Οι καλλιτέχνες είναι γεννήματα της εποχής τους.

Ιδίως όταν μιλάμε για ανθρώπους όπως ο Μίκης Θεοδωράκης που την ιστορία την έζησε στο πετσί του κι ήταν κομμάτι της κυριολεκτικά.

Και αυτή ήταν η ιστορία μιας χώρα που ταυτόχρονα πέρασε πολέμους, έναν μεγάλο Εμφύλιο πόλεμο (που σε πλευρές του συνεχίστηκε για πολλά χρόνια), υποδέχτηκε τους πρόσφυγες αλλά και έστειλε ανθρώπους στην εξορία και την προσφυγιά, είχε πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη που συνυπήρχε με ένα κράτος αυταρχικό και εχθρικό προς μεγάλο μέρος της κοινωνίας.

Μιας χώρας που υπέφερε πολύ αλλά δεν σταμάτησε να αγωνίζεται.

Και ένας από τους τρόπους να αγωνίζεται ήταν να δημιουργεί.

Δεν είναι τυχαία η έκρηξη της δημιουργικότητας σε όλη αυτή την περίοδο που συζητάμε.

Σε όλες τις πλευρές: στην ποίηση, την πεζογραφία, τη μουσική, τον κινηματογράφο, την αρχιτεκτονική, αλλά και στις επιστήμες ή την αναζήτηση ενός προοδευτικού οικονομικού μοντέλου.

Αυτός ο αγώνας και αυτή η δημιουργικότητα βρήκαν την αντανάκλασή τους στον Θεοδωράκη.

Που είχε τη μεγαλοφυΐα να σκεφτεί ότι μπορούσε να πάρει και να συνδυάζει δύο πλευρές αυτής της έκρηξης δημιουργικότητας: τη μουσική («παντρεύοντας» τη δική του «δυτική» μουσική παιδεία με όλο το βάθος της λαϊκής μουσικής παράδοσης) και την ποίηση.

Για να δημιουργήσει ένα έργο μοναδικό, που κατόρθωνε ταυτόχρονα να κάνει οικεία και αγαπητή τη σύγχρονη ποίηση (μια ποίηση που και αυτή γέννημα αυτής της εποχής της ανάτασης και της τραγωδίας ήταν).

Θα μπορούσε σήμερα να υπάρξει μια ανάλογη δημιουργία;

Να βγουν μπροστά δημιουργοί που να μπορούν να κάνουν την ιστορία τέχνη και να εμπνεύσουν μια κοινωνία;

Να κάνουν το όραμα τραγούδι;

Φοβάμαι πως όχι…

Όχι γιατί δεν παράγεται πολιτισμός στη χώρας.

Κάθε άλλο, υπάρχουν πλήθος δημιουργοί.

Αλλά γιατί η ίδια η ελληνική κοινωνία μοιάζει να μην αναζητά κάτι που να την εμπνέει.

Φταίει ότι κουράστηκε;

Ότι πλέον απλώς αναζητά την «κανονικότητα» και όχι την «πρόοδο» ή την «ανατροπή»;

Ότι δεν πιστεύει πια σε μεγάλα «οράματα»;

Ίσως…

Μπορεί, όμως, να είναι κάτι άλλο.

Ότι στην Ελλάδα πια είτε μιλάμε για τις ηγεσίες – πνευματικές, πολιτικές και οικονομικές – είτε για την κοινωνία, έχουμε σταματήσει να ονειρευόμαστε.

Έχουμε σταματήσει να πιστεύουμε ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν.

Έχουμε σταματήσει να ελπίζουμε.

Ακόμη και όταν συγκρουόμαστε, είναι για τη διαχείριση αυτού που υπάρχει, όχι για ένα διαφορετικό μέλλον.

Όμως, κοινωνίες χωρίς όνειρο και ελπίδα είναι και κοινωνίες χωρίς μέλλον.

Σε τέτοιες κοινωνίες δεν μπορούν να γεννηθούν δημιουργοί που να εμπνέουν με έναν τέτοιο συνολικό τρόπο.

Δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε Θεοδωράκηδες ούτε τα οράματα που έντυσαν με μουσική.

Και αυτό κάνει ακόμη πιο θλιβερή τη σημερινή μέρα.