του Τάσου Μαντικίδη

Κοινός τόπος είναι πως οι ισχυροί καύσωνες, οι εφιαλτικές πυρκαγιές, οι φονικές πλημμύρες και οι φυσικές καταστροφές σε ολόκληρο τον κόσμο δεικνύουν πως η κλιματική αλλαγή, όπως αποφάνθηκε και η πρόσφατη έκθεση του τμήματος της κλιματικής επιστήμης των Ηνωμένων Εθνών, είναι ήδη εμφανής σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται, για την αντιμετώπιση των ολοένα μεγαλύτερων και περισσότερων πηγών εκπομπής ρύπων απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια μεταξύ περιφερειών, κυβερνήσεων, εταιρειών και επενδυτών, λένε οι αναλυτές. Δεδομένου μάλιστα πως ο παγκόσμιος πλούτος των νοικοκυριών σύμφωνα με την τελευταία έρευνα (2021) της Credit Suisse ξεπέρασε τα 418 τρισεκατομμύρια δολάρια, αν κινητοποιηθεί μόλις το 1% αυτού του πλούτου, όπως εκτιμούσε και η UBS, θα υπεραρκούσε για τη γεφύρωση των εκτιμώμενων ετήσιων επενδύσεων ύψους 2,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που είναι αναγκαίες για την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (SDGs/ΣΒΑ).

Καθώς η μετάβαση προς μια κοινωνία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα επιταχύνεται, η επικέντρωση στους παράγοντες του περιβάλλοντος, της κοινωνίας και της διακυβέρνησης (παράγοντες ESG) μπορεί να δημιουργήσει ενδιαφέρουσες επενδυτικές ευκαιρίες, παρέχοντας παράλληλα μια εναλλακτική οπτική θεώρησης της διαχείρισης των κινδύνων, εκτιμούσε η HSBC, που «βλέπει» ευκαιρίες σε «πράσινους» τομείς όπως η καθαρή ενέργεια, οι «πράσινες» υποδομές, οι μεταφορές, τα κτίρια, τα βιομηχανικά προϊόντα και η ευρυζωνική τεχνολογία.

Στο πλαίσιο αυτό, από τις 2 Αυγούστου τέθηκε σε ισχύ και ο νέος Δείκτης Athex ESG του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ο οποίος αρχικά συμπεριλαμβάνει 35 «πράσινες» μετοχές, εισηγμένων εταιρειών που υιοθετούν και προβάλλουν τις πρακτικές τους σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG). Ο Δείκτης θα εμπλουτιστεί τον προσεχή Οκτώβριο και με άλλες εισηγμένες, ενώ θα αναθεωρείται μία φορά τον χρόνο. Οι εταιρείες που δίνουν έμφαση σε κριτήρια ESG συγκεντρώνουν το επενδυτικό ενδιαφέρον, καθώς υπάρχουν διεθνή funds τα οποία ελέγχουν επιχειρηματικούς ομίλους για το αν πληρούν τα σχετικά κριτήρια με σκοπό να συμμετάσχουν σε χρηματοδοτήσεις είτε μέσω ομολογιακών εκδόσεων είτε μέσω συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο. Μεσοπρόθεσμα ελληνικές τράπεζες αλλά και εισηγμένες στο ΧΑ εταιρείες αναμένεται εκδώσουν «πράσινα» ομόλογα που προσφέρουν αποδόσεις 2%-3%, την ώρα που τα μηδενικά ή και γύρω από το μηδέν επιτόκια (το μέσο επιτόκιο προ φόρων είναι κάτω του 0,2%) αφαιρούν ουσιαστικά εισόδημα από τους έλληνες καταθέτες.

«Πράσινα» ομόλογα αναμένεται πάντως να εκδώσει στο β’ εξάμηνο εφέτος και η ΕΕ στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του Ταμείου Ανάπτυξης, αλλά αρκετές χώρες της ευρωζώνης μεσοπρόθεσμα, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Ορισμένες εκτιμήσεις μάλιστα θέλουν την ΕΚΤ (όπως και τα εταιρικά «πράσινα» ομόλογα) να τα κάνει αποδεκτά με ευνοϊκούς όρους στο χαρτοφυλάκιό της, στηρίζοντας έτσι και τους ευρωπαϊκούς στόχους για κλιματική ουδετερότητα ως το 2050, με ενδιάμεσο στόχο μείωσης των εκπομπών για το 2030 κατά 55%.

Σε πρόσφατη μελέτη της η UBS εξέτασε το πώς οι ιδιώτες επενδυτές μπορούν να χρησιμοποιήσουν το επενδυτικό τους κεφάλαιο για να πετύχουν ικανοποιητικές αποδόσεις σώζοντας και τον πλανήτη από την καταστροφή. Ανάλογα μάλιστα με τις προσωπικές αξίες του καθενός, χώρισε τις επενδύσεις αυτές σε 4 βασικές ενότητες: άνθρωποι, υγεία και κοινότητες, ενέργεια, γη και νερό.

Ανθρώπινη υγεία

Οι υγειονομικές και κοινωνικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι πιο ορατές στις πόλεις, όπου και σημειώνονται οι μεγαλύτερες εκπομπές ρύπων, αφού τα αστικά κέντρα δημιουργούν τις κατάλληλες τοπικές συνθήκες για την επιδείνωση των επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της ρύπανσης, επηρεάζοντας παράλληλα και την υγεία των κατοίκων (καρδιαγγειακές-αναπνευστικές παθήσεις, καρκίνος του πνεύμονα).

Οι  πλέον αποδοτικές επενδύσεις στον τομέα αυτόν που σχετίζονται με την ανθρώπινη υγεία και τις περιβαλλοντικές προκλήσεις αφορούν σε λύσεις που συμβάλλουν στη μείωση της κλιματικής αλλαγής στην πηγή, όπως τα καθαρά καύσιμα και τα ενεργειακά κτίρια, ενώ επενδυτικές ευκαιρίες στη θεραπεία ασθενειών, δημιουργία «έξυπνων» πόλεων και σωστών συνθηκών εργασίας συμβαδίζουν με τις σχετικές επισημάνσεις του ΟΗΕ.

Ενέργεια

Οι εκπομπές που σχετίζονται με την ενέργεια αντιπροσωπεύουν πάνω από τα δύο τρίτα των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (GHG), τονίζοντας την ανάγκη να σταματήσει η εξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα, ενώ η μετάβαση σε μια πιο «πράσινη» κοινωνία πρέπει να λάβει εξίσου υπόψη την ενεργειακή ασφάλεια του πλανήτη.

Το μερίδιο αγοράς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα αυξηθεί με ταχύ ρυθμό εις βάρος του άνθρακα και του πετρελαίου, ενώ οι ιδιώτες επενδυτές θα βρουν ευκαιρίες σε εταιρείες των οποίων τα προϊόντα και οι υπηρεσίες αντιμετωπίζουν άμεσα τη μετάβαση σε οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ή σε όσες ανταποκρίνονται σωστά στην αυξανόμενη κανονιστική και καταναλωτική πίεση. Οι σχετικές επενδυτικές ευκαιρίες – ηλεκτροκίνηση, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αποτελεσματική διαχείριση του αποτυπώματος άνθρακα – συμβαδίζουν με τις συστάσεις του ΟΗΕ.

Χρήσεις γης

Μετά τον ενεργειακό τομέα, οι χρήσεις γης αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη πηγή εκπομπών παγκοσμίως, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Οι επενδυτές μπορούν να εξετάσουν ευκαιρίες για ενεργή επένδυση στη διατήρηση, αποκατάσταση και βιώσιμη διαχείριση των δασών, των καλλιεργήσιμων εδαφών και των υγροτόπων.

Ως εκ τούτου, προτείνονται επενδύσεις σε τρεις κύριους τομείς: στενή παρακολούθηση των χρήσεων γης και της εφοδιαστικής αλυσίδας, έξυπνη γεωργία και αειφόρο παραγωγή και κατανάλωση. Η γενιά των Millennials αναδεικνύεται ως η πιο σημαντική ομάδα καταναλωτών, τείνοντας μάλιστα να προτιμά τα «ηθικά» προϊόντα και brands που ανταποκρίνονται στις πεποιθήσεις και στις αξίες τους. Η πανδημία έχει ενισχύσει τις κοινωνικές και οικολογικές ανησυχίες σε ζητήματα σχετικά με την αειφορία και τη διαφάνεια στη διαδικασία παραγωγής τροφής. Αναμένεται ότι η αγορά εναλλακτικών πρωτεϊνικών προϊόντων (plant & lab-based) θα επεκταθεί κατά 28% ετησίως κατά μέσο όρο την επόμενη δεκαετία.

Νερό

Το 71% της επιφάνειας της Γης καλύπτεται από νερό, με μόλις το 2,5% να είναι γλυκό. Η γεωργία καταναλώνει σχεδόν το 70% ενός από τους πιο σπάνιους πόρους μας, δηλαδή το προσβάσιμο καθαρό νερό. Η αύξηση του πληθυσμού, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η συνεχιζόμενη αστικοποίηση και η εκβιομηχάνιση στις αναδυόμενες αγορές, καθώς και η αλλαγή των προτύπων εφοδιασμού λόγω της κλιματικής αλλαγής, θα εντείνουν σταδιακά την πίεση στην παγκόσμια κατανομή νερού. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, 2,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλές και καθαρό πόσιμο νερό. Οι πόλεις θα επηρεαστούν ακόμα εντονότερα λόγω της υψηλής πυκνότητας πληθυσμού.

Μέχρι το 2050, πάνω από 570 πόλεις με συνολικό πληθυσμό 685 εκατομμύρια θα αντιμετωπίσουν άλλη μια μείωση του γλυκού νερού κατά τουλάχιστον 10%, ενώ οι επιστήμονες εκτιμούν μια αύξηση 20%-33% της ζήτησης νερού. Η μεγαλύτερη ευκαιρία για επενδύσεις σημειώνεται στις αναδυόμενες αγορές, όπου η ανάγκη βελτίωσης των υδάτινων υποδομών είναι ακόμα πιο επιτακτική. Ετσι, οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και οι αντίστοιχες βιομηχανίες θα πρέπει να επωφεληθούν από την αυξανόμενη ζήτηση νερού.