Λαϊκή σοφία
Είχα την τύχη, μαζί με συμφοιτητές της εποχής μου, να ακούω στα αμφιθέατρα της Φιλοσοφικής Αθηνών τον μεγάλο έλληνα λαογράφο, διάδοχο του Νικολάου Πολίτη, Γεώργιο Μέγα.
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
Είχα την τύχη, μαζί με συμφοιτητές της εποχής μου, να ακούω στα αμφιθέατρα της Φιλοσοφικής Αθηνών τον μεγάλο έλληνα λαογράφο, διάδοχο του Νικολάου Πολίτη, Γεώργιο Μέγα. Ο Μέγας είχε πλουτίσει την περιουσία μας την πνευματική με προίκα αδαπάνητη. Μελέτες του για τις λαϊκές γιορτές, τα έθιμα των μεγάλων εορτών της λαϊκής θρησκείας και, κυρίως, τη λαϊκή αρχιτεκτονική είναι η βασιλική οδός προς την καρδιά του λαού μας, αφού εκεί εδράζεται και θησαυρίζεται, ύστερα από τριβή αιώνων, η γλωσσική μας ιστορία μέσα από την τελετουργική της καθημερινότητας. Ο Μέγας, όσο ήμαστε φοιτητές, ανάμεσα στις άλλες υποχρεώσεις που είχαμε για να ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες του μαθήματος της Λαογραφίας (το όνομα στην επιστήμη αυτή το οφείλουμε στον Νικόλαο Πολίτη) ήταν και να παραδίδουμε, εν είδει δικαιώματος να προσέλθουμε στις εξετάσεις, σημαντικό αριθμό παροιμιών που τα συλλέγαμε από τις γιαγιάδες και τις γειτόνισσες της γενέθλιας γης μας.
Εγώ Ρουμελιώτης, με ρίζες στην Υπάτη, τον Δομοκό και την Αταλάντη, κάτοικος Λαμίας, είχα την ευτυχία να διαθέτω μεγάλο συγγενολόι που χειρίζονταν εξαίσια τη ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά, ώστε παρέδωσα στον καθηγητή μου μια γενναία συλλογή από παροιμιακό ρουμελιώτικο ιδίωμα. Πολλές δεκαετίες μετά, ως γνωστός πλέον φιλόλογος, ζήτησα από παλιό συμμαθητή μου που εργαζόταν στο λαογραφικό αρχείο της Ακαδημίας να ελέγξει, αν ο Μέγας, αφού πήρε την εργασία μου, δεν την πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων, αφού θα ήξερε πως ήδη είχα την πείρα του συλλογέα. Προς έκπληξή μου ο συνάδελφος λαογράφος μου έφερε σε φωτοτυπία τα χειρόγραφά μου με τον αριθμό της ένταξής τους στον λαογραφικό θησαυρό της Ακαδημίας. Κι έτσι πράγματι συγκροτήθηκε η αστείρευτη δεξαμενή λαογραφικού υλικού που τροφοδότησε και τροφοδοτεί χρόνια και χρόνια τη γλωσσική μας περιουσία.
Ο ιδρυτής της Λαογραφίας στη χώρα μας Νικόλαος Πολίτης, πριν γίνει καθηγητής στην ιδρυθείσα για χάρη του έδρα στο Αθήνησι, είχε χρηματίσει Γενικός Γραμματέας στο Υπουργείο Παιδείας. Είχε, λοιπόν, στείλει υπηρεσιακά επιστολές σε όλους τους Διευθυντές των δημοτικών σχολείων της χώρας, ακόμα και στην Κύπρο και την Κάτω Ιταλία, όπου ομιλείτο η ελληνική και υπήρχε γλωσσική παράδοση και ζητούσε από τους εκπαιδευτικούς να συλλέξουν από το στόμα των μαθητών τους και των γονέων τους και των ηλικιωμένων των χωριών που υπηρετούσαν όσες παροιμίες ή παραδόσεις υπήρχαν και να τις αποστείλουν στο Υπουργείο Παιδείας. Σ’ αυτή την εμπνευσμένη πρωτοβουλία και των προθυμία των ελλήνων δασκάλων οφείλουμε μια εξαίσια γλωσσική προίκα. Και ο Γεώργιος Μέγας, 60 χρόνια μετά, συνέχιζε να εμπλουτίζει τη συλλογή. Ευτυχώς αυτός ο έρωτας για τη λαϊκή μας γλωσσική και εθιμική περιουσία συνεχίζεται ως σήμερα. Δεν υπάρχει ούτε μια επαρχία, ούτε ένα χωριό που κάποιος δάσκαλος ή λάτρης της λαϊκής γλώσσας και θυμοσοφίας να μην έχει παραδώσει στην εθιμική μνήμη τη γλωσσική και τελετουργική προίκα τους.
Με πρόχειρους υπολογισμούς είναι εκατοντάδες χιλιάδες οι παροιμίες που είχαν αποθησαυριστεί. Πολλές είναι πανελλήνιες, αλλά είναι διατυπωμένες στα τοπικά ιδιώματα, στις ντοπιολαλιές, έτσι αποτελούν τελείως, πέρα από το νοηματικό περιεχόμενο, άλλη γλωσσική ταυτότητα. Για πολλά χρόνια ακόμη και μορφωμένοι γονείς νόμιζαν πως οι αδελφοί Γκριμ ήταν λογοτέχνες που έγραφαν παραμύθια. Αγνοούσαν πως ήταν συλλογείς λαϊκών παραμυθάδων, κυρίως γυναικών, στις γερμανικές πόλεις και στα κρατίδια. Ο Λούθηρος σε αυτή τη γλώσσα της λαϊκής παράδοσης έκανε τη μετάφραση στα γερμανικά της Αγίας Γραφής.
Κάθε τόσο γνωστοί και άγνωστοι συνέλληνες με εφοδιάζουν με νέες συλλογές λαϊκών παροιμιών, παραδόσεων, τελετών και εθίμων. Πρόσφατα με αιφνιδίασε ένας τόμος 200 σελίδων, όπου ο νομικός, και όχι φιλόλογος, κ. Γιάννης Κασιώτης συγκέντρωσε παροιμίες από την Κέφαλο της νήσου Κω. 544 παροιμίες, διατυπωμένες στην ντοπιολαλιά, σε μεταγραφή στην τρέχουσα πανελλήνια γλώσσα και σε σύντομη ανάλυση των συμβόλων της, των ηθών που παραπέμπουν και στις συνθήκες που χρησιμοποιούνται. Η ντοπιολαλιά της Κεφάλου της Κω περιέχει προφορικούς ήχους που δεν επιτρέπουν σε μια εφημερίδα να ανατρέξει σε ήχους που δεν έχουν τυπογραφικά στοιχεία. Εχουμε πολλούς λόγους να θαυμάζουμε και να ευγνωμονούμε τον Αδαμάντιο Κοραή. Για ένα, όμως, ολίσθημα είναι ασυγχώρητος. Μισούσε τις ντοπιολαλιές και για να τις εξοντώσει εφηύρε (ναι, εφηύρε) την καθαρεύουσα.
«Γριά κι αν εχτενίζεται, ττ’ανήφορο γρωνίζεται» (γνωρίζεται)
«Δίχως Κέρντη κέρατα, δίχως ντροπές κουούνια» (δίχως κέρδη κέρατα, δίχως ντροπές κουδούνια. Για ζημιές που παθαίνεις χωρίς λόγο, χωρίς να φταις, χωρίς να ευθύνεσαι).
«Και το καθισκιόν γκώλοθ θέλει».
«Μήτε πρικός και δείχνου σε, μήτε γλυκός και φάσσε» (ούτε πικρός και να σε δείχνουν, ούτε γλυκός και να σε φάνε).
«Ούλλοι γελούν γι’ αλλόου μου, μμε’γω γελώ τους τόλλους».
«Τό γλήγορον γκαι τ’ όμορφο αντάμα εμ μμπααίνουν» (το γρήγορο και το ωραίο δεν πάνε μαζί).
«Ψηλοθώρει και χαμηλλοπάτα». Αυτονόητο!
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις