«Πέρυσι έγινα 80 ετών και είμαι έτοιμη να ΑΓΩΝΙΣΤΩ» γράφει σε πρόσφατη ανάρτηση στο Twitter η Τζιν Έβανσμορ, που -όπως και σε όλες τις πρόσφατες κινητοποιήσεις- είναι στην πρώτη γραμμή της νέας πορείας διαμαρτυρίας από το Μάντισον στο Τσάρλεστον, πρωτεύουσα της Δυτικής Βιρτζίνια.

Ζητούμενο είναι η άσκηση πιέσεων στον Δημοκρατικό γερουσιαστή της αμερικανικής πολιτείας, Τζο Μάντσιν, ο οποίος αντιτίθεται στη μεταρρύθμιση του λεγόμενου filibuster.

Πρόκειται επί της ουσίας για ένα εργαλείο κωλυσιεργίας στη Γερουσία, στη διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων, που οδήγησε πρόσφατα σε «ναυάγιο» σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Μπάιντεν: από τη μαζική επέκταση του δικαιώματος ψήφου, έως την αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 15 δολάρια.

«Ήρθε η ώρα ο γερουσιαστής να μας πει την αλήθεια!», λέει η 80χρονη Αφροαμερικανή, η οποία ήταν μεταξύ των συλληφθέντων στις προηγούμενες κινητοποιήσεις του Ιουνίου.

Δύσκολα χρόνια

Σήμερα, η Τζιν είναι στέλεχος στη Δυτική Βιρτζίνια της οργάνωσης Poor People’s Campaign: μιας πρωτοβουλίας ακτιβιστών, εμπνευσμένης από τη μεγάλη Πορεία των Φτωχών, που οργάνωσε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ με βασικό αίτημα να αποδοθεί στις ΗΠΑ οικονομική δικαιοσύνη, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε το 1968, στη «σκιά» της δολοφονίας του.

Η ίδια έμαθε από πολύ νωρίς και από πρώτο χέρι πώς είναι να ζεις στη φτώχεια και χωρίς φωνή, στο περιθώριο.

«Τρώγαμε φασόλια έξι ημέρες την εβδομάδα και κοτόπουλο κάθε Κυριακή. Και ξέραμε ότι κάτι δεν πάει καλά, όταν έπρεπε να φάμε φασόλια και την έβδομη ημέρα», εξιστορεί στην Washington Post τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, που τα πέρασε με τη γιαγιά και τον παππού της στο Σκάρμπορο της Δυτικής Βιρτζίνια.

Ζούσαν με τον μικρό μισθό που έπαιρνε ο παππούς της δουλεύοντας στα τοπικά ανθρακωρυχεία.

Αυτό, λέει, που της έμαθε είναι ότι να ζει τίμια, με αγώνα.

Για πολλούς συμπολίτες της στη Δυτική Βιρτζίνια, ακόμη και σήμερα, η κατάσταση δεν έχει ιδιαίτερα αλλάξει.

Σύμφωνα με την Poor People’s Campaign, περίπου το 40% είναι χαμηλόμισθοι ή ζουν στο όριο της φτώχειας.

Το χάσμα εν τω μεταξύ με τους πλούσιους κατοίκους της ανατολικής πολιτείας ολοένα και μεγαλώνει.

Από το 1979, το μέσο εισόδημα του πλούσιου 1% κατά περίπου 60%, ενώ για το υπόλοιπο 99% μειώθηκε κατά 0,4%.

Στις επάλξεις

Για την Τζιν -που από το 1958 έφυγε από τη Δυτική Βιρτζίνια για σπουδές στο Νιού Τζέρσεϊ, άνοιξε νέο κεφάλαιο στη ζωή της, εργαζόμενη για ένα μεγάλο διάστημα στην κατασκευάστρια όπλων Raytheon και μετέπειτα μετακόμισε με τον σύζυγό της στο Μέριλαντ, μέχρι που χήρεψε- η οριστική επιστροφή της στη γενέτειρά της, το 2012, ήταν μία γλυκόπικρη εμπειρία.

Οι αντιθέσεις και οι κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες της ήταν πια ακόμη πιο εμφανείς και έντονες, βάσει των όσων είχε ζήσει.

Η μοναδική ίσως ειδοποιός διαφορά που εντόπιζε με το μακρινό παρελθόν ήταν ότι στις πληττόμενες ομάδες είχαν πια προστεθεί πολλοί λευκοί Αμερικανοί, που τώρα ενώνουν τις δυνάμεις τους με τις μειονότητες στις κοινωνικές διεκδικήσεις.

Στόχος της πλέον, λέει η 80χρονη ακτιβίστρια, είναι να αποτελέσει παράδειγμα και πηγή έμπνευσης για περισσότερους συμπολίτες της, ώστε να εμπλακούν ενεργά στον αγώνα για την απόδοση Δικαιοσύνης.


Ενθαρρύνει όλους να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις των δημοτικών συμβουλίων τους τόπους διαμονής τους.

«Βομβαρδίζει» με επιστολές αιρετούς αξιωματούχους και τοπικές εφημερίδες, εκφράζοντας την απογοήτευση της για το πόσο απέχουν από τον καθημερινό αγώνα των κατοίκων.

Και είναι πάντα παρούσα στις κινητοποιήσεις.

«Ορκίστηκα ότι τίποτα πια δεν θα με διώξει από τη Δυτική Βιρτζίνια», λέει. «Ενάντια σε ότι δεν μου αρέσει, μένω εδώ και πολεμώ».