Η δύσκολη αλλά αναγκαστική συνεννόηση ΗΠΑ και Ταλιμπάν
Από τα ζητήματα αντιμετώπισης ένοπλων οργανώσεων μέχρι τα ζητήματα σταθερότητας στην Κεντρική Ασία (και όχι μόνο) οι ΗΠΑ συνειδητοποιούν ότι οι Ταλιμπάν είναι το κοντινότερο που μπορούν να βρουν σε συνομιλητή
- Μεθοδεύσεις και προσπάθειες επηρεασμού των ιατροδικαστών στο συγκλονιστικό θρίλερ της Αμαλιάδας
- «Είσαι ενδοτικός», «Μην είσαι κατά συρροή δειλός»: Συνεχίζεται ο πόλεμος Νετανιάχου και Γκαντζ
- Νετανιάχου: «Θα δράσουμε κατά των Χούθι, όπως δράσαμε κατά των τρομοκρατών του Ιράν»
- Πόσο θα κοστίσει στην τσέπη των Ελλήνων αν ενεργοποιηθεί η «βόμβα» Τραμπ για 5% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες
Παρότι οι χώρες προτιμούν να συνομιλούν με πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες μοιράζονται κοινές οπτικές και προσανατολισμούς, ενίοτε τα περιθώριά τους περιορίζονται απλώς στο να βρουν εκείνο τον συνομιλητή που έστω και από διαφορετική αφετηρία προσφέρει τα περισσότερα εχέγγυα.
Και αυτό είναι το παράδοξο των εξελίξεων στο Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ για μεγάλο διάστημα επεδίωξαν να διαμορφώσουν σε αυτή τη χώρα μια πολιτική συνθήκη στην οποία τη διακυβέρνηση θα αναλάμβαναν δυνάμεις που θα είχαν φιλοαμερικανική τοποθέτηση ή τουλάχιστον θα μοιράζονταν κοινούς προσανατολισμούς με τις ΗΠΑ.
Στη διαδρομή συνειδητοποίησαν ότι αναγκαστικά μια προοπτική διακυβέρνησης θα πρέπει να περιλαμβάνει τους Ταλιμπάν, με τους οποίους κιόλας υπέγραψαν συμφωνία τον Φεβρουάριο του 2020.
Και σήμερα, μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης στην Καμπούλ (που σήμαινε και κατάρρευση της ιεραρχίας των ένοπλων δυνάμεων του Αφγανιστάν), οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με μια κατάσταση όπου αναγκαστικά πρέπει κυρίως να συνεννοηθούν με τους Ταλιμπάν.
Ποιοι παράγοντες ωθούν τις ΗΠΑ σε μια αναγκαστική συνεννόηση και με τους Ταλιμπαν
Για μεγάλο διάστημα οι Ταλιμπάν αντιπροσώπευαν για τις ΗΠΑ όχι απλώς τον εχθρό, αλλά το «απόλυτο κακό». Πράγμα λογικό, αφού ήταν ένα κίνημα που προσέφερε φιλοξενία στην Αλ Κάντα, την οργάνωση που κατάφερε να οργανώσει τη μεγαλύτερη τρομοκρατική επίθεση σε αμερικανικό έδαφος. Αυτός ήταν και ο σκοπός των αμερικανικών βομβαρδισμών και της εισβολής και για μεγάλο διάστημα και των αμερικανικών πολιτικών επιχειρήσεων.
Οι Ταλιμπάν, όμως, κατάφεραν να αντέξουν να ανασυγκροτηθούν, να διατηρήσουν τους όποιους δεσμούς είχαν με τμήματα της αφγανικής κοινωνίας και να αποκτήσουν σταδιακά τον έλεγχο αρκετών περιοχών, και τελικά να κατοχυρώσουν ρόλο στην πολιτική διαδικασία στη Ντόχα και άρα στην πολιτική διαχείριση της κατάστασης που θα διαμορφωνόταν μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ. Αντίθετα, φαινόμενα ενδημικής διαφθοράς υπονόμευσαν τη δυνατότητα να διαμορφωθεί κάποια άλλη «πολιτική λύση». Η κατάρρευση της κυβέρνησης στην Καμπούλ τους έφερε τελικά στην εξουσία.
Για τις ΗΠΑ αυτό δημιούργησε επείγουσες πολιτικές προτεραιότητες. Καταρχάς έπρεπε να ολοκληρώσουν με ασφάλεια την απομάκρυνση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν αλλά και ενός αριθμού Αφγανών πολιτών που συνεργάστηκαν μαζί τους και για τους οποίους έχουν δεσμευτεί ότι θα τους προσφέρουν ασφαλή μετάβαση προς της Δύση και άσυλο, ιδίως μετά τις επιθέσεις στην Καμπούλ. Έπειτα, υπήρχε το θέμα της δράσης ενόπλων οργανώσεων στο αφγανικό έδαφος. Παρότι ορισμένες από αυτές κυρίως στρέφονταν προς γειτονικές χώρες, όπως το Πακιστάν, το Ιράν, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας και η Κίνα, εντούτοις υπάρχουν και ένοπλες οργανώσεις που μπορούσαν να πλήξουν δυτικούς στόχους, όπως είναι το Ισλαμικό Κράτος και ως η Αλ Κάιντα. Τέλος, υπήρχε ένα συνολικότερο ερώτημα που ήταν ότι η παρουσία στο Αφγανιστάν επέτρεπε στις ΗΠΑ να έχουν παρουσία και ικανότητα συλλογής πληροφοριών σε μια κρίσιμη περιοχή, που αποτελεί επίδικο ενός ευρύτερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού (ενδεικτικό το γεγονός ότι ο Αφγανιστάν περιλαμβάνεται στις χώρες τις οποίες αφορά η κινεζική στρατηγική «μία ζώνη, ένας δρόμος»).
Για όλα αυτά τα ζητήματα οι ΗΠΑ πλέον μπορούν να συνεννοηθούν μόνο τους ίδιους τους Ταλιμπάν εφόσον αυτοί έχουν την εξουσία στο Αφγανιστάν.
Το παράδοξο της μετατροπής των Ταλιμπάν σε «παράγοντα σταθερότητας»
Παρότι οι Ταλιμπάν δημιουργήθηκαν σε μια περίοδο όπου το Αφγανιστάν ήταν το εργαστήρι όπου διαμορφωνόταν μια εκδοχή «πολιτικής της τζιχάντ», δηλαδή μια εκδοχή ένοπλης ισλαμικής δράσης κατά των αντιπάλων, είτε της Δύσης, είτε των υποταγμένων σε αυτή καθεστών, εντούτοις ουδέποτε αποτέλεσαν απλώς την τοπική εκδοχή «τζιχάντ».
Αντιθέτως, ήταν ταυτόχρονα και ένα τοπικό κίνημα (και τοπικά γειωμένο) που δεν αποσκοπούσε γενικά να χτυπήσει τους εχθρούς των απανταχού μουσουλμάνων (με τις ΗΠΑ να κατέχουν κορυφαία θέση μεταξύ αυτών των εχθρών), αλλά ήθελα να απαλλάξει το Αφγανιστάν από τις ξένες δυνάμεις και να εφαρμόσει τη δική του συντηρητική εκδοχή ισλαμικής διακυβέρνησης.
Έτσι, παρότι η ιδιαίτερη ιδεολογία των Ταλιμπάν (στην οποία ενσωματώνονται και πλευρές των παραδόσεων των Παστούν) περιλαμβάνει τη φιλοξενία και το άσυλο και παρότι με κάποιες οργανώσεις υπάρχουν ιστορικοί δεσμοί (η Αλ Κάιντα είχε υποστηρίξει τους Ταλιμπάν στην αρχική τους πορεία προς την εξουσία στη δεκαετία του 1990), πέραν των κοινών ισλαμικών πολιτικών αναφορών, είναι σαφές ότι για τους Ταλιμπάν πλέον η κατάληψη και διατήρηση της εξουσίας στην ίδια τους τη χώρα είναι η βασική προτεραιότητα και όχι η «παγκόσμια τζιχάντ» ή η αποσταθεροποίηση γειτονικών κρατών.
Αυτό εξηγεί και γιατί το Ισλαμικό Κράτος στο Χορασάν, παρότι στην αρχική του εμφάνιση τροφοδοτήθηκε από δυναμικό προερχόμενο και από τους Ταλιμπάν, είναι πλήρως εχθρικό προς τους Ταλιμπάν και βλέπει την προοπτική συγκρότησης διακυβέρνησης με τους τελευταίος στο κέντρο ως βασική απειλή για το δικό του σχέδιο, που στηρίζεται πολύ περισσότερο στην γενικευμένη αποσταθεροποίηση (και που δεν διστάζει να χτυπάει άλλους μουσουλμάνους, κυρίως Σιίτες, ως εχθρούς).
Την ίδια στιγμή οι Ταλιμπάν φάνηκε ότι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν διάφορες επιλογές προκειμένου να διατηρήσουν την εξουσία. Πρώτα από όλα ήδη από τις διαπραγματεύσεις στη Ντόχα φάνηκε ότι ήθελαν διεθνή αναγνώριση. Όμως, αυτό σήμαινε ότι θα έδιναν εγγυήσεις ότι δεν λειτουργούσαν ως ορμητήριο ενόπλων οργανώσεων.
Οι εγγυήσεις αυτές δεν αφορούσαν μόνο τις ΗΠΑ, αλλά και την Κίνα, τη Ρωσία και το Ιράν. Και αυτό γιατί το Αφγανιστάν παρέμεινε χώρος από όπου εκτός από τον Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος στη Χορασάν, δρούσαν και οργανώσεις που επεδίωκαν δράσεις εναντίον του Ιράν (στο Βαλουχιστάν), της Κίνας (στις περιοχές των Ουιγούρων) αλλά και τις χώρες της Κεντρικής Ασίας (κάτι που πάντα ανησυχεί τη Ρωσία).
Αυτή η κατάσταση εξηγεί γιατί παρότι ένα κίνημα που ιστορικά αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη έως και εχθρότητα από το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας, συμπεριλαμβανόμενης και της αγανάκτησης που προκάλεσε η ιδιαίτερη συντηρητική, πατριαρχική και πουριτανική εκδοχή Ισλάμ που πρεσβεύουν, οι Ταλιμπάν σήμερα καταλήγουν να μπορούν να αντιμετωπίζονται έως ως παράγοντας «σταθερότητας». Ήδη ο τρόπος που έχουν κινηθεί Κίνα και Ρωσία (και ως ένα βαθμό το Ιράν) σε αυτό κατατείνουν.
Για να το πούμε διαφορετικά: ο μεγαλύτερος κίνδυνος το Αφγανιστάν να μετατραπεί σε ένα ορμητήριο δράσης είτε στην κατεύθυνση της «παγκόσμιας τζιχάντ», είτε των δράσεων κατά γειτονικών χωρών, προέρχεται όχι από το να πετύχει το σχέδιο των Ταλιμπάν, αλλά από το να αποτύχει και η χώρα να μετατραπεί σε μια μεγάλη παραλλαγή της Σομαλίας σε προηγούμενες περιόδους, με διάφορες ένοπλες οργανώσεις και πολεμάρχους να δρουν ανεξέλεγκτοι.
Τα σημάδια της συνεννόησης
Οι Ταλιμπάν δείχνουν να ευνοούνται σε αυτή την περίοδο από το γεγονός ότι δεν είναι πολλές οι δυνάμεις που θα ήθελαν να επιστρέψουν τα πράγματα σε μια συνθήκη μεγαλύτερης αποσταθεροποίησης.
Προφανώς κανείς θα μπορούσε να σκεφτεί δυνάμεις ή δίκτυα εντός δυνάμεων που θα είχαν όφελος από έναν «διαρκή πόλεμο» (που τροφοδότησε και ένα ευρύ φάσμα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων) και σίγουρα πηγές χρηματοδότησης για πρακτικές «παγκόσμιας τζιχάντ» θα συνεχίσουν να υπάρχουν (είτε ιδιωτικές από επιχειρηματίες που θεωρούν ότι πράττουν το καθήκον τους ως πιστοί, είτε από κρατικές υπηρεσίες που θεωρούν ότι πάντα τέτοιες οργανώσεις αποτελούν δυνητικά γεωπολιτικά asset), αλλά η κεντρική κατεύθυνση είναι περισσότερο προς τη σταθερότητα, συμπεριλαμβανομένων και των συντηρητικών μοναρχιών του Κόλπου.
Αυτό σημαίνει ότι εάν οι Ταλιμπάν κατορθώσουν να αποφύγουν το ενδεχόμενο το Αφγανιστάν να βυθιστεί ξανά σε έναν εμφύλιο πόλεμο (εξ ου και η έμφαση σε μια «συμπεριληπτική» κυβέρνηση), δώσουν μια εικόνα ότι υπάρχει κάποιου είδους σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μπορέσουν να ελέγξουν τη δράση των διαφόρων ένοπλων οργανώσεων στο έδαφός τους, θα έχουν έναν αναγκαστικό βαθμό αποδοχής από τη «διεθνή κοινότητα» και όσα αυτό συνεπάγεται, δηλαδή τη διεθνή οικονομική βοήθεια (που σε αυτή τη φάση παραμένει αναντικατάστατη μέχρις ότου διαμορφωθεί κάποια «αναπτυξιακή δυναμική»). Και σε αυτή την περίπτωση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και οι ΗΠΑ θα προχωρήσουν σε βήματα αναγνώρισης των Ταλιμπάν.
Με αυτή την έννοια, η συνεννόηση γύρω από τη διαχείριση της κατάστασης στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, θα μπορούσε να αποτελέσει την πρόγευση μιας ευρύτερης αναγκαστικής επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο πλευρές που μέχρι τώρα είχαν απλώς εχθρικές σχέσεις.
Και τέτοια σημάδια υπάρχουν αρκετά. Σε συνέντευξή του στις 29 Αυγούστου ο Τζέικ Σάλιβαν, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, έκανε σαφές ότι οι ΗΠΑ θα ολοκληρώσουν την αποχώρησή τους μέχρι την προθεσμία της 31 Αυγούστου, αλλά ότι θα διατηρηθεί ασφαλής έξοδος τόσο όσων Αμερικανών παραμείνουν μετά από αυτή την ημερομηνία όσο και των Αφγανών που τους υποστήριξαν, ενώ οι όποιες παρεμβάσεις τους κατά του Ισλαμικού Κράτους στο Χορασάν θα είναι από «πέρα από τον ορίζοντα» (δηλαδή επιθέσεις άλλες βάσεις ή αεροπλανοφόρα των ΗΠΑ) χωρίς παρουσία δυνάμεων στο έδαφος). Προφανώς η διατήρηση ασφαλούς οδού εξόδου, περιλαμβάνει και συνεννόηση με τους Ταλιμπάν. Ούτε ήταν τυχαίο ότι η ανακοίνωση Τύπου του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 27 Αυγούστου 2021, που καταδίκαζε τις επιθέσεις στην Καμπούλ, έκανε μια γενική αναφορά το ότι «καμιά ομάδα ή άτομο στο Αφγανιστάν δεν θα πρέπει να υποστηρίζει τρομοκράτες που δρουν στο έδαφος οποιασδήποτε χώρας», όταν μόλις 11 μέρες πριν αντίστοιχη ανακοίνωση Τύπου του Συμβουλίου Ασφαλείας για την κατάσταση στο Αφγανιστάν, ανέφερε ότι «ούτε οι Ταλιμπάν ούτε άλλη Αφγανική ομάδα ή άτομο θα πρέπει να υποστηρίζουν τρομοκράτες που δρουν πάνω στο έδαφος οποιοσδήποτε άλλης χώρας». Η απάλειψη της αναφοράς στους Ταλιμπάν σε σχέση με την τρομοκρατία προφανώς και δεν ήταν τυχαία.
Από τη μεριά τους οι Ταλιμπάν φαίνεται ότι σκοπεύουν να ανακοινώσουν την κυβέρνηση μόλις ολοκληρωθεί η αποχώρηση των ξένων δυνάμεων στις 31 Αυγούστου, με στελέχη τους να ετοιμάζονται να καταλάβουν τις βασικές θέσεις.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις