Παρατηρώ με απογοήτευση είναι η αλήθεια την προσπάθεια που καταβάλλουν από χθες ορισμένοι να χωρέσουν τον ογκόλιθο Μίκη Θεοδωράκη στην προκρούστεια κλίνη της ιδεολογίας τους, των αμετακίνητων πεποιθήσεών τους και των «απόλυτων βεβαιοτήτων» τους.

Φρονώ ότι η προσπάθειά τους αυτή είναι άπελπις, καθώς ο εκλιπών ουδέποτε μπήκε και είμαι βέβαιος πως ούτε μετά θάνατον θα μπει σε καλούπια πάσης φύσεως.

Ο Θεοδωράκης, ως πολιτικό ον και εξαιρετικά νοήμων άνθρωπος, είχε φυσικά ξεκάθαρες ιδεολογικές καταβολές, σαφή πολιτική ταυτότητα, αποκρυσταλλωμένες απόψεις για τους συναγωνιστές του και τους αντιπάλους του.

Ο Θεοδωράκης ήταν κομμουνιστής, έζησε και πέθανε ως κομμουνιστής, κι αυτό νομίζω ότι ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει.

Όμως, ο Θεοδωράκης είχε παράλληλα την ψυχική δύναμη, το θάρρος και την αποφασιστικότητα να υπερβεί τις ολέθριες αντιπαλότητες του παρελθόντος, να συνομιλήσει και να συνεργαστεί με το αντίπαλο στρατόπεδο, χάριν πάντα του εθνικού συμφέροντος, όπως εκείνος τουλάχιστον το αντιλαμβανόταν.

Αυτό έπραξε σε διάφορες στιγμές κατά τη διάρκεια του μακρότατου βίου του, επισύροντας μάλιστα ουκ ολίγες φορές τη μήνιν των συντρόφων του.

Ευτυχώς για την Ελλάδα και τον ελληνισμό, ο Θεοδωράκης υπήρξε όχι μόνο ένας μέγιστος μουσουργός αλλά και ένας σπουδαίος πνευματικός ηγέτης, που ουδέποτε απουσίασε από τους εθνικούς αγώνες και ουδέποτε δείλιασε μπροστά στους ποικιλώνυμους κινδύνους.

Τουναντίον, ο Θεοδωράκης, αυτός ο εξόχως πληθωρικός χαρακτήρας, αυτό το ελεύθερο μυαλό με το επαναστατικό ταμπεραμέντο, ήταν πάντα παρών, μπροστάρης και πρωταγωνιστής, έτοιμος να συγκρουστεί αλλά και να μονοιάσει.

Ο Θεοδωράκης ήταν αμερόληπτος και απροκατάληπτος, ενωτικός και συμφιλιωτικός, αληθινός και ανθρώπινος, ειλικρινής και θερμός.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον αγαπήθηκε ειλικρινώς απ’ όλους τους Έλληνες και όλες τις Ελληνίδες, ο λόγος για τον οποίον απέσπασε το σεβασμό των πάντων, είτε ανήκαν στους νικητές είτε ανήκαν στους ηττημένους του Εμφυλίου.

Το γεγονός ότι ο υπογράφων, τέκνο μιας οικογένειας που βρισκόταν στην αντίπερα όχθη του αδελφοκτόνου πολέμου, άκουσε και σιγοτραγούδησε χθες το βράδυ, για πολλοστή φορά και όπως πάντα δακρυσμένος, τους «Δρόμους παλιούς» του Μίκη και του Αναγνωστάκη φανερώνει το διαμέτρημα και την προσωπική ακτινοβολία του εκλιπόντος, καθώς και την πολύτιμη παρακαταθήκη που μας άφησε με το καλλιτεχνικό έργο του και την εν γένει δράση του.