Την «πολύ γεμάτη μεταρρυθμιστική ατζέντα» της κυβέρνησης για τη σεζόν που ακολουθεί, ξεδίπλωσε, σε συνέντευξή του στη ραδιοφωνική συχνότητα του «Alpha 989″, ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, με έμφαση στους τομείς της υγείας, του περιβάλλοντος, της πολιτικής προστασίας, της παιδείας- για το τελευταίο ειδικότερα, υπεραμύνθηκε της αυτονομίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, κάνοντας συγχρόνως λόγο για έναν ακαδημαϊκό χάρτη που «θα διαμορφώνεται με βάση τη ζήτηση, τις επιλογές των ίδιων των πανεπιστημίων και τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας».

Στο ερώτημα για τη φημολογία περί ανασχηματισμού, ο υπουργός Επικρατείας προέταξε, έναντι των προσώπων, τη σημασία μιας κεντρικής πολιτικής επιλογής, ενός συλλογικού σχεδίου, που θα υπηρετούν εν τέλει τα πρόσωπα.

Αναλυτικά και με αφορμή τις επικείμενες ανακοινώσεις του πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε εισαγωγικώς ότι «ξεκινάμε μια νέα κοινοβουλευτική χρονιά, με πολλές και υψηλές διακυβεύσεις, έχουμε πολύ γεμάτη μεταρρυθμιστική ατζέντα».

Ανάλογα δε, και με την πορεία του κορονοϊού στο εξής, «έχουμε μπροστά μας καλές ειδήσεις οι οποίες θα έλθουν και στο επίπεδο της κοινωνίας, όπου θα έχουμε μια σειρά από συμπεριληπτικές δημόσιες πολιτικές για την ίση μεταχείριση, την ισότητα ευκαιριών, ζητήματα που είναι της καθημερινότητας.

Στο επίπεδο της υγείας θα έχουμε την εδραίωση ολοκληρωμένου συστήματος πρόληψης, πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Στο επίπεδο του περιβάλλοντος έχουμε μια λογική η οποία δυστυχώς επηρεάζεται και από όσα δραματικά ζήσαμε το καλοκαίρι».

Στο σημείο αυτό, ερωτηθείς για το εάν πρόκειται να υπάρξει χωριστό Υπουργείο για τα περιβαλλοντικά ζητήματα, ο Γ. Γεραπετρίτης, αφού είπε επί της αρχής ότι «η κλιματική κρίση μας επηρεάζει πολύ, είναι ένα ζήτημα οικουμενικό», συνέχισε λέγοντας ότι «δεν έχει υπάρξει συζήτηση εξ όσων γνωρίζω, σε ό,τι αφορά τη διάσπαση δομών».

Εξάλλου, πρόσθεσε, «πέρα από τις οργανωτικές δομές, το κρίσιμο είναι να υπάρχουν συγκροτημένες δημόσιες πολιτικές, έχουν υπάρξει πολύ μεγάλα βήματα στην κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος, που δυστυχώς χάνονται στον ορυμαγδό των πυρκαγιών».

Και, στη συνέχεια, παρέθεσε όλες εκείνες τις κυβερνητικές δράσεις που ακουμπούν στον τομέα του περιβάλλοντος:

«Είχαμε, πρώτοι στην Ευρώπη, ένα τεράστιο πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης, πολύ πριν από την ευρωπαϊκή υποχρέωση, είχαμε ένα πρόγραμμα για την απαλλαγή από τα πλαστικά μίας χρήσης, είχαμε την ανάρτηση δασικών χαρτών που είναι υπό επεξεργασία και θα αλλάξουν τη φιλοσοφία του δάσους στην Ελλάδα. Και πάνω από όλα έχουμε μια μεγάλη επένδυση από το Ταμείο Ανάκαμψης στην Πράσινη Οικονομία: είναι ένα τεράστιο πρόγραμμα που ανάλογό του δεν είχαμε γνωρίσει στη Μεταπολίτευση ακριβώς για να εγγυηθούμε στις επόμενες γενιές ότι θα παραλάβουν ένα αξιοπρεπές περιβάλλον στο οποίο θα μπορέσουν να ζήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας».

Υπάρχει εν τέλει, συμπλήρωσε, «συγκροτημένη πράσινη ατζέντα, την οποία θα αποκαλύψουμε, είναι έργα που έχουν να κάνουν και με το φυσικό περιβάλλον και  με την πρόληψη από τις φυσικές καταστροφές».

Και θύμισε ότι, «ανεξαρτήτως του τι έγινε το καλοκαίρι, είχε εγκαίρως εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο το Πρόγραμμα «Αιγίς» ύψους 1,7 δισ. έτσι ώστε την επόμενη 5ετία να έχουμε μια σύγχρονη Πολιτική Προστασία από όλα τα φαινόμενα φυσικών καταστροφών. Υπάρχει μια εμπροσθοβαρής πολιτική σε όλα αυτά και, πράγματι, θα κριθούμε στην πράξη και την εφαρμογή τους».

Για τους πυρόπληκτους, «εκπονείται ήδη σχέδιο φυσικής ανάταξης και οικονομικής στήριξης όλων των περιοχών που επλήγησαν. Έχει ήδη υπάρξει εκταμίευση σε ένα μεγάλο όγκο σε ό,τι αφορά τους πληττόμενους σε χρόνους που δεν έχουμε γνωρίσει τις τελευταίες δεκαετίες, έτσι ώστε οι άνθρωποι να μπορέσουν να ανασυγκροτηθούν».

Σε ένα άλλο θέμα αυτό των ενστόλων, τόσο στα Σώματα Ασφαλείας όσο και στις Ένοπλες Δυνάμεις, ο υπουργός Επικρατείας αναγνώρισε ότι έχουν, την τελευταία διετία αλλά και πιο πριν, σηκώσει «μεγάλο βάρος από πολλαπλές κρίσεις, που έχουν να κάνουν με την προστασία των συνόρων, με τη διαχείριση του μεταναστευτικού/προσφυγικού προβλήματος, έχουν να κάνουν ακόμη ακόμη και με τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Καταλαβαίνω ότι πρέπει να ενισχυθούν, θα υπάρξει ένας συνολικός σχεδιασμός για την ενίσχυσή τους», δεσμεύτηκε.

Στο ερώτημα αν ο πρωθυπουργός θα ανέβει στη Θεσσαλονίκη με ένα νέο κυβερνητικό σχήμα, ο Γ. Γεραπετρίτης απάντησε πως δεν μπορεί να το ξέρει, επιπλέον είναι «μια προνομία του πρωθυπουργού αν και όποτε αποφασίσει να κάνει αλλαγή στην κυβέρνηση, θα το δούμε».

Σύμφωνα όμως με την προσέγγιση του υπουργού Επικρατείας, «πολλές φορές τείνουμε να υπερεκτιμούμε τα πρόσωπα στην πολιτική, τα πρόσωπα που συνθέτουν τον κυβερνητικό μηχανισμό. Αυτό που εγώ έχω αποκομίσει σε μια διετία υπηρετώντας ως δημόσιος λειτουργός, είναι ότι το πιο κρίσιμο από όλα είναι να υπάρχει συγκροτημένη πολιτική, την οποία να υπηρετούν τα δημόσια πρόσωπα, ακόμη και ανεξάρτητα από τη θέση που εκάστοτε κατέχουν. Η αλλαγή η οποία μπορεί να έλθει σε πρόσωπα σε έναν κυβερνητικό μηχανισμό δεν πρέπει να διαταράσσει τη συνέχεια, το έργο», σημείωσε με έμφαση ενώ θύμισε και το εξής:

«Για το τρέχον έτος υπάρχει ένα συγκροτημένο κυβερνητικό σχέδιο, είναι το Ενιαίο Κυβερνητικό Σχέδιο, το οποίο έχει εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο του περασμένου Δεκεμβρίου και είναι η πολιτική μας για το 2021. Αυτήν την πολιτική θα υπηρετήσουμε όλοι ανεξαρτήτως προσώπων, όλοι έχουμε μια εφήμερη σχέση στην πολιτική, θα την υπηρετήσουμε όπως πρέπει να την υπηρετήσουμε και θα λογοδοτήσουμε στο λαό».

Ταυτοχρόνως ο Γ. Γεραπετρίτης δημοσιοποίησε και το όραμά του, όπως είπε, όταν εισήλθε στην πολιτική, «να μην εξαρτάται από οποιοδήποτε πρόσωπο η συνέχεια του κράτους. Θεωρώ ότι έχουμε καταφέρει με πολύ μεγάλες παρεμβάσεις στη λειτουργία της κυβέρνησης και της διοίκησης, να μην εξαρτώμεθα από τα εκάστοτε πρόσωπα, έχουμε σημαντική αποπροσωποποίηση της πολιτικής ζωής».

Βεβαίως, διευκρίνισε, «ποτέ μια πολιτική δεν ασκείται αυτοματοποιημένα», αλλά «εκεί υπεισέρχεται η μέριμνα και η ευθύνη του πρωθυπουργού να επιλέγει τα πρόσωπα εκείνα που μπορούν να υπηρετήσουν τις πολιτικές. Οι πολιτικές όμως δεν μπορεί να είναι μόνον απόφαση ενός υπουργού ή μιας ομάδας υπουργών. Είναι μια κεντρική πολιτική επιλογή, ένα συλλογικό σχέδιο το οποίο πρέπει να υπηρετηθεί».

Η συνέντευξη έκλεισε με τα θέματα Παιδείας: «εκεί που είχαμε τη δημιουργία κενών, π.χ. στην Αρχιτεκτονική Ξάνθης, αυτό συνέβη επειδή η ίδια η Σχολή επέλεξε να έχει μια υψηλή βάση. Η επιλογή της βάσης έχει να κάνει με το ότι το ίδιο το Πανεπιστημιακό Ίδρυμα, που θεώρησε ότι εκεί οι φοιτητές θα πρέπει να έχουν υψηλά προσόντα», ανέφερε ο υπουργός και πανεπιστημιακός που εξήγησε ότι οι υπόλοιπες Σχολές Αρχιτεκτονικής επέλεξαν να έχουν χαμηλότερη βάση. Υπερασπίστηκε δε, την αυτονομία των πανεπιστημίων, κάτι που ισχύει παγκοσμίως, συμπλήρωσε, την ώρα που «στην Ελλάδα έχουμε ένα ασφυκτικό σύστημα όπου το κράτος ελέγχει τα πανεπιστήμια, αυτό θα αλλάξει», δεσμεύτηκε επίσης.

Και, αφού σημείωσε ότι η προηγούμενη κυβέρνηση αναβάθμισε ή ίδρυσε περισσότερα από 150 τμήματα, τα οποία έπαιρναν φοιτητές με βαθμολογία 0,6, εκεί που τα παιδιά μπαίνουν και δεν αποφοιτούν, αντέτεινε το γεγονός ότι φέτος «είχαμε 22.000 αιτήσεις από μαθητές για τα δημόσια ΙΕΚ, στα οποία κάνουμε μεγάλη επένδυση και τα έχουμε εντάξει και στο Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτή τη στιγμή παρέχουν δεξιότητες που είναι περιζήτητες στην αγορά εργασίας», επεσήμανε για να καταλήξει με το ερώτημα: «Προτιμάμε ένα πανεπιστημιακό πτυχίο κενό επαγγελματικού περιεχομένου ή μια σύγχρονη ειδικότητα που θα εξασφάλιζε την ευζωία του νέου ανθρώπου;»

Και, εν κατακλείδι, «θέλουμε μια Παιδεία που θα υπηρετεί το κοινωνικό σύνολο», δήλωσε ο Γ. Γεραπετρίτης υπογραμμίζοντας την κυβερνητική βούληση για δημιουργία ενός ακαδημαϊκού χάρτη που «θα διαμορφώνεται με βάση τη ζήτηση, τις επιλογές των ίδιων των πανεπιστημίων και τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας».

Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ