρώην Βασιλικών Κτημάτων και στο Κατσιμίδι. Αύγουστος με πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Είχα σχεδόν ζαλιστεί από τα πάνω κάτω με την «ντακότα» στην καρδιά του δάσους. Αλλά η αποστολή ήταν ακριβώς αυτή. Σαρώναμε όλα τα σημεία. Προσβάσιμα και δύσβατα.
Βασική αρμοδιότητα των πυροσβεστικών οχημάτων και των πληρωμάτων ήταν η καλή παρατήρηση από το «καραούλι» τους, ώστε να επεμβαίνουν ακαριαία σε περίπτωση πυρκαγιάς. Αυτό συνέβαινε και με το όχημα «43» στο οποίο ήμουν σχεδόν καθημερινά πλήρωμα. Αλλά πάντα στο «πήγαινε και στο έλα» από τις βάρδιες φροντίζαμε να περιπολούμε στην καρδιά του δάσους. Ο κίνδυνος μίας φωτιάς ήταν υπαρκτός ακόμη και τις μεταμεσονύχτιες ώρες. Από τους περίεργους, τους πυρομανείς ή τους απρόσεκτους μ@@@κες όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι παλιότεροι. Για παράδειγμα δεν θα ξεχάσω, γυρνώντας ξημερώματα από νυχτερινή βάρδια στον Αγιο Μερκούριο, μία περιπολία στα Μαχούνια. Την ομώνυμη πηγή σ’ ένα ξέφωτο πάνω από τα Βασιλικά Κτήματα. Οι συνομήλικοί μου σίγουρα θα θυμούνται ότι εκεί γίνονταν ολονύχτια ρέιβ πάρτι με εκατοντάδες νέους. Οφείλαμε λοιπόν να ελέγχουμε αν όλα είναι καλά.
«Σκοπιές» στο βουνό. Κάποια από τα κιόσκια παρατήρησης ήταν δε κυριολεκτικά μέσα στο δάσος και το βουνό. Οπως στο Φρούριο ή Κάστρο της Φυλής. Μία από τις νύχτες της μεγάλης φωτιάς της Πεντέλης, τον Ιούλιο του 1995 με βρήκε εκεί. Με τον αέρα να λυσσομανάει σε υψόμετρο 700 μέτρων. Ημασταν εκεί στο Φρούριο, άγρυπνοι φρουροί του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας.
Και βέβαια δεν μπορώ να παραλείψω και τη συνδρομή των πυροσβεστικών του Δασαρχείου στη φωτιά της Πεντέλης. Είχα βοηθήσει σε μία «εγκατάσταση» για να σβήσουμε μία αναζωπύρωση στην περιοχή του Γερμανικού Νεκροταφείου.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις