Ο κόσμος πάντα αναζητεί τον ένοχο. Τον απόλυτο φταίχτη. Τα τελευταία χρόνια της χρεοκοπίας, άλλαζε τους ρόλους του «κατηγορουμένου», τροποποιούσε το είδος της «ποινής», του έμεινε στο τέλος, ένα τιμωρητικό έθος, εχθροπαθής λόγος, μια κουλτούρα γενικού πολέμου. Οπως κατασκευαζόταν ο απόλυτος ένοχος, έτσι κατασκευαζόταν και η απόλυτη λύση στα δεινά.

Οι περισσότερες πολιτικές και πολιτιστικές «φυλές», έχουν μια τέτοια ερμηνευτική δομή και συμπεριφορά, που καθορίζει τόσο την εξήγηση, όσο τη στράτευση. Καταγγέλλουν με απίστευτη βιαιότητα ή υπερασπίζονται με ανάλογο πάθος. Τα κοινωνικά δίκτυα είναι ο συναρπαστικός και αποκρουστικός χάρτης, έκφρασης του φαινομένου.

Τα Social, σχεδόν παραγκωνίζουν τα επώνυμα δίκτυα και τα παραδοσιακά ειδησεογραφικά μέσα, χάριν μιας δικής τους «ειδησεογραφίας», μιας κρυμμένης, απόλυτα ειδικής «πληροφορίας» και της αλληλόδρασης. Το βλέπουμε ανάγλυφα με την πυρά που κατακαίει τη χώρα. Δεν έχει γλιτώσει κανείς. Το πολιτικό αλλά και μιντιακό σύστημα, τυλίγεται στις φλόγες μιας ουσιαστικής, βαθιάς κοινωνικής ακύρωσης.

Υπάρχουν όμως μερικές εξαιρέσεις, συναισθηματικές, ιδεολογικές ζώνες και πρόσωπα μιας ιδιότυπης ασυλίας. Ο Μέσι π.χ. και ο λυγμός του για την αποχώρηση από την Μπαρτσελόνα. Είναι ενδιαφέρον ότι στο φόντο της καταστροφής της χώρας μας, υπάρχει (σε πολλούς) το περίσσευμα για μια τέτοια ασυλία. Η λυγμική συνέντευξη του Μέσι, σχεδόν δίπλα στον πυρόπληκτο ηλικιωμένο που κλαίει στη ρεπόρτερ, η απόσταση είναι τεράστια, αλλά ανεκτή.

Ο κάθε πυρόπληκτος θα φύγει, λόγω αφανισμού. Ξέρει ποιος του έκανε την υδραυλική εγκατάσταση στο σπίτι του, πού είχε φυλαγμένα τα εργαλεία, το χορτοκοπτικό, μια τσάπα, τις μπότες για τις αγροτικές δουλειές, θυμάται πότε φύτεψε τη μηλιά, ποια κακοτεχνία έπρεπε να διορθώσει και ανέβαλε γιατί τον κορόιδευε ο μάστορας. Το σπίτι είναι μνήμη, κόπος, μέριμνα. Και πλέον, δεν το έχει. Μαύρο ερείπιο με ένα «Χ».

Ο πυρόπληκτος, εν αντιθέσει με τον Μέσι, δεν μπορεί να «μεταγραφεί» πουθενά. «Πού να πάω»; «Τι με χωράει», «πού αλλού μπορώ να περιληφθώ» «ποια νέα οικία θα συμπεριλάβει τη μνήμη»;

Ο μεγάλος παίκτης Μέσι, φεύγει λόγω ορίου της ισπανικής λίγκας (και των χρεών της Μπαρτσελόνα), για την Παρί και τον μισθό των τριάντα πέντε εκατομμυρίων ετησίως. Εχει «σπίτι» – χώρο κοινωνικής αποδοχής, να πάει. Φυσικά ο Μέσι προσφέρει κάτι που δεν μπορεί ο πυρόπληκτος αγρότης. Ταύτιση. Ο κάθε πιτσιρικάς μπορεί να παραδειγματιστεί από το υπέρλαμπρο άστρο, δεν είναι δυνατό να ταυτιστεί με κάτι τόσο αντιμαγικό και εργασιακά αυτονόητο όπως είναι ο αγρότης.

Αλλά αυτή η τηλεοπτική, αξιολογική, κοινωνική ανισότητα, επιτρέπει στον θεατή να κλαίει και µε τα δύο δράµατα, αντιστοιχεί δηλαδή, σε θεατή που χωράει τα πάντα. Και την καταστροφή και το πολυτελές ποδοσφαιρικό άστρο.

Εναν θεατή μιας ιδιάζουσας πολιτιστικής χωρητικότητας. Που μπορεί με τη στάση του να θέτει ως ερώτημα, ποιος θρήνος είναι ο δικαιότερος; Του Μέσι ή του γέρο-αγρότη; Οχι ο κοινωνικά πιο αποδεκτός, πιο συγχωρητικός, αλλά ο πιο δίκαιος;

Αυτές οι διαφορετικές στρώσεις δικαίου, συστήνουν την «πραγματική» πραγματικότητα και συγχρόνως απομακρύνουν τον μέτοχο από την εξήγησή της. Παραποιήσεις, παρανοήσεις, αντιμεταθέσεις, ανισότητες. Το δίκιο στη ζωή, διακλαδίζεται και στο άδικο.