Υπάρχουν – ακόμα – αρνητές του Ολοκαυτώματος, η κλιματική αλλαγή δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Σαφώς μειοψηφική αλλά φωνακλάδικη και αποπροσανατολιστική, μια τέτοια άρνηση συγκροτείται από τη σύμπλευση ατόμων και ομάδων που κινούνται για την υπηρέτηση συμφερόντων ή από ιδεοληψία και φανατισμό ή από έναν κακώς νοούμενο αντικομφορμισμό.

Στηρίζεται σε ελάχιστα επιστημονικά δημοσιεύματα (έναντι πολλών χιλιάδων που λένε το αντίθετο), στα έωλα επιχειρήματα ότι η θερμοκρασία πάντα αυξανόταν και ακραία φαινόμενα πάντα υπήρχαν (ποτέ όμως με τέτοια πυκνότητα, διαστάσεις, αυξητική τάση, αλληλοσύνδεση αιτίων και συνεπειών) και στις οπισθοδρομικές «σκέψεις» πως, ό,τι και να κάνουμε, προβλήματα θα υπάρχουν, ενώ το κόστος της αλλαγής πορείας θα είναι πολύ μεγάλο.

Το εντυπωσιακό, και πρωτοφανώς αντιδραστικό, είναι ότι τέτοιος «λόγος» αρθρώνεται ακριβώς τη στιγμή που οι αποδείξεις, τόσο από την επιστήμη (Εκθεση Διακυβερνητικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή) όσο και από την ίδια τη φύση (άνευ προηγουμένου καύσωνες στη Μεσόγειο αλλά και στον Καναδά, πρωτοφανείς για την εποχή πλημμύρες στην Κεντρική Ευρώπη αλλά και στην Κίνα, πρωτόγνωρων διαστάσεων πυρκαγιές σε Καλιφόρνια, Σιβηρία, Ελλάδα, Τουρκία, Ιταλία, Αλγερία, Σκανδιναβία), είναι τόσο καταλυτικές.

Η νηφάλια έκθεση των γεγονότων δεν αποκαλύπτει κάτι νέο, ούτε πρέπει να οδηγεί σε πανικό, έχει όμως αξία πυξίδας. Οι θερμοκρασίες στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη είναι σήμερα υψηλότερες από ποτέ και αυτό το φαινόμενο αφενός οφείλεται «ασυζητητί» (Εκθεση Διακυβερνητικής Επιτροπής ΟΗΕ) σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες, αφετέρου έχει ενταθεί, και συνεχίζει να εντείνεται, με απολύτως εκθετικό και «μη φυσιολογικό» τρόπο.

Οι καύσωνες, οι πλημμύρες και οι κυκλώνες των πρόσφατων χρόνων, και του φετινού καλοκαιριού, είναι ισχυρότερα και πυκνότερα από ποτέ και έχουν ήδη δημιουργήσει μια μη αναστρέψιμη τάση, σύμφωνα με την οποία το σημερινό «ακραίο φαινόμενο» θα είναι το αυριανό (σε ορίζοντα μιας ή το πολύ δύο δεκαετιών) «σύνηθες πρόβλημα».

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι είναι επιτακτική η μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Ενόψει μάλιστα της φετινής Διάσκεψης για το Κλίμα στη Γλασκώβη, ο στόχος της προηγούμενης Διάσκεψης του Παρισιού έχει εκ των πραγμάτων μεταβληθεί: ακόμα κι αν όλες οι χώρες τηρούσαν τις δεσμεύσεις τους από αύριο το πρωί, ο περιορισμός ανόδου της θερμοκρασίας κατά 1,5% σε ορίζοντα 2040 θα ήταν ανέφικτος.

Ρεαλιστικός πλέον στόχος, με άμεση και παγκόσμια συντονισμένη δράση, είναι το 2%, που σημαίνει σχετική ανάσχεση και όχι πλήρη αναστροφή. Εάν δεν επιτευχθεί η μερική ανάσχεση, η οικολογική καταστροφή είναι βέβαιη και αναπόφευκτη.

Το ζήτημα, επομένως, για όσους νοιάζονται για τον πλανήτη και τη ζωή σε αυτόν δεν είναι αν υπάρχει ανάγκη για επείγουσα ανάληψη δράσης, αλλά ποια μορφή πρέπει να πάρει για να είναι πιο αποτελεσματική και να υπερπηδήσει τα πολλά εμπόδια που θα στηθούν στο διάβα της (και εντός των οποίων οι φωνές των αρνητών είναι ίσως το χαμηλότερο).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα υπάρξουν οικονομικές ανακατατάξεις, ότι κάποιοι – πρόσωπα, εταιρείες, χώρες και περιφέρειες – θα ευνοηθούν και κάποιοι θα χάσουν. Ούτε αμφισβητείται ότι είναι κρισιμότατο να προβλεφθούν κίνητρα, μεταβατικές περίοδοι και να ληφθούν υπόψη ειδικές συνθήκες.

Ολα αυτά έχουν σε κάποιο βαθμό αποτυπωθεί στις μεγάλες μέχρι στιγμής επιχειρήσεις υλοποίησης: την ευρωπαϊκή «Πράσινη Μετάβαση» και το αμερικανικό «Πρόγραμμα Υποδομών».

Η δυσκολία της άσκησης που οι αποφασίζοντες έχουν μπροστά τους έχει τρεις ιδίως διαστάσεις: τη χρονική (τα μέτρα επείγουν και οι «κανονικές» διαδικασίες αργούν και «νερώνουν» το αποτέλεσμα), την πολιτική (εξισορρόπηση μεταξύ χωρών με διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, αντίσταση στον πειρασμό τα μεγάλα «προγράμματα βοήθειας» να δώσουν κάτι σε όλους) και την τεχνική (στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ξέρουμε από χρόνια τι μέτρα πρέπει να πάρουμε και για τις πυρκαγιές και για την ανάπτυξη και οι «ειδικοί» συνεχίζουν να διαφωνούν και να αλληλεξουδετερώνονται).

Ομως πλέον ο δισταγμός και η καθυστέρηση, τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο, αποτελούν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος