Αμφίρροπο ντέρμπι για τρεις οι γερμανικές εκλογές
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις περιγράφουν ένα σκηνικό πολιτικά κατακερματισμένο και χωρίς την ύπαρξη ενός αδιαμφισβήτητα κυρίαρχου κόμματος, όπως ήταν εδώ και 16 χρόνια η Χριστιανική Ενωση της Μέρκελ.
- Δολοφονία σε ξενοδοχείο στην Καλαμάτα - Συνελήφθη ύποπτος
- Σε 20 χρόνια φυλάκισης καταδικάστηκε ο σύζυγος της Ζιζέλ Πελικό για βιασμούς - Ένοχοι οι 51 κατηγορούμενοι
- Αποκάλυψη in: Μία πολυμήχανη 86χρονη παγίδευσε μέλη συμμορίας «εικονικών ατυχημάτων» στα Χανιά
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
Ντέρμπι για τρεις, και μάλιστα ιδιαιτέρως αμφίρροπο, προμηνύονται οι εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου στη Γερμανία. Επιβεβαιώνοντας ότι η πολιτική είναι ένας χώρος γεμάτος από εκπλήξεις, ακόμη και σε μια χώρα εγγενώς εχθρική προς τις ξαφνικές και μεγάλες αλλαγές όπως είναι η Γερμανία, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις αφήνουν να εννοηθεί πως τίποτε πλέον δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Κι αυτό διότι, σε αντίθεση με ό,τι ανέμεναν οι περισσότεροι, η μάχη ενδεχομένως να μη διεξαχθεί μόνο για τη δεύτερη θέση, ανάμεσα σε Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους, αλλά και για την πρώτη, μιας και η Χριστιανική Ενωση μοιάζει να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.
Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με την έρευνα του ινστιτούτου Forsa που διεξήχθη για λογαριασμό των RTL/ntv, Χριστιανοδημοκράτες και Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές (CDU-CSU) φέρονται να συγκεντρώνουν μόλις 23%, ενώ την ίδια στιγμή το SPD έχει αυξήσει τη δύναμή του (δημοσκοπικά πάντα) κατά δύο μονάδες, στο 21%. Πρόκειται για τη μικρότερη διαφορά ανάμεσα στους δύο νυν κυβερνητικούς εταίρους που έχει καταγραφεί από τον Μάρτιο του 2017, δηλαδή έξι μήνες πριν από τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές εκείνου του έτους. Είναι δε προφανές ότι κινείται στα όρια του στατιστικού λάθους, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά όσον αφορά το τελικό αποτέλεσμα και το μετεκλογικό σκηνικό.
Τη ίδια στιγμή, οι Πράσινοι εμφανίζονται να έχουν υποχωρήσει κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα και να βρίσκονται στο 19%. Κι έτσι, όμως, θεωρητικά διατηρούν τις πιθανότητές τους για τη δεύτερη θέση ή ακόμη και για την πρώτη, στην περίπτωση που υπάρξει κάποια σημαντική ανατροπή. Ολα δείχνουν, σε κάθε περίπτωση, ότι ο κατακερματισμός του πολιτικού σκηνικού και η έλλειψη ενός κόμματος που θα είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος, όπως συνέβαινε τα προηγούμενα 16 χρόνια με την Ενωση της Ανγκελα Μέρκελ, είναι πλέον το πιθανότερο σενάριο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Προφανώς δε, σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζουν και τα πρόσωπα των υποψήφιων καγκελαρίων που φιλοδοξούν να καθίσουν στην καρέκλα που φέρει φαρδιά-πλατιά το όνομα της Μέρκελ, μετά από τέσσερις συνεχόμενες τετραετίες. Ο Αρμιν Λάσετ αποδεικνύεται πολύ λίγος για να σηκώσει το βάρος της διαδοχής, ειδικά μετά την γκάφα που διέπραξε. Ο Ολαφ Σολτς βλέπει το αστέρι του να λάμπει καθημερινά περισσότερο, έστω κι αν κουβαλά επίσης πολλά «βαρίδια». Οσο για την Αναλένα Μπέρμποκ, που αρχικά έδειχνε να είναι ικανή για τη μεγάλη ανατροπή, δείχνει να μην πείθει τους συμπατριώτες της ότι μπορεί να αντεπεξέλθει στις τεράστιες ευθύνες της συγκεκριμένης θέσης και ότι το κόμμα της διαθέτει ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο πρόγραμμα διακυβέρνησης.
Αυτή ακριβώς την εντύπωση επιχείρησε να διαλύσει η 41χρονη πολιτικός με τη χθεσινή της συνέντευξη στις εφημερίδες «Financial Times», «le Monde» και «Der Standard» (Αυστρία) στην οποία μίλησε για όλα: Από τις σχέσεις με Ρωσία και Κίνα μέχρι τα δημοσιονομικά της ΕΕ και την «πράσινη μετάβαση», που αποτελεί και το δυνατό της χαρτί.
Υπενθυμίζεται ότι Μπέρμποκ και Πράσινοι εξακολουθούν να διαφωνούν με τον αγωγό Nord Stream 2, παρά το γεγονός ότι πρακτικά έχει ολοκληρωθεί. «Με τη Ρωσία οφείλουμε να αναζητούμε διάλογο όπου είναι δυνατόν, αλλά και να είμαστε σκληροί όταν χρειάζεται» είπε χαρακτηριστικά, κατηγορώντας την απερχόμενη κυβέρνηση για υποχωρητικότητα. Μάλιστα, τάχθηκε υπέρ της επιβολής κυρώσεων σε βάρος ατόμων που σχετίζονται με το καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα που προέρχονται από κρατικά ενισχυόμενες κινεζικές εταιρείες.
Οσον αφορά την ΕΕ και τα δημοσιονομικά της, τάχθηκε υπέρ της χαλάρωσης των ορίων που αφορούν το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, καθώς και της αλλαγής του κανόνα που έχει θεσπιστεί στη Γερμανία και αφορά το «φρένο χρέους». Το τελευταίο, μάλιστα, θεωρεί ότι είναι καίριας σημασίας προκειμένου να πάρει σάρκα και οστά το σχέδιό της για δημόσιες επενδύσεις ύψους 500 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας με στόχο τον ριζικό μετασχηματισμό της γερμανικής οικονομίας και βιομηχανίας – ποσό που προτείνει να αντληθεί μέσω δανεισμού από το κράτος.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις