Δημήτρης Γληνός – Η σωστή έννοια του κλασικισμού
Ο αρμονικός συνδυασμός των αξιών του παρελθόντος με τις δυνάμεις και τις ορμές του παρόντος
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Airbnb: Ρεκόρ ανόδου στις βραχυχρόνιες μισθώσεις το 2024
- Συνελήφθη ένας από τους ανήλικους για την επίθεση με μαχαίρι στα δύο αδέρφια στην Πάρο
- Ζελένσκι: Είχαμε πολλές συναντήσεις με τον διευθυντή της CIA και είμαι ευγνώμων για τη βοήθειά του
Στις 22 Αυγούστου 1882 γεννήθηκε στη Σμύρνη ο Δημήτρης Γληνός, μια από τις κορυφαίες μορφές του κινήματος του δημοτικισμού και της ελληνικής διανόησης του 20ού αιώνα.
Ο Γληνός πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς η οικογένειά του, ανδριώτικης καταγωγής, ζούσε σε κατάσταση πενίας.
Αφού ήλθε στην Αθήνα, ο Γληνός ενεγράφη στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά οι μεγάλες οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να διακόψει δύο φορές τις φιλολογικές σπουδές του, για να εργαστεί ως δάσκαλος.
Υπήρξε αρχικά υπέρμαχος της καθαρεύουσας και οπαδός της περιβόητης Μεγάλης Ιδέας, αλλά σταδιακά πέρασε στο στρατόπεδο των δημοτικιστών.
Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, ο Γληνός νυμφεύτηκε την Άννα Χρόνη (1908) και αναχώρησε μαζί με εκείνη για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (Ιένα και ακολούθως Λιψία), χάρη στην οικονομική στήριξη του πεθερού του.
Εκεί γνωρίστηκε με τον Γιώργο Σκληρό (Γεώργιο Κωνσταντινίδη) και τον Φώτο Πολίτη και ήλθε σε επαφή με τη σοσιαλιστική ιδεολογία.
Ακολούθως επέστρεψε στην Αθήνα (1911), όπου αποτέλεσε μαζί με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη και τον Αλέξανδρο Δελμούζο ένα από τα κορυφαία στελέχη του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Ο Γληνός, που πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Συνδέσμου Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως, ήταν τοποθετημένος στην αριστερή πτέρυγα του βενιζελισμού.
Σε συνεργασία με τους Τριανταφυλλίδη και Δελμούζο κατά κανόνα, ο Γληνός έδρασε από διοικητικές και μη θέσεις για την επίλυση του γλωσσικού ζητήματος και την αναμόρφωση της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της.
Το 1926, αφού συνειδητοποίησε ότι η δυνατότητα προώθησης και στερέωσης μιας ουσιαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης μέσω των κρατικών μηχανισμών ήταν μηδαμινή, ο Γληνός αποφάσισε να απομακρυνθεί οριστικά από τα δημόσια αξιώματα.
Έχοντας πλέον περάσει σε μια περίοδο διαρκών αναζητήσεων και αμφισβήτησης του Βενιζέλου και της μοναρχίας, ο Γληνός οδηγήθηκε στη διαπίστωση πως το εκπαιδευτικό πρόβλημα της χώρας θα μπορούσε να επιλυθεί μόνο μέσα από την πάλη των τάξεων.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, και αφού προηγήθηκε η έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση», με το οποίο συνεργάστηκαν κατά καιρούς σημαντικοί διανοούμενοι, ο Γληνός στράφηκε σαφέστερα προς το μαρξισμό και προσέγγισε σταδιακά το ΚΚΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο, συνεργάστηκε με το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», καθώς και με την εφημερίδα του κόμματος, τον «Ριζοσπάστη».
Το καλοκαίρι του 1934 ο Γληνός επισκέφθηκε μαζί με τον Κώστα Βάρναλη τη Σοβιετική Ένωση, κι αυτό ήταν ένα ταξίδι που έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα επιλογές του.
Το 1935 ο Γληνός εξορίστηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Κονδύλη και τον Ιανουάριο του 1936 εξελέγη βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου.
Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε εκ νέου, αλλά παράλληλα γνώρισε και την πιο γόνιμη από συγγραφικής απόψεως περίοδο της ζωής του.
Επί Κατοχής ο Γληνός συνελήφθη από τους Ιταλούς και πρωταγωνίστησε στις διεργασίες για την ίδρυση του ΕΑΜ, συντάσσοντας το ιδεολογικο-πολιτικό μανιφέστο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ».
Στις 26 Δεκεμβρίου 1943, κι ενώ ετοιμαζόταν να μεταβεί στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, προκειμένου να αναλάβει ηγετικά καθήκοντα, ο Γληνός, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ, έφυγε από τη ζωή.
Στο κατωτέρω κείμενο, απόσπασμα μελέτης που συνέγραψε το 1916, ο Γληνός εκθέτει τις απόψεις του για το πώς θα ήταν δυνατόν να είναι γόνιμες στην εποχή μας οι πολιτισμικές αξίες του παρελθόντος.
Κατά τον Γληνό, οι εν λόγω αξίες (η γλώσσα, οι ηθικές αντιλήψεις, το δίκαιο, τα ήθη, τα έθιμα κ.λπ.) μεταβιβάζονται στους επιγενομένους είτε υποσυνείδητα, με την ιστορική συνέχεια από γενιά σε γενιά, είτε συνειδητά.
Αξίες του παρελθόντος που επιβιώνουν υποσυνείδητα και αποτελούν το συντηρητικό θεμέλιο του πολιτισμού είναι γλωσσικοί, λογοτεχνικοί και εκφραστικοί γενικά τύποι, θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις, καθώς και τεχνικά μέσα.
Πέραν αυτής της άμεσης κληρονομιάς, επισημαίνει ο Γληνός, παρατηρείται και μια συνειδητή προσπάθεια επιστροφής σε παλαιές αξίες, προκειμένου να αξιοποιηθούν στο παρόν.
Τη συνειδητή αυτήν επιστροφή στα περασμένα, στις ανώτερες αξίες του παρελθόντος, ο Γληνός την αποκαλεί ιστορισμό.
Και διευκρινίζει ότι υπάρχουν δύο είδη ιστορισμού: ο άγονος ή νοσηρός ιστορισμός, δηλαδή η αυτούσια μεταφορά και μίμηση αξιών, και η λεγόμενη μετουσίωση αξιών.
Ιδού πώς αντιλαμβάνεται ο Γληνός αυτήν τη μετουσίωση αξιών, τη δημιουργική πρόσληψη και αφομοίωσή τους:
Το δεύτερο είδος του ιστορισμού, που τ’ ονομάσανε μετουσίωση αξιών, φανερώνεται σ’ εποχές δημιουργικής ορμής. Κάθε λαός δεν αποτελεί ένα ομοιόμορφο σύνολο ατόμων, ούτε επομένως οι συνισταμένες των κοινωνικών ενεργειών, που τις ονομάσαμε αξίες του πολιτισμού, είναι γεννήματα του συνόλου των ατόμων ενός λαού. Τις περισσότερες φορές είναι δημιουργήματα στενοτέρων ομάδων ή κοινωνικών τάξεων. Μια κοινωνική τάξη, που έχει την ηγεμονία μέσα στο σύνολο, όσο και αν έχει κοινές τις ρίζες και αντλεί στοιχεία από το σύνολο, δημιουργεί ή συντηρεί τις αξίες του πολιτισμού αυτή κατά έναν τύπο σύμφωνο με τα συμφέροντά της, τις επιδράσεις που δέχεται και την πλαστική της δύναμη. Οι γερασμένες λοιπόν κοινωνικές τάξεις κρατιούνται στα περασμένα κατά το πρώτο είδος του ιστορισμού και όσο ο υπόλοιπος λαός από αδυναμία δεν κατορθώνει να σπάσει τα δεσμά, που του βάνει η κυρίαρχη τάξη του, μένει στάσιμος και παρουσιάζει ως σύνολο την εικόνα που δώσαμε παραπάνω, όταν επικρατεί ο νοσηρός ιστορισμός. Το ίδιο συμβαίνει και με λαούς νέους, που όταν πρωτοήρθαν σ’ επαφή με ανώτερο πολιτισμό, δέχτηκαν την επίδρασή του και υποτάχτηκαν σ’ έναν ψυχικό κόσμο ανώτερο με όλες τις αντιπροσωπευτικές του αξίες. Έτσι λ.χ. οι γερμανικοί λαοί άμα ήρθαν σ’ επαφή με το ρωμαϊκό κόσμο. Άμα όμως μια υποταγμένη κοινωνική τάξη, παίρνοντας σιγά σιγά στα χέρια οικονομική βάση ανεξάρτητη και επομένως και δύναμη και ολοένα μεγαλύτερη συνείδηση του εαυτού της, τείνει να κυριαρχήσει αυτή μέσα στο σύνολο του λαού, ή άμα ένα έθνος ωριμάζοντας ολοένα περισσότερο πάρει συνείδηση τού εγώ του απέναντι του ξένου ψυχικού κόσμου, που τον κυριάρχησεν ως τώρα, τότε όλες οι δημιουργικές δυνάμεις ξυπνούν και οι προσπάθειες τείνουν να διαμορφώσουν αξίες, που να εκφράζουν ικανοποιητικά τις ορμές και τις ψυχικές ανάγκες καθώς και τα συμφέροντα της τάξης ή του έθνους, που ανεβαίνει.
Αυτές είναι οι εποχές των κρίσεων, που παλαιοί πολιτισμοί και γερασμένες αξίες κλονίζονται και νέοι κόσμοι γεννιούνται. Τα κινήματα μάλιστα αυτά, όταν συντρέχουν οι ιστορικοί όροι, παίρνουν πολύ πλατύτερη έκταση, ξεπερνούν τα σύνορα λαών και εθνών, απλώνονται σε μεγάλο μέρος ή και στο σύνολο του πολιτισμένου κόσμου και γίνονται παγκόσμια, με την περιορισμένη έννοια που δίνομε στο παγκόσμιο, κλείνοντάς το κάθε φορά μέσα στα όρια της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Έτσι λ.χ. το ρωμαϊκό κράτος είχε πλάσει τους κατάλληλους όρους για να ξαπλωθεί σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο η μεγάλη ηθική και πνευματική κρίση, απ’ όπου πήγασε ο χριστιανισμός. Έτσι επίσης στην εποχή της Αναγέννησης υπήρχαν οι κατάλληλοι ιστορικοί όροι για ν’ απλωθεί το κίνημα, που φέρνει τ’ όνομα τούτο, σ’ όλη σχεδόν τη δυτική Ευρώπη.
Σε τέτοιες λοιπόν εποχές δημιουργικής ζύμωσης φανερώνεται πρώτα μια αντίθεση έντονη προς τα καθιερωμένα καθεστώτα, προς την παράδοση, προς τις αντιπροσωπευτικές αξίες, που ως τότε κυριαρχούσαν. Αυτές φαίνονται κενές, πενιχρές, δεν ανταποκρίνονται πια στις ψυχικές ανάγκες των ανθρώπων, είναι δεσμά που πρέπει να σπάσουν. Κάτι νέο πρέπει να ‘ρθει, κάτι καλύτερο, κάτι απολυτρωτικό, και φυσικά ορμούν οι ανώτεροι άνθρωποι κάθε λαού, για να βρουν την έκφραση αυτού του νέου. Τότε δύο πράγματα είναι δυνατό να συμβούν.
Α’) Απαρνιούνται οι άνθρωποι ολωσδιόλου την καθιερωμένη παράδοση. Όλος ο ως τότε πολιτισμός χαρακτηρίζεται νοσηρό γέννημα, παραστράτημα του ανθρώπου από τη φύση. Ξαναγύρισμα στη φύση, αναγνώριση απόλυτη των ειδολογικών δυνάμεων του ανθρώπου, ανεξάρτητα και αντίθετα προς κάθε καθιερωμένη έκφραση είναι τα χαρακτηριστικά σημάδια των εποχών αυτών. Νατουραλισμός, ορθολογισμός, απόλυτος συγχρονισμός είναι οι όροι που εκφράζουν μια τέτοια κατάσταση. Χαρακτηριστικός τύπος τέτοιας εποχής ο δέκατος όγδοος αιώνας στη δυτική Ευρώπη. Και ονομάζομε την τάση αυτή απόλυτο συγχρονισμό, γιατί φυσικά η τέλεια απάρνηση κάθε αξίας δημιουργημένης ως τότε είναι εικονική. Οι ζωντανές αξίες του παρόντος και το παρελθόν που ζει μέσα σ’ αυτές αποτελούν αναπόσπαστο και αναφαίρετο στοιχείο της ψυχικής ζωής των ανθρώπων.
Έτσι ο Ρουσσό κηρύχνοντας την απάρνηση του πολιτισμού και την επιστροφή στη φύση κρατά λ.χ. τη γλώσσα, τη γαλλική γλώσσα του καιρού του, που είναι καταστάλαγμα ψυχικής εξέλιξης μακρόχρονου πολιτισμού και άπειροι θησαυροί και αξίες κληρονομημένες από τα περασμένα ζουν μέσα της.
Β’) Συχνότερα όμως η δημιουργική ζύμωση δεν παίρνει το δρόμο τούτο, δεν είναι τέτοια η πεποίθηση των ανθρώπων στο εγώ τους, στο «φυσικό και έμφυτο λόγο», που κηρύχνεται από τους ορθολογιστές ως μόνος οδηγός. Συχνότερα η ζήτηση του νέου στρέφεται στα περασμένα και πριν να βρει την ιδιότυπη έκφραση, που θα ικανοποιήσει ολοκληρωτικά τις ανάγκες του παρόντος, αναζητά στο παρελθόν τις ιδανικές αξίες, που είναι οι συγγενέστερες και επομένως οι σχετικά ικανοποιητικότερες για τις σύγχρονες ορμές, και προσπαθεί σ’ αυτές να ξεχύσει τη δημιουργική πνοή ή αυτές ν’ αφομοιώσει και απ’ αυτές να πάρει τα στοιχεία για να πλάσει τις νέες αξίες. Τότε το παρελθόν γίνεται σπέρμα ζωογόνο για το παρόν, βοηθεί τη διαμόρφωση του, δίνει ιδανικά παραδείγματα και όχι καλούπια, που να πρέπει αυτούσια να επιβληθούν και να συντρίψουν κάθε ορμή. Αυτές είναι αληθινά δημιουργικές εποχές και το είδος του ιστορισμού, που φανερώνεται σ’ αυτές, είναι ο δημιουργικός ιστορισμός, δηλ. ο αρμονικός συνδυασμός των αξιών του παρελθόντος με τις δυνάμεις και τις ορμές του παρόντος, έτσι που και τα περασμένα να δίνουν κάθε στοιχείο που μπορεί να χρησιμεύει για ιδανικό παράδειγμα και ν’ αφομοιώνεται από το παρόν και η σύγχρονη ορμή ν’ απλώνεται άνετα και να εξυψώνει τα δικά της στοιχεία σε αξίες πολιτισμού όσο μπορεί περισσότερο ικανοποιητικές για τις σύγχρονες ψυχικές ανάγκες.
Αυτή είναι η μόνη σωστή έννοια του κλασικισμού.
Εννοείται ότι η δημιουργική ζύμωση, όπως την περιγράψαμε παραπάνω, μπορεί να έχει γενικότερο ή πιο περιορισμένο χαρακτήρα, μπορεί ν’ αποβλέπει σε όλα τα είδη των αξιών του πολιτισμού ή σε μερικά απ’ αυτά. Το συχνότερο μάλιστα είναι ότι ποτέ δε φανερώνεται ταυτόχρονα μια γενική και πολυμερής δημιουργία, αλλά μια κύρια γραμμή, που πότε είναι θρησκευτική, πότε πολιτειακή, πότε κοινωνική, πότε λογοτεχνική, πότε καλλιτεχνική, πότε βιοτεχνική. Έμμεσα όμως πάλι και είτε ταυτόχρονα είτε σε μια αλληλουχία όχι πολύ μακρόχρονη, η δημιουργία σ’ ένα επίπεδο δεν αφήνει αδιάφορα και μερικά άλλα συγγενή.
Παραδείγματα τέτοιου ιστορισμού μάς δίνει πάλι πρώτα πρώτα η γλώσσα, που επειδή είναι το κυριότερο εκφραστικό μέσο του ψυχικού κόσμου, γίνεται συνηθέστερα το όργανο των δημιουργικών κινημάτων. Έτσι λ.χ. όταν οι λαοί της δυτικής Ευρώπης έφτασαν σε συνείδηση τού εγώ τους και πολεμώντας τη λατινική παράδοση κινήθηκαν να δημιουργήσουν ιδιότυπο πολιτισμό, αισθάνθηκαν την ανάγκη να υψώσουν τις εθνικές ή μητρικές τους γλώσσες σε όργανα εκφραστικά των ψυχικών αναγκών τους. Οι λογοτέχνες, οι κοινωνικοί και θρησκευτικοί μεταρρυθμιστές καλλιέργησαν τις περιφρονημένες ως τότε γλώσσες, που μόνο τις μιλούσαν ή τις χρησιμοποιούσαν στο λαϊκό τραγούδι. Ταυτόχρονα όμως έχομε και ένα άνθισμα του κλασικισμού, με ιδανικό ως προς το γλωσσικό μέρος την καλλιέπεια, την eloquentiam.
Ο τέτοιος κλασικισμός στάθηκε χρησιμότατος στη διάπλαση όλων των γλωσσών και των νεολατινικών και των αγγλοσαξωνικών και των σλαβικών ακόμη. Γιατί η καλλιέπεια, που τα πρότυπά της τ’ αναζητούσαν στους κλασικούς συγγραφείς της Ρώμης και των Αθηνών, συνειδητά ή υποσυνείδητα βοηθούσε τη διαμόρφωση των γλωσσών αυτών, τις πλούτιζε με εκφραστικούς τρόπους, τους μετάδινε αρετές του ύφους, ακρίβεια, αποχρώσεις, λεπτότητα, σαφήνεια. Έτσι έγιναν οι κλασικοί των Αθηνών και της Ρώμης το σχολείο των μεγάλων συγγραφέων και αυτή την έννοια είχε όχι μόνο τότε μα και αργότερα στη Γερμανία του Γκαίτε λ.χ. και έχει και σήμερα ακόμη ο σωστός γλωσσικός κλασικισμός για όλα τα πνεύματα που κήρυξαν την ανεκτίμητη αξία του.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις