Μπαίνεις και βγαίνεις, αλλά ποτέ δεν μένεις
Στο Στρατιωτικό Μουσείο του Σόμερσετ, στην Αγγλία, εκτίθεται ένας ζωγραφικός πίνακας, ιδιαίτερα επίκαιρος σήμερα, παρά τα 142 χρόνια που μας χωρίζουν από την εποχή που τον δημιούργησε η ζωγράφος Ελίζαμπεθ Τόμσον. Ευτυχώς σήμερα έχουμε το Ιντερνετ και δεν χρειάζεται να ταξιδέψει κανείς μέχρι το Σόμερσετ για να τον δει
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
Στο Στρατιωτικό Μουσείο του Σόμερσετ, στην Αγγλία, εκτίθεται ένας ζωγραφικός πίνακας, ιδιαίτερα επίκαιρος σήμερα, παρά τα 142 χρόνια που μας χωρίζουν από την εποχή που τον δημιούργησε η ζωγράφος Ελίζαμπεθ Τόμσον. Ευτυχώς σήμερα έχουμε το Ιντερνετ και δεν χρειάζεται να ταξιδέψει κανείς μέχρι το Σόμερσετ για να τον δει. Ο τίτλος του έργου είναι «Τα υπολείμματα ενός στρατεύματος» (The Remnants of an Army) και απεικονίζει ένα ετοιμοθάνατο άλογο, επάνω στο οποίο ισορροπεί μετά βίας ένας στρατιώτης, ενώ στο βάθος διακρίνονται τα τείχη της Τζαλαλαμπάντ, από τις πύλες της οποίας βγαίνει ένα άγημα του ιππικού για να τον περιμαζέψει.
Ο πίνακας υποτίθεται ότι αναπαριστάτη διάσωση του μοναδικού επιζήσαντος από την εξολόθρευση του εκστρατευτικού σώματος των Βρετανών, μετά την αποχώρησή τους από την Καμπούλ στον Πρώτο Αφγανικό Πόλεμο (1839-1842). Ο εξαντλημένος στρατιώτης είναι ο γιατρός Γουίλιαμ Μπράιντον, ο μόνος που κατόρθωσε (για την ιστορική ακρίβεια, ο πρώτος, διότι υπήρξαν και κάποιοι λίγοι ακόμη αργότερα) να επιστρέψει από τους 16.000, που υποχώρησαν κακήν κακώς από την Καμπούλ, εκ των οποίων μόνον 4.000 ήσαν στρατιωτικοί και οι υπόλοιποι πολίτες και γυναικόπαιδα.
Εξι μήνες μετά τη δραματική επιστροφή του Μπράιντον, το 1842, οι Βρετανοί «τιμώρησαν» του Αφγανούς για τον εξευτελισμό τους (το νέο εκστρατευτικό σώμα ονομάστηκε αλαζονικά «Army of Retribution»), καταλαμβάνοντας την Καμπούλ και καταστρέφοντας το μεγαλύτερο και ωραιότερο κομμάτι της. Αυτό ήταν και το τέλος των περίφημων για την ομορφιά τους κήπων της Καμπούλ, ξακουστών στην Κεντρική Ασία για τα φρούτα τους, ιδίως τα ροδάκινα. Φυσικά, οι Βρετανοί – πάντα έτοιμοι να διδαχθούν από την εμπειρία – φρόντισαν να φύγουν αμέσως, αφού είχαν κάνει τη δουλειά. Το ίδιο έκαναν και αφού κέρδισαν τον Δεύτερο Αφγανικό Πόλεμο, το 1880. Είχαν μάθει, με τον σκληρότερο τρόπο, ότι στο Αφγανιστάν μπαίνεις και βγαίνεις, αλλά ποτέ δεν μένεις.
Η εν εξελίξει αποχώρηση των Αμερικανών και των δυτικών συμμάχων τους από το Αφγανιστάν είναι μία πολύ θλιβερότερη υπόθεση, καθώς συμπαρασύρει δεκάδες χιλιάδες αφγανούς πολίτες, που πίστεψαν στη δυνατότητα της Δύσης να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για τη χώρα τους και συνεργάστηκαν με τους εκπροσώπους της. Οι περισσότεροι από αυτούς μάλλον δεν θα τα καταφέρουν και θα βρεθούν στο έλεος (το ανύπαρκτο) των Ταλιμπάν. Οπως και οι Βρετανοί, στο απόγειο της Αυτοκρατορίας τους, οι Αμερικανοί κέρδισαν τον πόλεμο επί του εδάφους, χάρη στη συντριπτική υπεροπλία και την τεχνολογική υπεροχή τους, έχασαν όμως την ειρήνη μέσα σε δύο ημέρες – όσο περίπου χρειάστηκαν για να μπουν στην Καμπούλ οι βάρβαροι με τις κελεμπίες, τις παντόφλες και τα Καλάσνικοφ. Χίλιες φορές προτιμότερη η ήρεμη απόγνωση των Ρωμαίων της ανώνυμης καβαφικής πόλης, που περιμένουν μάταια τους βαρβάρους να έλθουν για να τους λυτρώσουν από την κούρασή τους.
Η δικαιολογία των Αμερικανών, ότι για το χάος της αποχώρησης ευθύνονται η ηγεσία του Αφγανιστάν που την κοπάνησε και ο στρατός τους που κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, τεχνικά ευσταθεί. Συγχρόνως όμως υποδεικνύει τις βαθύτερες ευθύνες της Δύσης: όλοι αυτοί οι αμύθητοι πόροι πάσης φύσεως, που αναλώθηκαν επί είκοσι χρόνια για την οικοδόμηση ενός σύγχρονου κράτους στο Αφγανιστάν, πώς εξανεμίστηκαν μέσα σε δύο ημέρες; Ο,τι και αν ειπωθεί ως απάντηση – και δεν αμφιβάλλω ότι θα γραφούν εκατομμύρια λέξεις σε αυτή την προσπάθεια -, είναι αδύνατον να ικανοποιήσει. Το ερώτημα παραμένει και για πολύ καιρό ακόμη θα στοιχειώνει το γόητρο της Δύσης. Είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς πως θα αποκατασταθεί η στρατηγική και η πολιτική αξιοπιστία της Δύσης έναντι των συμμάχων της.
Οπως επίσης δύσκολο είναι να φαντασθεί κανείς πως η ίδια η Δύση θα ξεπεράσει το τραύμα στην αυτοπεποίθησή της και το αίσθημα της ενοχής. Και αυτό είναι απαραίτητο, όχι για οποιονδήποτε άλλο λόγο, αλλά επειδή το πρόβλημα ασφαλείας, εξαιτίας της διεθνούς τρομοκρατίας, εξακολουθεί να υφίσταται και γίνεται σοβαρότερο, εφόσον πια το Αφγανιστάν περιέρχεται στους Ταλιμπάν. Το ζήτημα θα ήταν απλούστερο για τη Δύση, αν – παραφράζοντας τον Τάκιτο – δημιουργούσε μία έρημο και την ονόμαζε ειρήνη. Δεν γίνεται. Η εποχή που ο Καίσαρας κατακτούσε τη Γαλατία με γενοκτονίεςκαι μετά έγραφε μόνος του την Ιστορία έχει περάσει. Αναγκαστικά, επομένως, η μόνη οδός για τη Δύση είναι αυτή της οιονεί συνεργασίας με τους Ταλιμπάν μέσω της διπλωματίας. Ακούγεται τρελό; Λιγότερο, πάντως, από την ιδέα να φτιάξουμε μια σύγχρονη δημοκρατία στο Αφγανιστάν. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι χαμένοι αυτής της υπόθεσης θα είναι οι Αφγανοί που πίστεψαν στις δυνατότητες της Δύσης.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις