Μίκης Θεοδωράκης – Οι σπουδαίες φωνές που μας χάρισε
Όλοι τους συνειδητοποιούσαν τη βαρύτητα της συνεργασίας τους με το Ιερό Τέρας της ελληνικής μουσικής
- Με λευκό φέρετρο το τελευταίο αντίο στον 20χρονο που σκοτώθηκε σε τροχαίο στο Αγρίνιο
- Τι συμβαίνει με τον υδράργυρο στις κονσέρβες τόνου – Τι πρέπει να γνωρίζουν οι καταναλωτές
- Έφυγε από τη ζωή ο δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Μανιμανάκης
- «Από άγνωστο ρήγμα» προήλθαν τα 5,2 Ρίχτερ που ταρακούνησαν τη Χαλκιδική
Στην μακρά του πορεία στον χώρο της ελληνικής μουσικής, ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε αμέτρητα αριστουργήματα, σημάδεψε για πάντα τον καλλιτεχνικό κόσμο στη χώρα μας και άφησε πίσω του ανεκτίμητο έργο. Και φυσικά, ανέδειξε ορισμένες από τις σημαντικότερες φωνές που ακούμε μέχρι και σήμερα στη χώρα.
Από τους εν ζωή καλλιτέχνες που είτε ανακάλυψε ο ίδιος (ή ενίοτε κυνήγησαν αυτοί), είτε είδαν την καριέρα τους που είχε ήδη ξεκινήσει να απογειώνονται, η Μαρία Φαραντούρη, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Μαργαρίτα Ζορμπαλά είναι αδιαμφισβήτητα οι σημαντικότεροι.
Μαρία Φαραντούρη
Σε εφηβική ακόμη ηλικία, η Μαρία Φαραντούρη συμμετέχει στον ΣΦΕΜ (Σύλλογος Φίλων Ελληνικής Μουσικής), τον οποίο είχαν δημιουργήσει το 1963 οι Παναγιώτης Κουνάδης, Χρήστος Λεοντής, Μάνος Λοΐζος, Νότης Μαυρουδής και Γιάννης Μαρκόπουλος. Μέχρι που, όπως είχε δηλώσει η ίδια η μεγάλη ερμηνεύτρια στη Lifo, «ξαφνικά εμφανίζεται ο Θεοδωράκης από το εξωτερικό με το φωτοστέφανό του».
Στις συναυλίες που έκαναν, η ίδια τραγουδούσε το «Γελαστό Παιδί» του Θεοδωράκη. Όταν την άκουσε ο ίδιος ο μουσικοσυνθέτης στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά «μου είπε το περίφημο »Ξέρεις ότι γεννήθηκες για τα τραγούδια μου;» κι εγώ του απάντησα »Το ξέρω». Αυτή η φράση όμως, »Το ξέρω», δεν προερχόταν από ένα χαζοχαρούμενο κορίτσι, αλλά περιείχε αυστηρότητα και απόλυτη συνείδηση».
Έκτοτε έγινε η μούσα του – παρά το γεγονός ότι και ο Μάνος Χατζηδάκις ήθελε πολύ η φωνή της να ντύσει τις μελωδίες του. Στην ίδια συνέντευξη, η Μαρία Φαραντούρη είχε δηλώσει: «αφού ο Μίκης ήταν ο Θεός τότε και άρα τα τραγούδια που μου έδωσε ήταν κι αυτά θεόσταλτα. Ποτέ δεν ξέφυγα όμως από τα όρια μου, σα να ήξερα από νωρίς τον προορισμό μου. Αισθανόμουν στρατευμένη μέσα σε μια οικογένεια, δεν είχα ποτέ βάλει κατά νου τη λέξη »καριέρα». Μέχρι σήμερα δεν μου αρέσει αυτή η λέξη, αφού ποτέ δεν εργάστηκα – αγωνίστηκα μόνη για να φτιάξω αυτό που όλοι οι άλλοι λένε συνήθως »καριέρα». Υπήρξα πολύ τυχερή και μακάρι νέοι άνθρωποι σήμερα να φτιάχνουν παρέες δημιουργικές».
Γιώργος Νταλάρας
Ο Γιώργος Νταλάρας είχε ήδη κάνει τα πρώτα του σημαντικά βήματα πριν ο δρόμος του διασταυρωθεί με εκείνον του Μίκη Θεοδωράκη. Έχοντας μεγαλώσει σε μεγάλη φτώχεια και δυσκολίες, είχε καταφέρει να συνάψει το πρώτο του συμβόλαιο ήδη από την ηλικία των 16 ετών, όταν η Καίτη Γκρέυ και ο Σπύρος Ζαγοραίος μίλησαν για… κάποιον άλλο καλλιτέχνη στο Μάκη Μάτσα, που εκείνος νόμιζε πως ήταν ο Νταλάρας. Η φωνή του τον μάγεψε και αμέσως του πρότεινε συμβόλαιο. Σύντομα θα έρθει το πρώτο μεγάλο «μπαμ», εν έτει 1970, όταν ερμήνευσε το πολιτικά αμφιλεγόμενο «Να ‘τανε το ’21» του Κουγιουμτζή.
Όμως τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» που του εμπιστεύθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης, και που ηχογραφήθηκαν κρυφά κατά τη διάρκεια της χούντας, ήταν που έδωσαν το στίγμα για τη μετέπειτα πορεία του. Ο δίσκος, που τελικά κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1974, σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων: μέσα σε επτά ημέρες 27.420 δίσκοι και 7.500 χιλιάδες κασέτες. Και η φωνή του Γιώργου Νταλάρα σημάδεψε για πάντα τον στίχο, «Στην Αθήνα μες στο κέντρο φύτρωσε καινούργιο δέντρο / Εχει κόκκινα τα φύλλα και ολόγλυκα τα μήλα»;
Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Μετά την πρώτη του εμφάνιση στην ελληνική μουσική σκηνή, το 1972, όταν και ηχογράφησε τις δικές του εκδοχές στο παραδοσιακό «Ντιρλαντά» και στο «Ο Σταμούλης ο Λοχίας», ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου συναντά την άρνηση των δισκογραφικών να συνεργαστούην μαζί τουη. Έτσι, φεύγει για τη Γερμανία, όπου τραγουδά σε διάφορα μαγαζιά Θεοδωράκη και Λοΐζο. Η γνωριμία του με τον Θεοδωράκη έρχεται το 1974 στο Παρίσι, με την περιγραφή του ίδιου του Παπακωνσταντίνου να τα λέει όλα:
«1974, άνοιξη. Βρέθηκα να χτυπάω την πόρτα του σπιτιού του Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι. Άνοιξε ο ίδιος. «Καλησπέρα σας. Είμαι ένας τραγουδιστής από την Ελλάδα και έρχομαι από το Μόναχο, όπου εκεί βρίσκομαι πάνω από ένα χρόνο. Θα ήθελα να με ακούσετε». Χαμογελώντας, με οδήγησε αμέσως στο πιάνο. «Τι ξέρεις;», μου λέει. «Όλα», του απαντώ. Ίσως φοβήθηκε με την απάντησή μου αυτή, λέγοντάς μου ότι έχει πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή του. Δέκα λεπτά περίπου, αν θυμάμαι καλά.
Η εισαγωγή από το πιάνο γεμίζει το δωμάτιο. Με τρεμάμενα πόδια, μπήκα σωστά. «Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή». Ο μύθος ολοζώντανος μπροστά μου, χτύπαγε τα πλήκτρα με την ψυχή του. «Πάμε κι αυτό, παιδί μου». «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ». Κι αυτό κράτησα απ’τη ζωή μου. Γυρίζει προς την πόρτα και λέει δυνατά: «Μυρτώ, έλα!». Και να μπροστά μου η κυρία Μυρτώ με τον μικρό Γιωργάκη και την μικρή Μαργαρίτα. Τώρα πλέον, είχαμε και ακροατήριο. Συνεχίσαμε για πάνω από δύο ώρες. Έφυγα κυριολεκτικά πετώντας, με τις νέες παρτιτούρες στη μασχάλη. «Μελέτησέ τα καλά, Βασίλη. Έχεις στη διάθεσή σου ενάμιση μήνα, γιατί έχουμε μπροστά μας μεγάλη περιοδεία στην Αμερική».
Μετά από έναν περίπου μήνα, πριν φύγουμε για την Αμερική, θα δίναμε στο Παρίσι συναυλία υπέρ των Μαροκινών φοιτητών. Η αίθουσα κατάμεστη. Ο Μίκης στο πιάνο, εγώ στο μικρόφωνο. Απίστευτο! Η αίθουσα δονείται απ’άκρη σ’άκρη. Διάλειμμα. Κι εκεί στο διάλειμμα, ήρθε η είδηση. Έπεσε η χούντα στην Ελλάδα. Το 2ο μέρος της συναυλίας ήτανε γιορτή. Τελειώσαμε με το «Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό».
Ο Μίκης γύρισε στην Ελλάδα την άλλη μέρα. Εγώ στο Μόναχο, για να μαζέψω τα πράγματά μου. Βρεθήκαμε στην Ελλάδα μετά από μία εβδομάδα».
Κι έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία που έδωσε πολλούς δίσκους και ανέδειξε μια από τις πιο σπουδαίες φωνές της χώρας.
Μαργαρίτα Ζορμπαλά
Φίλος των γονιών της, ο Μίκης Θεοδωράκης επισκεπτόταν την οικογένεια της Μαργαρίτας Ζορμπαλά στη Μόσχα, κάθε φορά που βρισκόταν στη Σοβιετική Ένωση, από όταν εκείνη ήταν μόλις οκτώ ετών. Στα 17 της, όταν η μεγάλη ερμηνεύτρια είχε ήδη ξεκινήσει το τραγούδι, «ραγούδησα ένα τραγούδι του, «Το τρένο φεύγει στις οκτώ». Τότε έπαιζα και ακορντεόν, είχα τελειώσει ένα ωδείο. Τραγούδησα αυτό το τραγούδι με το ακορντεόν και κάτι του άρεσε στη φωνή μου. Μου εξήγησε τότε πως υπάρχει ένας κύκλος τραγουδιών, «Οι Μπαλάντες» του Μανώλη Αναγνωστάκη, και μου πρότεινε να πω εγώ αυτά τα τραγούδια», όπως είχε δηλώσει η ίδια σε συνέντευξή της στο philenews.gr.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Η Μαργαρίτα Ζορμπαλά αποφάσισε να στραφεί επαγγελματικά στο τραγούδι και ο θρύλος της ελληνικής μουσικής, Μίκης Θεοδωράκης, της έκανε την τιμή να γράψει τραγούδια επάνω στη φωνή της. «Έχει γράψει τον δεύτερο δίσκο που κάναμε μαζί, το «Ταξίδι μέσα στη νύχτα». Θυμάμαι ότι έφερε τα τραγούδια και μου είπε «σκεφτόμουν την φωνή σου όταν τα έγραφα», είχε δηλώσει στην ίδια συνέντευξη.
Σε άλλη συνέντευξή της, αυτή τη φορά για το Βήμα, είχε παραδεχτεί πως στην τρυφερή ηλικία των 17 ετών δεν είχε πλήρη εικόνα του βάρους της ευθύνης του να τραγουδά μελωδίες του Μίκη. Όμως αν κάτι είναι βέβαιο, είναι πως η «θητεία» της στο πλευρό του σημάδεψε τη μουσική της σταδιοδρομία με τον καλύτερο τρόπο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις