Πάντα, τέτοια εποχή, αυτή η γνώριμη αίσθηση μελαγχολίας, το στενάχωρο «σύνδρομο του τέλους». Τώρα που το καλοκαίρι τελειώνει, τώρα που ο Σεπτέμβριος πλησιάζει, τώρα που η ξεγνοιασιά και η χαλάρωση τακτοποιούν σιγά σιγά τις βαλίτσες τους και ετοιμάζονται να μας αποχαιρετήσουν και να αναχωρήσουν ανανεώνοντας το ραντεβού τους για του χρόνου το καλοκαίρι.

Αυτό βέβαια που φέτος κάνει τη διαφορά είναι ότι το καλοκαίρι που τελειώνει δεν υπήρξε και τόσο ξέγνοιαστο. Τουναντίον. Εχεις την αίσθηση ότι ξεγνοιασιά και χαλάρωση αναζήτησαν για αρκετό καιρό τις βαλίτσες τους στο τμήμα απολεσθέντων.

Για κάποιους βέβαια, η απώλεια χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς στους μήνες του καλοκαιριού επιβάλλεται· αυτοί είναι ευτυχισμένοι όταν δεν προλαβαίνουν να χαλαρώσουν και δυστυχείς όταν συμβαίνει το αντίθετο. Και ναι, σε ορισμένους επαγγελματικούς κλάδους στη χώρα μας αυτό το καλοκαίρι υπήρξε πολύ πιο μη χαλαρωτικό, πολύ πιο προσοδοφόρο συγκριτικά με το προπέρσινο (γιατί το περσινό καλοκαίρι, όπως μαθαίνω, δεν μετρά καν, ήταν σαν να μην υπήρξε). Γεγονός που μου επιβεβαίωσε ο Γιώργος, ένας φίλος από το Ναύπλιο, επιχειρηματίας, ο οποίος φέτος είχε τζίρο εντυπωσιακά ανεβασμένο συγκριτικά με εκείνον που είχε το 2019. Ενα ιδιαίτερα χαρμόσυνο νέο, σημαίνει ότι η οικονομία έχει πράγματι αρχίσει και πάλι να κινείται, να παίρνει τα πάνω της – και το αναφέρω όχι ως ειδικός στα οικονομικά (είμαι ο τελευταίος που θα μπορούσε να έχει γνώμη πάνω σε αυτά τα αγχωτικά θέματα) αλλά ως αυτήκοος μάρτυρας των λεχθέντων ενός φίλου ο οποίος γνωρίζω ότι μιλάει πάντα με βάση την αλήθεια της αριθμητικής και των γεγονότων.

Ωστόσο παράλληλα με αυτή την – ας την αποκαλέσουμε – οικονομική ανάκαμψη, βουνό τα προβλήματα στη ζωή μας: από τον COVID αρχίζεις, στην καμένη Ελλάδα καταλήγεις – συν το πρόβλημα που ανέκυψε με την προσφυγική κρίση από το Αφγανιστάν και τις πιέσεις που η χώρα μας ενδεχομένως θα δεχθεί. Αυτή η καλοκαιριάτικη… χιονοθύελλα πολύ σοβαρών προβλημάτων ήταν αναπόφευκτο να κλονίσει τη διάθεση, να παγώσει τα χαμόγελα στα πρόσωπα των ανθρώπων, να μετατρέψει τη χαλάρωση σε είδος πολυτελείας. Γιατί πόση άραγε χαλάρωση και γαλήνη μπορεί να νιώσει κανείς όταν βρίσκεται διαρκώς σε… αφύπνιση;

Κακά τα ψέματα. Ολα τα παραπάνω ήταν τα μόνα θέματα που άκουγες δίπλα σου, από την παραλία ως τους χώρους εστίασης και τα καφέ. Ο κόσμος δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να χαλαρώσει. Από τη μια πλευρά, η λέξη «εμβόλιο» που είναι πια το καλημέρα, το καλησπέρα και το καληνύχτα μας. Από την άλλη, την περίοδο έξαρσης των μεγάλων, καταστρεπτικών πυρκαγιών, η ίδια η ατμόσφαιρα δεν σου επέτρεπε να σκεφθείς κάτι άλλο. Το τοπίο σεληνιακό, μουντό, θολό· ακόμα και όταν βρισκόσουν πολλά χιλιόμετρα μακριά από τα σημεία των πυρκαγιών η οσμή σε προβλημάτιζε, όπως και οι στάχτες.

Καταλαβαίνω απόλυτα τη φίλη μου τη Μαρία που όταν της έστειλα μήνυμα για τα χρόνια πολλά τον Δεκαπενταύγουστο, μαζί με το ευχαριστώ της μου απάντησε «τι παράξενο καλοκαίρι ήταν κι αυτό εφέτος…». Πράγματι, αυτό το φετινό καλοκαίρι που φεύγει ήταν πολύ παράξενο, έμοιαζε με πανομοιότυπο κρίκο της ίδιας αλυσίδας των μηνών και των εποχών που προηγήθηκαν, οι οποίες κάθε άλλο παρά χαλαρές υπήρξαν.

Και τώρα;

Τώρα έρχεται ο καιρός της προετοιμασίας όλων μας για τη νέα σεζόν, για τις νέες προκλήσεις, για τις νέες περιπέτειες, με τις κεραίες μας τεντωμένες βέβαια για τις ξαφνικές αλλαγές που σχεδόν πάντα προκύπτουν, εκεί γύρω στους πρώτους μήνες του φθινοπώρου.

Σαν μια ταινία που και την έχεις δει πολλές φορές και ξέρεις ότι θα την ξαναδείς.

Ποιος ξέρει τι μας περιμένει; Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε και μόνο η πράξη θα ορίσει την καθημερινότητα.

Το μόνο που μένει είναι να προχωρήσουμε με αισιοδοξία απλώς και μόνο επειδή είναι προτιμότερη της απαισιοδοξίας. Και είναι χαρμόσυνο που πολύς κόσμος που βρίσκεται μέσα στην απορία και την αγωνία επιμένει να κάνει σχέδια για το μέλλον, αρνούμενος να καταθέσει τα όπλα, να βουλιάξει στη μοιρολατρία και στην γκρίνια.