Μίκης Θεοδωράκης – Το «αντίο» σπουδαίων Ελλήνων στον μουσικοσυνθέτη
Η εικόνα του Μίκη που τον συλλαμβάνει η δικτατορία είναι η εικόνα μιας χώρας σε πολιορκία, λέει ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς
Επιμέλεια Ζωή Λιάκα, Εφη Φαλίδα, Διονυσία Μαρίνου
Το δικό τους «αντίο« στον σπουδαίο μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη λένε ερμηνευτές, συνθέτες, στιχουργοί, τραγουδοποιοί, μουσικοί, συνθέτες αλλά και ο Αρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας.
Στον δύσκολο αποχαιρετισμό τους αναφέρονται στη γνωριμία, στην πρώτη τους συνάντηση αλλά και στην συνεργασία που είχαν με τον Μίκη Θεοδωράκη.
Αναστάσιος
Αρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας
Αναζητητής της παγκόσμιας αρμονίας, οικουμενικός Ελληνας με παγκόσμια απήχηση υπήρξε ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης. Συγχρόνως, φλογερός αγωνιστής, όπου διαπίστωνε ανθρώπινο πόνο, λαχτάρα για τη δικαιοσύνη, πόθο για τη φιλική συνύπαρξη των λαών, την παγκόσμια ειρήνη και αδελφοσύνη. Η ζωή του ήταν πολυτάραχη με έντονη κοινωνική και πολιτική παρουσία και επίμονο ζήλο για τη δημιουργική βίωση της διαχρονικής ελληνικής παραδόσεως, την καλλιέργεια και ανύψωση του λαού. Οι πρωτότυπες μουσικές του δημιουργίες διαπέρασαν τα όρια της χώρας και αντήχησαν σε πολλές γειτονιές της γης.
Αρχάγγελος στο μουσικό στερέωμα, ο Μίκης-Μιχαήλ Θεοδωράκης αξιοποίησε τα θεόσδοτα δώρα και τα πρόσφερε αφειδώλευτα στην οικουμένη. Στην αναζήτηση του Θεού υπήρξε ευαίσθητος και διακριτικός. Είναι γνωστό ότι συνθέσεις του, που σχετίζονται με κορυφώσεις της ζωής του, μελοποιούν εκκλησιαστικούς ύμνους (Τροπάριο Κασσιανής, Νεκρώσιμη Ακολουθία, Θεία Λειτουργία). Αδελφική δέησή μας είναι ο Θεός, ο Νοητός Ηλιος της δικαιοσύνης και της ειρήνης, να αναπαύει την εκλεκτή ψυχή του «εν σκηναίς δικαίων». Αιωνία του η μνήμη! Ανήκει ήδη στην αιωνιότητα.
Κώστας Γαβράς
Σκηνοθέτης
Για μένα η εικόνα του Μίκη που τον συλλαμβάνει η δικτατορία είναι η εικόνα μιας χώρας σε πολιορκία. Γιατί ο άνθρωπος αυτός έκλεινε ως σύμβολο και ζωντανός μύθος την περιπέτεια μιας ολόκληρης χώρας. Ετσι τον γνώρισαν και στο εξωτερικό όταν βγήκε για συναυλίες, τις οποίες παρακολούθησαν χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνοντας εναντίον της χούντας. Αλλά για μένα εικόνα του Μίκη είναι και η εντύπωσή του όταν του έδειξα την κόπια του «Ζ» στο Παρίσι. Μου είχε στείλει πρώτα από τη Ζάτουνα, όπου ήταν εξόριστος, το μήνυμα ότι μπορούσα να πάρω μουσική του απ’ όπου ήθελα, γραμμένο σ’ ένα πακέτο τσιγάρα. Πήρα λοιπόν στοιχεία, έντυσα τη σκηνή που χτυπάνε τον Μοντάν και πηγαίναμε μπρος – πίσω το φιλμ. Είπα, λοιπόν, είπα στους μουσικούς να γράψουν και τη μουσική ανάποδα. Οταν το είδε με ρωτάει ποιανού είναι η μουσική. Του απαντάω «δική σου». «Πρώτη φορά ακούω τη μουσική μου μπρος – πίσω και μου αρέσει». Είχε μια παιδικότητα ο Μίκης και πείσμα, ήθελε να είναι ο πρώτος και ξεχωριστός. Ακόμη και οι αντιφάσεις του, οι συγκρούσεις μαζί του είχαν ενδιαφέρον.
Διονύσης Σαββόπουλος
Τραγουδοποιός
Εφυγε σήμερα ο τελευταίος των μεγάλων. Των τελευταίων μεγάλων Ελλήνων. Είναι ημέρα πένθους, βαθιάς συγκίνησης αλλά και πνευματικής ανάτασης νομίζω, γιατί μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζηδάκι, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη, και όλων των άλλων πνευματικών ηγετών μας, έρχεται τώρα και η αναχώρηση του Μίκη Θεοδωράκη, στην 200η επέτειο της ανεξαρτησίας, σαν να μας λέει «κοιτάξτε τι έχει πραγματική αξία σε όλη αυτή την πορεία και αφήστε τα μικρά και τα ασήμαντα».
Ηταν παράφορος. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Ξεχείλιζε από μουσική, αιώνια νιάτα, πάθος και ρομαντισμό. Ηταν ένας μεγαλοφυής, ένας λεοντόκαρδος, ένας άνθρωπος αναγεννησιακός. Ενας οικουμενικός άνθρωπος.
Θα ζει πάντα στη μνήμη της Αντίστασης, στην τραγική μνήμη του Εμφυλίου και της εξορίας, στους αγώνες της δεκαετίας του ’60, στη φυλακή του αντιδικτατορικού αγώνα.
Μα πάνω από όλα θα ζει πάντα στο αιώνιο τραγούδι της ελληνικής λαλιάς με τη συναρπαστική και θυελλώδη μουσική του.
«O Captain, my Captain
Η δάφνη κερδήθηκε
Ποτέ δεν θα πεθάνεις»
Γιώργος Νταλάρας
ερμηνευτής
Πενθούμε το φθαρτό σώμα. Αυτό το δυνατό σώμα που υπέστη διωγμούς, εξορίες, φυλακίσεις, απομόνωση, φάλαγγα. Γιατί το πνεύμα και η ψυχή είναι κληροδοτημένα σ’ αυτόν τον λαό και στον κόσμο όλο. Σ’ αυτόν τον λαό, ειδικά, για τον οποίο με γενναιότητα πάλεψε για να χτυπήσει τον διχασμό· σ’ αυτόν τον λαό που αδιάκριτα αγάπησε, στον οποίο πρόσφερε όλη τη μαγεία της τέχνης του, τις γνώσεις του και το μεγαλείο της ψυχής του. Τα θεμέλιά του είναι στα βουνά κι αυτά τα βουνά καλούμαστε να σηκώσουμε όλοι εμείς στους ώμους μας, όσο και όπως αντέξουμε.
Απ’ την πρώτη στιγμή που παιδάκι πήγα στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη και σήκωσα τα μάτια μου ψηλά, πολύ ψηλά για να τον δουν, μέχρι σήμερα το πρωί που χρειάστηκε να τα κατεβάσω για να τον δω πάλι, θα τον ευγνωμονώ που υπήρξε, θα τον ευγνωμονώ γι’ αυτά που έγραψε και γι’ αυτά που με δίδαξε.
Γιάννης Πάριος
ερμηνευτής
Επάνω σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η ελληνική μουσική, όπως τα δύσκολα χρόνια είχε λεχθεί ότι στο φέρετρο του Κωστή Παλαμά ακουμπά η Ελλάδα.
Χρήστος Λεοντής
συνθέτης
Εδυσε ο ήλιος αφήνοντας μια παρακαταθήκη ομορφιάς, αξιοπρέπειας, αγώνα, ελευθερίας και διδάγματος για τους ανθρώπους που έχουν να υπερασπιστούν τη ζωή τους με αξιοπρέπεια. Αυτός ήταν ο Μίκης. Αυτή είναι η παρακαταθήκη που μας αφήνει. Είμαι ευγνώμων στον Μίκη γιατί ήταν ο πρώτος που με στήριξε και με ενθάρρυνε ως μουσικό. Η γνωριμία μαζί του ξεκινάει τότε που είχε επιστρέψει από το Παρίσι και ετοίμαζε τη συναυλία που έκανε στο θέατρο Κεντρικό. Εγώ μαζί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο κάναμε τα αντιγραφικά για την ορχήστρα της ΕΡΤ που συμμετείχε τότε. Αντιγράφαμε δηλαδή από την παρτιτούρα του Μίκη, για το κάθε όργανο το μέρος του. Ηταν πάρα πολύ η δουλειά αυτή, περίπου 10.000 σελίδες. Για δέκα μέρες εκείνη την εποχή είχαμε εγκατασταθεί στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη για να δουλεύουμε. Εκεί γνωριστήκαμε και μια μέρα με ρώτησε. «Γράφεις τραγούδια;». Τότε ήμουν 21 ετών – γεννήθηκα το 1940 και η συναυλία ήταν το 1961 και είχα μόλις αρχίσει να συνθέτω. Είχα μελοποιήσει Νικηφόρο Βρεττάκο, Μάνο Ελευθερίου – το πρώτο τραγούδι του «Το σπίτι γέμισε με λύπη» – και Μιχάλη Παπανικολάου. Νέοι ήμασταν όλοι τότε. Του έπαιξα ένα δυο και λέει: «Θέλεις να κάνουμε μαζί συναυλίες;». Εμεινα κατάπληκτος γιατί εκείνη την περίοδο ακουγόταν ο «Επιτάφιος» στα ραδιόφωνα που αποτελούσε μια τομή και αναδύονταν ένας καινούργιος μουσικός κόσμος στο τραγούδι τόσο με τις μελωδίες όσο και με τα ποιήματα που έδωσε στον κόσμο μέσα από τη μουσική. Ετσι λοιπόν κάναμε τις πρώτες συναυλίες όπου εγώ έπαιζα δύο τρία τραγούδια – το «Πού να χωρέσει το όνειρο», «Το σπίτι γέμισε με λύπη» και δύο ακόμη που δεν θυμάμαι. Κάναμε μερικές συναυλίες στο Ναύπλιο, στην Κρήτη και αλλού.
Ο Μίκης δυο χρόνια αργότερα, το 1963, μου έδωσε την ευκαιρία να γράψω για πρώτη φορά μουσική για το θέατρο. Ηταν ένα έργο του Ηλία Λυμπερόπουλου το οποίο ήταν μια παράφραση του «Ματωμένου γάμου» του Λόρκα. Στο έργο αυτό ακούγονταν 13 τραγούδια τα οποία από τον ενθουσιασμό μου τα έγραψα σε ένα βράδυ. Ο Μίκης είχε τη μουσική επιμέλεια σε εκείνη την παράσταση. Ο ίδιος δεν μπορούσε ν ασχοληθεί γιατί τότε έγραφε μουσική για τις Φοίνισσες, για το Εθνικό Θέατρο. Ετσι το έδωσε σε εμένα. Του έπαιξα ένα δυο και παίρνει τηλέφωνο τον Λυκούργο Καλλέργη και του λέει: «Λυκούργο έτοιμη η μουσική». Με βοήθησε πάρα πολύ στο να με βάλει στον θεατρικό χώρο τον οποίο υπηρέτησα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα περισσότερα τραγούδια μου από εκεί έχουν προκύψει – είναι ένας χώρος μαγικός για εμένα. Το τελευταίο ορατόριό μου «Φυλάττειν Θερμοπύλας» σε ένα ποίημα του Γιάννη Νεγρεπόντη, το μεγαλύτερο σε διάρκεια έργο μου, δίωρο, το έχω αφιερώσει στον Μίκη. Το 1963 με κάλεσε ξανά για να διευθύνω την ορχήστρα στο θέατρο Park, όπου είχαν κάνει ένα θεατρικό έργο με τον Μάνο Χατζιδάκι τη «Μαγική πόλη». Εκεί γνώρισα τον Χατζιδάκι που και σε αυτόν έχω μια ίδια αγάπη και εκτίμηση με τον Μίκη, γιατί κι εκείνος είχε μιλήσει για μένα με τα πιο τιμητικά λόγια χωρίς να με ξέρει.
Πριν από ένα χρόνο μου ζήτησε και πήγα στο σπίτι του και ακούσαμε το έργο που του είχα αφιερώσει, με αγκάλιασε και με φίλησε. Μουσική με έχει διδάξει ο μεγάλος Παλάντιος, αλλά τον Μίκη τον θεωρώ πνευματικό μου δάσκαλο. Στα ωδεία τότε επικρατούσε το «ωδειακό» σύνδρομο όπως το λέω εγώ. Υπήρχε η αντίληψη ότι το τραγούδι είναι ευτελές είδος τέχνης. Οταν όμως είδα τότε ως νεαρός σπουδαστής στο Ωδείο έναν συνθέτη να γράφει τραγούδια, ενώ οι σπουδές του ήταν κλασικές, πήρα κουράγιο για να φωνάζω κι εγώ ελεύθερα ότι γράφω τραγούδια. Μου έδωσε ελευθερία.
Υπάρχει ένα περιστατικό που θυμάμαι έντονα και συνέβη στην πρώτη συναυλία που κάναμε με τον Μάνο Λοΐζο στο Θέατρο Ακροπόλ το 1963. Τότε ο Μίκης μου παρέδωσε μια πέτρα που του είχαν πετάξει οι παρακρατικοί στην ώρα συναυλίας στη Νάουσα. Μου την έδωσε ως ένα σύμβολο συνέχειας ενός αγώνα μέσα από τη μουσική. Πριν από δέκα χρόνια ο δήμαρχος της πόλης μου ζήτησε να την επιστρέψω για να φύγει το άγος της πόλης. Μου έδωσε μια άλλη πέτρα από το σημείο που θυσιάστηκαν οι γυναίκες το 1822. Κράτησα μια πέτρα εγώ και μια έδωσα στον Μίκη.
Ελένη Καραΐνδρου
συνθέτρια
Πρώτη επαφή με τον Μίκη ο «Επιτάφιος», γροθιά στο στομάχι. Ωρες ατελείωτες ρουφούσαμε παιδιά είκοσι χρονών τη φοβερή αυτή σύζευξη του βιωματικού στίχου του Ρίτσου με τη σπαραχτική μουσική του Μίκη. Ημασταν φοιτητές της Φιλοσοφικής η παρέα μας. Και κάθε έργο του που ερχόταν στα χέρια μας το ακούγαμε με πάθος και μιλούσαμε γι’ αυτό με τις ώρες. Υστερα μαζευόμασταν και τραγουδάγαμε. Μια φορά στην Πνύκα μας βρήκε το πρωί. Αυτό κατάφερε από την πρώτη στιγμή ο Μίκης με τη μουσική του. Να μας ενώσει. Είχε βρει τον τρόπο η μελωδία του να ταιριάξει με όλες τις ψυχοσυνθέσεις και να παντρεύει τα κοινά μας ακούσματα. Η ποίηση γινόταν δύο φορές δική μας και ο πολιτικός στοχασμός που αποτύπωνε μέσα από τη μουσική του ο Μίκης γινόταν πάθος και εξέγερση για τις νεανικές μας ψυχές. Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις… Ετσι πορευτήκαμε μαζί του και στη μαύρη επταετία…
Λευτέρης Παπαδόπουλος
στιχουργός
Η συνεργασία μας ξεκίνησε το 1978 με το «Μπήκε ο Χάρος στο κελί» που τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης με τη συνοδεία χορωδίας. Το 1979 ο Παύλος Σιδηρόπουλος τραγούδησε στην ταινία του Ανδρέα Θωμόπουλου «Ο ασυμβίβαστος» το τραγούδι του Μίκη με δικούς μου στίχους «Κάποτε θα ‘ρθουν». Στο πέρασμα των χρόνων το τραγούδι γνώρισε πολλές επανεκτελέσεις από Φαραντούρη, Νταλάρα, Γλυκερία, Κότσιρα, Πυξ Λαξ. Αργότερα, το 1983 μου είπε να πάμε στη Μόσχα όταν θα έπαιρνε το Βραβείο Λένιν. Κι ενώ είχε σταματήσει να γράφει εκεί στη Μόσχα, συμφωνήσαμε να κάνουμε μια σειρά τραγουδιών μαζί. Μόλις επιστρέψαμε από το ταξίδι άρχισα να γράφω και του έδινα στίχους και ο Μίκης αυτόματα έγραφε τη μουσική. Ετσι γράψαμε 100 τραγούδια. Εγραψα πολλά τραγούδια, ο Μίκης ακόμη περισσότερα. Δεν θα μείνω στο πόσο σπουδαίος ήταν, γιατί για εμένα μετρούσε το γεγονός ότι υπήρχε εσωτερική αγάπη μεταξύ μας και αυτό ήταν πιο σημαντικό από το μουσικό ενδιαφέρον που παρουσίαζε η δουλειά του. Πέρα από τη μουσική του ο Μίκης ήταν ένα γοητευτικό πρόσωπο.
Λάκης Χαλκιάς
ερμηνευτής
Είμαι συντετριμμένος. Mε μεγάλη θλίψη και οδύνη πληροφορήθηκα πρωί πρωί τον χαμό του Μίκη μας, του κορυφαίου έλληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, ολόκληρου του Ελληνισμού, αλλά και αναγνωρίσιμου επίσης και από το παγκόσμιο κοινό. Ο Μίκης μας αυτή τη φορά μάς ξεγέλασε όλους, γιατί νομίζαμε ότι και πάλι θα τα κατάφερνε να τον ξεγελάσει τον άτιμο τον Χάρο και να τον νικήσει, όπως έκανε τόσα χρόνια τώρα, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερε αυτή τη φορά.
Τον πήρε από κοντά μας, όμως μόνο το σώμα του, γιατί η ψυχή του και το πνεύμα του βρίσκονται και θα βρίσκονται για πάντα εδώ κοντά μας και θα τραγουδούν μαζί μας αιώνια! Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο μοναδικός έλληνας συνθέτης που ανέδειξε το ηρωικό στοιχείο μέσα στη σύγχρονη παγκόσμια μουσική σκέψη ως μοναδικότητα που χαρακτηρίζει τις εκφάνσεις του σύγχρονου ανθρώπου.
Είναι αυτός που πήρε τη συνθετική μουσική σκυτάλη από τον Βασίλη Τσιτσάνη και δίνοντάς της με την προσωπική συνθετική του μοναδικότητα νέα εξελικτική διάσταση στη λαϊκή μας μουσική κατάφερε για να τη στείλει στα πέρατα της γης. Η ποίηση και οι ποιητάρηδες δώσανε την υγιή βάση για να αναγνωρίσει ο Μίκης Θεοδωράκης τις μελωδίες, να μας τις μεταγγίσει κι εμείς να τις τραγουδήσουμε. Συναντήθηκα για πρώτη φορά με τον Μίκη Θεοδωράκη καλλιτεχνικά το καλοκαίρι του ’81, στην αξέχαστη μεγάλη περιοδεία του ΚΚΕ σε Ηπειρο και Θεσσαλία συνοδεύοντας τον Χαρίλαο Φλωράκη· η περιοδεία αυτή μετατράπηκε σε μια ατελείωτη λαϊκή γιορτή και ένα ξέφρενο πανηγύρι του λαού μας. Εκεί τα βράδια, μετά το μουσικό μέρος που καλύπταμε με τον Μίκη, καθόμασταν ώρες ολόκληρες και ακούγαμε τις ιστορίες ατελείωτες που μας διηγιόταν ο Μίκης. Τον Οκτώβριο του 1981 με κάλεσε και πήγα κοντά του, στη μάχη που έδινε ως υποψήφιος βουλευτής του ΚΚΕ στην Β’ Περιφέρεια Αθηνών (από εκεί είναι και η φωτογραφία που σας στέλνω). Συλλυπητήρια στην οικογένειά του, τις εγκάρδιες ευχές μου για δύναμη και κουράγιο. Καλό σου ταξίδι, Μίκη μας, και ο δρόμος σου να είναι στολισμένος και γεμάτος μελωδίες από τα τραγούδια σου.
Γλυκερία
ερμηνεύτρια
Ο Μίκης ήταν αυτός που δημιούργησε τον μουσικό πολιτισμό του 20ού αιώνα. Επειδή τον γνώρισα προσωπικά, ήταν ένας άνθρωπος με πολύ μεγάλη καρδιά κι ανοιχτή αγκαλιά, ήταν ένας «παραμυθάς»-αφηγητής. Ηθελες να τον ακούς να σου αφηγείται με τις ώρες τις ιστορίες της ζωής του και είχε πολλές να πει, από τις διάφορες κακουχίες μέχρι τις ωραίες στιγμές που έζησε. Από τις εξορίες μέχρι τις συναυλίες στο εξωτερικό και όλο αυτό το μεγάλο κοινό που ήρθε να τον θαυμάσει. Εγώ συνεργάστηκα μαζί του σ’ έναν διπλό δίσκο με επανεκτελέσεις τραγουδιών και κυρίως λαϊκών που ονομάζεται «Τα θεμέλιά μου στα βουνά» από ένα ποίημα του Ελύτη. Είχε τύχει να συναντηθώ πολλές φορές μαζί του για να προετοιμάσουμε αυτόν τον δίσκο και να τον γνωρίσω προσωπικά. Ως άνθρωπος ήταν μεγαλόκαρδος, ανοιχτόκαρδος. Νομίζω ότι με το θάνατό του, αναπόφευκτο δυστυχώς αφού όλοι οι άνθρωποι κάνουν τον κύκλο τους, είναι σαν να ξεριζώνεται ένα σώμα από το σώμα μας, την καρδιά μας. Τον θεωρούμε πολύ δικό μας άνθρωπο. Οσο ψηλός ήταν στο μπόι τόσο ψηλό ήταν και το πνεύμα του. Θα μας λείψει αυτό κι αυτός ο τρόπος που μπορούσε και δημιουργούσε. Τι να πρωτοξεχωρίσεις από τα τραγούδια του. Τις μπαλάντες του; Τα λαϊκά του; Εχει σπουδαία έργα ο Μίκης. Το «Αξιον εστί», το «Τραγούδι του νεκρού αδερφού», «Της Δικαιοσύνης». Κάποια του τραγούδια που τραγούδησα κι εγώ, τα αγαπάω ιδιαίτερα. Ανάμεσά τους κι ένα τραγούδι που έχει μία μόνο εκτέλεση ακόμα, το «Βροντά το κάστρο του Αναπλιού», που εκφράζει πάρα πολύ αυτό που υπήρξε ο Μίκης.
Μάκης Μάτσας
πρόεδρος Δ.Σ Minos EMI
Ενας μύθος της ελληνικής μουσικής, έφυγε σήμερα από κοντά μας.
Ο πολυγραφότατος Θεοδωράκης είναι ο συνθέτης που χάρισε το μοναδικό προνόμιο στην Ελλάδα, ο λαός της να γνωρίσει, να αγαπήσει και να τραγουδήσει στην καθημερινότητά του μελοποιημένους τους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές και αυτό παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των ίδιων των ποιητών.
Πώς μπορώ να ξεχάσω τις υπέροχες δημιουργικές συναντήσεις μας, στο Παρίσι, όταν τον επισκεπτόμουν εξόριστο, την εποχή της Δικτατορίας.
Πώς να ξεχάσω όταν του είχα παρουσιάσει για πρώτη φορά στην εξορία του, τον Γιώργο Νταλάρα, που ακόμα τότε δεν τον γνώριζε, για να του εμπιστευτεί τις καινούργιες του συνθέσεις, τα 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας. Εγώ θα αναλάμβανα την ηχογράφησή τους στην Ελλάδα, κρυφά τα βράδια λόγω της απαγόρευσης των τραγουδιών του από τη Χούντα, ώστε να είναι έτοιμα να κυκλοφορήσουν στο κοινό μόλις θα έπεφτε η Δικτατορία.
Πώς να ξεχάσω την ένδοξη υποδοχή του στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, μετά την πτώση της Δικτατορίας με τιμές ήρωα. Τον μεταφέραμε από το αεροπλάνο στα χέρια μας, μέχρι το αυτοκίνητό του.
Ο Μίκης με τίμησε με την αποκλειστική του συνεργασία, τουλάχιστον για δέκα χρόνια, για να γράψουμε την υπόλοιπη μουσική ιστορία του.
Αναμνήσεις που θα μείνουν ανεξίτηλες χαραγμένες στο μυαλό μου μέχρι την ώρα που σε κάποιον άλλον κόσμο, πιστεύω καλύτερο, να ξανασυναντηθούμε και να τα ξαναπούμε.
Μίλτος Πασχαλίδης
τραγουδοποιός
Περίπου 10 χρόνια συζητούσαμε για τη «Ρωμιοσύνη». Εκανα εγώ τη «Ρωμιοσύνη» κι τον «Επιτάφιο» με τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης». Του είχα ζητήσει να την επανακυκλοφορήσουμε. Από τότε που πήρα το ΟΚ άρχισα να εργάζομαι πάνω σε αυτό, να του πηγαίνω ή να του στέλνω ν’ ακούσει ό,τι έκανα. Να ακούω τις παρατηρήσεις του, τις σκέψεις του, τις προτάσεις του, τη χαρά του. Του άρεσε αυτό που άκουγε. Ο Μίκης ήταν γεναιόδωρος, δοτικός, που έδινε χώρο και ελευθερία. Τον έχω ακούσει ν’ αφηγείται πολλές ιστορίες. Πότε ενθουσιασμένος, πότε συγκινημένος και πάρα, μα πάρα πολλές φορές να εξιστορεί περιστατικά που έζησε ή άκουσε με απίστευτο χιούμορ. Ενα τέτοιο ήταν όταν τον άκουσα να διηγείται πώς κατάφερε να πάρει τον Καλογιάννη τραγουδιστή στην περιοδεία που θα έκανε στη Ρωσία. Ετοιμαζόταν να πάει με τον Γιάννη Πουλόπουλο και τη Μαρία Φαραντούρη – και τα μπουζούκια του Κώστα Παπαδόπουλο και Λάκη Καρνέζη. Την τελευταία στιγμή ο Γιάννης Πουλόπουλος αρνείται να τον ακολουθήσει. Μαθαίνει όμως για τον Αντώνη Καλογιάννη και πάει και του χτυπάει ξημερώματα το κουδούνι του στο σπίτι του στην Καισαριανή. Γελούσε δυνατά όταν θυμόταν πώς πετάχτηκε ο Καλογιάννης από τον ύπνο με τις πιτζάμες για ν’ ανοίξει την πόρτα.
Δεν φτάνουν ένα τσούρμο μουσικοκριτικοί και να αναλύουν το έργο του 10 χρόνια. Ηταν χείμαρος, ποτάμι, καταιγίδα. Είναι κωμικό να κάνει κάποιος αποτίμηση. Μόνο αποσπασματικά μπορείς να προλάβεις να δεις κομμάτια του έργου του. Για μας τους ελληνες τραγουδοποιούς και συνθέτες που είμαστε γεννημένοι τα τελευταία 50 χρόνια είναι η αρχή του παντός. Κανείς δεν γεννήθηκε συνθέτης. Ημασταν πρώτα ακροατές. Αγαπήσαμε τραγούδια άλλων . Η δική μου η γενιά το πρώτο που αγάπησε είναι τα τραγούδια του Μίκη. Πολλά ζηλεύω στον Μίκη. Ξεχωρίζω τη δωρικότητά του. Γιατί θα ήθελα να είμαι ακαριαίος όπως αυτός.
Γιάννης Βογιατζής
τραγουδιστής
Το 1962 γνώρισα τον Μίκη μέσω του επιχειρηματία και ατζέντη Θόδωρου Κρίτα, ιδιοκτήτη του θεάτρου Μινώα που ανέβηκε η «Ομορφη πόλη». Εγώ ήμουν 28 ετών τότε και είχα κάνει κάποιες επιτυχιούλες και είχα γίνει γνωστός. Μου τηλεφωνεί ο Κρίτας και μου λέει «ο Μίκης θέλει να πείτε μερικά τραγούδια στην παράσταση που ετοιμάζει». Γνωριζα το έργο του αλλά ήξερα ότι ήταν ένας αλλιώτικος συνθέτης, διαφορετικός από το είδος που υπηρετούσα εγώ τότε. Εν πάσει περιπτώσει, πέρνω τον Πατσιφά στην εταιρεία μου για να του το πω και μου απαντά: «Ούτε να το συζητάς. Τρέχα σαν τρελός». Πήγα λοιπόν και συνάντησα τον Μίκη. Στο ραντεβού ήταν ακόμη ο Κρίτα,ς ο Μπος (Μποσταντζόγλου). Θυμάμαι ότι μου είπε: «Σε έχω ακούσει να τραγουδάς και μ’ αρέσεις. Δεν είναι το είδος που αγαπώ εγώ. Εμένα μου αρέσουν οι ξύλινες φωνές». Αργότερα, όταν συνεργαστήκαμε στο θέατρο και αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, μου εξήγησε τι εννοούσε. Του άρεσαν οι φωνές που θα μπορούσε τα τραγούδια του να τα τραγουδάει ο οποιοσδήποτε. Να μην έχει δηλαδή την ικανότητα ενός τραγουδιστή. Μου έδωσε να τραγουδήσω την «Ομορφη πόλη» – πριν από την Εντίτ Πιαφ – και «Μέσα στα μαύρα σου, κυρά μου, τα μαλλιά».
Κώστας Παπαδόπουλος
σολίστας μπουζουκιού
Θυμάμαι, είχαμε ξεκινήσει καλοκαιρινή σεζόν με τον Λάκη Καρνέζη σ’ ένα μαγαζί στην Παραλιακή – αν θυμάμαι λεγόταν Νταίζη.
Βλέπουμε τις πρώτες μέρες που παίζαμε απέναντί μας να κάθεται σε ένα τραπέζι με τον Τάκη Λαμπρόπουλο. Είχε έρθει αποκλειστικά για να μας ακούσει. Ηρθε ένας σερβιτόρος και μας ζήτησε να πάμε στο τραπέζι του. Κατεβαίνουμε κάτω και μας λέει ο Μίκης: «Παιδιά, ξεκινάω μια δουλειά και σας θέλω μαζί μου». Εμάς μας είχε πρωταγωνιστές ο Λαμπρόπουλος στην Colubia και τότε είχε αποχωρήσει ο Μανώλης Χιώτης – είχαν ξεκινήσει μαζί με Γρηγόρη Μπιθικώτση και Μαίρη Λίντα – από την ορχήστρα του Μίκη, το 1961, για να κάνει δικά του πράγματα. Και καλά έκανε. Ετσι ο Λαμπρόπουλος λέει στον ιδιοκτήτη του μαγαζιού «θέλω να πάρω τα παιδιά». Εκείνος προέβαλε αντιρήσσεις γιατί, όπως του είπε στηριζόταν, σ’ εμάς. Ομως ο Λαμπρόπουλος σκέφτηκε ότι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού είχε ψώνιο να γίνει τραγουδιστής. Του λέει «αν μου δώσεις τα παιδιά, θα σου κάνω ένα LP». Ετσι καταφέραμε και φύγαμε. Ξεκινήσαμε τις συναυλίες με τον Μπιθικώτση, τη Γιοβάνα – η Μαίρη Λίντα είχε ακολουθήσει τον Χιώτη – και βέβαια κάναμε τις ηχογραφήσεις.
Με τον Μίκη ήταν αδύνατο να μη γελάσεις. Ο,τι σκληρό και απρόσιτο ήθελε να πει το περνούσε με το χιούμορ του. Ο Μπιθικώτσης τον πείραζε πολύ.
Ποτέ δεν μας είπε γιατί μας διάλεξε και καλά έκανε γιατί θα ψωνιζόμασταν. Ετσι κράτησε αυτή η μακρόχρονη συνεργασία μας.
Ο Μίκης για μένα είναι ογκόλιθος. Μου άρεσε που είχε μπλέξει την ποίηση με το λαίκό τραγούδι. Οταν κάναμε τη συναυλία στον κεντρικό, έβλεπες να έρχονται κυρίες και κύριοι αλλά και κάποιοι από την οικοδομή με τα παιδιά τους για να τον ακούσουν. Η τελευταία συναυλία που κάναμε μαζί ήταν στο Ηρώδειο, όπου τραγούδησαν ο Γιώργος Νταλάρας και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο οποίος όταν τραγουδούσε ήταν άλλος ένας Θεοδωράκης. Η εικόνα που έχω από τον Μίκη ήταν να διευθύνει στο πόντιουμ. Να μας δίνει το τόνο του «μαζί».
Τάκης Φαραζής
πιανίστας
Η συνάντησή μου με τον Μίκη ήταν μία έντονη και συγκινητική στιγμή, μια και έχοντας μεγαλώσει με τη μουσική του, αλλά και έχοντας ανεξίτηλες τις παιδικές μνήμες των εξαιρετικά φορτισμένων συναυλιών στη Μεταπολίτευση – λόγω της σχέσης της οικογένειάς μου με το κίνημα της Αριστεράς -, έτρεφα μεγάλη αγάπη και θαυμασμό για το έργο του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το αφοπλιστικά πηγαίο, σχεδόν παιδικό χαμόγελό του, την απλότητα, τον ενθουσιασμό και την αμεσότητα μέσα από την οποία επικοινωνούσε, την εγκάρδια χειραψία και την πραότητα στο βλέμμα του.
Αχιλλέας Θεοφίλου
μουσικός παραγωγός
Είχα πάει με τον Γιώργο Νταλάρα στο Παρίσι, μέσα στη χούντα, για να πάρουμε τα 18 λιανοτράγουδα και από εκεί και πέρα είχαμε μια πολύ αρμονική συνεργασία. Τον Μίκη τον γνώρισα στους Λαμπράκηδες. Οταν τον είδα στο Παρίσι, μου είπε ότι με θυμόταν. Από εκεί και πέρα άρχισε μια φιλία που ήταν πάρα πολύ στενή. Εκείνο που διέκρινα από την πρώτη στιγμή που τον είδα ήταν πως επρόκειτο για έναν πολύ δοτικό άνθρωπο στην ψυχή του και στις ιδέες του. Ενας άνθρωπος ανοιχτός, μεγαλόκαρδος, που σε κέρδιζε από την πρώτη στιγμή. Σε κέρδιζε η σημαντική του καλλιτεχνική και πολιτική προσωπικότητα. Ηταν μοναδικός. Θυμάμαι πάρα πολλές ιστορίες που αποτυπώνουν αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο και δημιουργό. Υπάρχει για παράδειγμα ένα περιστατικό όταν φτάσαμε, μετά τη χούντα, την πρώτη μέρα στο στούντιο στην Colubia. Πήγαμε να γράψουμε με τον Γιάννη Δηδήλη – ήταν ο ενορχηστρωτής του. Τότε βγάλαμε τις πρώτες φωτογραφίες με τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη στο πιάνο. Ο Μίκης τότε μου λέει: «Αχιλλέα, αυτή τη φωτογραφία κράτησέ τη». Τη θεωρούσε ιστορική γιατί ήταν η πρώτη φορά που, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ανεβήκαμε όλοι μαζί στο στούντιο για να γράψουμε.
Ο Μίκης είχε πολύ χιούμορ. Θυμάμαι πολλές αστείες ιστορίες που είχαν συμβεί. Είμαστε πάλι στο σπίτι του Μίκη στη Νέα Σμύρνη και κάνουμε πρόβα. Κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και το απαντάει η κυρία που τους φρόντιζε. Του λέει «κύριε Μίκη, σας ζητάει ο πρόεδρος». Γυρίζει ο Μίκης και μου λέει: «Αχιλλέα, συνεχίζουμε την πρόβα. Ο πρόεδρος είναι από το Βραχάτι». Χτυπάει ξανά το τηλέφωνο και έγινε ξανά ο ίδιος διάλογος εξακολουθώντας ο Μίκης να πιστεύει ότι ήταν ο πρόεδρος από το Βραχάτι. Κάποια στιγμή και αφού είχε χτυπήσει αρκετές φορές το τηλέφωνο, ο Μίκης αποφάσισε να πάει να μιλήσει στο τηλέφωνο θεωρώντας ότι συνέβαινε κάτι εξαιρετικά επείγον. Τελικά δεν ήταν ο πρόεδρος από το Βραχάτι αλλά ο πρόεδρος Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Ηταν ένας συνθέτης που συμπεριφερόταν καταπληκτικά στους μουσικούς. Επέτρεπε να συμβεί το λάθος, κάτι που εγώ που ήμουν παραγωγός δεν το άφηνα να περάσει. Εκείνος έδινε ελευθερία. Κάποια στιγμή γράφαμε ένα τραγούδι – αν δεν κάνω λάθος για ένα θεατρικό της Αλίκης Βουγιουκλάκη – και γίνονται ένα-δύο λάθη. Σταματάω την ορχήστρα. Ερχεται ο Μίκης προς το μέρος μου και μου λέει: «Δεν μου λές, Αχιλλέα, γιατί σταμάτησες την ορχήστρα; Γιατί έγινε λάθος; Να σου πω κάτι. Εχεις φάει κοκορέτσι; Αν ναι, θα ξέρεις ότι αν δεν είναι λίγο βρώμικο δεν είναι νόστιμο».
Βαγγέλης Καραµανωλάκης
ιστορικός (ΑΣΚΙ)
Πώς αναμετριέται κανείς με μεγέθη όπως εκείνο του Μίκη Θεοδωράκη; Πώς ξαναδιαβάζει αυτή την πληθωρική ζωή που κινήθηκε στον γαλαξία της μουσικής αλλά και της πολιτικής, πώς κατανοεί την έντονη δημόσια παρουσία του που άλλοτε ένωσε και άλλοτε δίχασε; Η διαδρομή από τον μακρονησιώτη απόβλητο στον εθνικό συνθέτη είναι στην πραγματικότητα η ελληνική ιστορία από την Κατοχή στην πρόσφατη οικονομική κρίση, η πορεία από την καταδίκη στην αποθέωση. Μια διαδρομή που τα περιλαμβάνει όλα: εξορίες, φυλακές, δικτατορίες και δημοκρατικά καθεστώτα, πολιτικά και κομματικά αξιώματα, από το ΚΚΕ στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και από τη Νεολαία Λαμπράκη στη Σπίθα. Βιογραφώντας τον Μίκη, καταγράφεις τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, αποτυπώνεις έναν κορυφαίο δημιουργό της αλλά και ένα μοναδικό δημιούργημά της.
Ξανασκέφτομαι αυτό το ισοζύγιο. Ο Μίκης σφράγισε την ελληνική ιστορία με τη μουσική και τη δράση του. Η μουσική του, από τον Επιτάφιο στον Επιβάτη σφράγισε τον ελληνικό 20ό αιώνα, ένα συνεχές υπόρρητο άκουσμα στα αφτιά μας. Η παρουσία του στο αριστερό κίνημα στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, οι Λαμπράκηδες, η αντιδικτατορική του δράση, οι πολιτικές του επιλογές στη Μεταπολίτευση, η στάση του σε εθνικά θέματα, ενέπνευσαν, επηρέασαν αλλά και αμφισβητήθηκαν έντονα.
Αν από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι είναι δημιούργημα των καιρών τους, ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε δημιούργημα ενός κόσμου που γεννήθηκε μέσα από την κοσμογονία του Πολέμου και της Αντίστασης. Ενός κόσμου που στρατεύτηκε κατά κύριο λόγο με την Αριστερά και πολέμησε διεκδικώντας το όραμα ενός καλύτερου κόσμου αλλά και τη θεραπεία των δεινών του παρελθόντος. Αυτό το όραμα υπηρέτησε ο Θεοδωράκης με το πιο πρωτότυπο έργο του στη δεκαετία του ’60 δίνοντάς του νέα διάσταση και προοπτικές. Και σε αυτό το όραμα θέλησε να επιστρέψει με την επιστολή του στον Δημήτρη Κουτσούμπα να επιστρέψει στον αγαπημένο του «τόπο», εκεί που το όραμα και οι κακουχίες δέθηκαν με ένα τεράστιο ταλέντο δημιουργώντας ένα αξεπέραστο έργο, να ξαναβρεί εκείνο το ακρογιάλι από το οποίο βγήκε νερό που μας ξεδίψασε όλους.
Μαρία Φαραντούρη
ερμηνεύτρια
Η Ελλάδα σήμερα ορφάνεψε. Ο Μίκης είναι η έκφραση της ελληνικής ψυχής και με το έργο του έδειξε σε όλο τον κόσμο ότι Ελληνισμός σημαίνει πολιτισμός. Γεννήθηκε με την ευλογία των Μουσών. Μίλησε με την οικουμενική γλώσσα της μουσικής και της ποίησης για τον άνθρωπο, τους αγώνες, τις χαρές και τους καημούς του.
Ο Μίκης είναι παγκόσμιος, μα πάνω απ’ όλα είναι Ελληνας κι αποτελεί την αντάξια συνέχεια των μεγάλων παραδόσεών μας. Αγωνίστηκε και υπέφερε υπερασπιζόμενος την ελευθερία, τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Είχα τη χαρά και την τιμή να υπηρετήσω το μεγάλο του έργο, μια ολόκληρη ζωή, να μοιραστώ μαζί του συγκινητικές στιγμές, την επαφή με τόσους λαούς, τους αγώνες και την ιστορία τους δίνοντας συναυλίες σε ελληνικά και παγκόσμια ακροατήρια. Ο Μίκης είχε την τύχη πριν φύγει να ζήσει την αθανασία του. Μας χάρισε το ωραίο ταξίδι, για αυτό θα είναι πάντα κοντά μας σαν να μην έφυγε ποτέ. Με τη μουσική και τα τραγούδια του θα ενώνει τις καρδιές μας, θα μας ανοίγει καινούργιους κόσμους όπως κάνει κάθε μεγάλη τέχνη που συνομιλεί με την εποχή της και την Ιστορία. Μίκη μου, με τα χέρια – φτερά σου, όσο ζω θα σε βλέπω πάντα να διευθύνεις τα τραγούδια μας και τα όνειρά μας.
Γιώργος Κουµεντάκης
καλλιτεχνικός διευθυντής ΕΛΣ
Σήμερα θρηνούμε την απώλεια του κορυφαίου έλληνα συνθέτη και σπουδαίου διανοούμενου και αγωνιστή Μίκη Θεοδωράκη. Αν και ο Μίκης έμοιαζε να έχει κερδίσει την αθανασία, εντούτοις η μέρα του φυσικού του θανάτου ξημέρωσε για να μας γεμίσει θλίψη και να σημάνει με τον πιο οδυνηρό τρόπο το οριστικό τέλος μιας εποχής.
Το σπουδαίο έργο του, συνώνυμο με τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, θα παραμείνει στην ψυχή και την καρδιά του καθενός από μας, χωρίς καμία φθορά από τον χρόνο. Είναι χρέος μας να το διαφυλάξουμε και να το μεταλαμπαδεύσουμε στις γενιές που θα έρθουν. Το έργο του Μίκη ξεπερνάει τα όρια της μουσικής, του τραγουδιού, της τέχνης και αποτελεί μια ωδή στον αστείρευτο αγώνα για ζωή και ελευθερία.
Για όλους εμάς εδώ στην Εθνική Λυρική Σκηνή, που είχαμε σχεδιάσει μαζί του τον τριετή κύκλο αφιερωμένο στο έργο του (2021-2024), η σκέψη ότι θα τον πραγματοποιήσουμε χωρίς να τον έχουμε στο πλάι μας να μας συμβουλεύει και να μας καθοδηγεί όπως πάντα, αλλά ότι θα πρέπει να του τον αφιερώσουμε στη μνήμη του, αποτελεί μια ακόμα οδυνηρή συνειδητοποίηση.
Δήµητρα Γαλάνη
ερμηνεύτρια
Η απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη είναι μοναδική. Η στιγμή είναι ιστορική. Με ένα έργο όμως που παραμένει ζωντανό είναι και ο ίδιος εξαιρετικά παρών. Αν είναι κάτι η αθανασία, είναι αυτό.
Χάρις Αλεξίου
ερμηνεύτρια
Σήμερα μας αποχαιρέτησε ο μεγαλύτερος άνδρας δημιουργός της χώρας μας. Ο συνθέτης του αιώνα. Ο Μίκης μας, ο Ζορμπάς μας. Αυτό το γελαστό ελεύθερο παιδί. Οσοι ζήσαμε στον καιρό του είμαστε ευλογημένοι. Τραφήκαμε από το πνεύμα του και τη μουσική του και αισθάνομαι πως κάπου εδώ μπαίνει μια δυνατή τελεία στη χρυσή εποχή της μουσικής της γενιάς μου. Αποχαιρετάμε έναν θεό, μια χώρα, ένα έθνος, έναν αιώνα Ελλάδας.
Σταύρος Ξαρχάκος
συνθέτης
Ως μουσικός, προσκυνώ. Ως Ελλην, θρηνώ. Ως ιχθύς, σιωπώ.
Κώστας Μπαλαχούτης
ερευνητής της ελληνικής μουσικής
Στην παγκόσμια ιστορία, είναι λιγοστές οι φορές που οι «θρύλοι» αναγνωρίζονται και τιμώνται εν ζωή. Ο Μίκης Θεοδωράκης γεύτηκε τη δόξα, τη φήμη και τις βραβεύσεις όσο λίγοι εκλεκτοί, τόσο από «εξουσίες» όσο κι απ’ τους καθημερινούς πολίτες. Παρότι δεν κρύφτηκε ποτέ, διαλαλώντας τις απόψεις του σε κρίσιμα και αμφιλεγόμενα ζητήματα κατάφερε στην ουσία να είναι υπεράνω κριτικής και αμφισβήτησης εδώ και δεκαετίες, νικώντας με το έργο και την προσωπικότητά του ακόμη και τον θάνατο…
Αλλωστε σε αυτές τις μοναδικές περιπτώσεις η «σπορά» ταυτίζεται με τον δημιουργό της και ο Θεοδωράκης είναι οι «μουσικές» που άφησε, τα σύμβολα, τα βιβλία, οι αγώνες του.
Είχα την τύχη να μοιραστώ στιγμές μαζί του… Με τίμησε παραχωρώντας μου «γραπτές» αλλά και βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις, προλόγισε ένα βιβλίο μου. Θυμάμαι όλες τις στιγμές, τις κρατώ γερά μέσα μου.
Μερικές σκέψεις:
Εισήγαγε την ποίηση στο λαϊκό τραγούδι, αλλά και τη φόρμα του κύκλου τραγουδιών, με τους ερμηνευτές και τους δεξιοτέχνες ως σολίστες που υπηρετούν με την τέχνη τους το συνολικό έργο.
Μαζί του οι λαϊκές συναυλίες έγιναν μέσο επικοινωνίας με το κοινό αλλά και νέος τρόπος διασκέδασης, εκπαίδευσης και έκφρασής του. Τα τραγούδια σαν τα μακριά απλωμένα χέρια του μαυροντυμένου συνθέτη, με το σπάνιο επικοινωνιακό χάρισμα, θα αγκαλιάσουν τις γειτονιές της Αθήνας και θα ταξιδέψουν σε κάθε γωνιά της χώρας.
Ο Θεοδωράκης θα αξιοποιήσει τους θησαυρούς των λαϊκών σκοπών κατανοώντας τη δυναμική και την αποτελεσματικότητά τους. Δημιουργεί νέα καινοτόμα έργα, «σαν φόρμα και σαν περιεχόμενο, σαν όγκο – πλήθος οργάνων και εκτελεστών -, καθώς και σαν χρονική διάρκεια», όπως το «Αξιον εστί» που θα επισφραγίσει με τον καλύτερο τρόπο τις προσπάθειες και τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια της σύλληψης και εξορίας του από το χουντιικό καθεστώς, ο Θεοδωράκης, σαν εμπνευσμένος καλλιτέχνης και αγωνιστής, δημιουργεί ακατάπαυστα.
Τα έργα του συναντούν μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό και καθιερώνεται ως ο έλληνας συνθέτης που αγαπήθηκε πιο πολύ σε όλο τον πλανήτη. Είναι λάθος αυτό που πιστεύουν μερικοί ότι το «ξένο» κοινό γνωρίζει μόνο τον «Ζορμπά». Τα λαϊκά τραγούδια του Θεοδωράκη με τα έντονα ρυθμικά και μελωδικά στοιχεία, γοήτεψαν τους πάντες με την ομορφιά και την απλότητά τους…
Στο έργο του αντικατοπτρίζεται η ατμόσφαιρα της κάθε εποχής. Σαν μία ταινία περνούν μπροστά στα μάτια σου όλα τα σημαδιακά γεγονότα. Και η μοναδικότητα της δουλειά του Θεοδωράκη, είναι ότι μέσα από τη μουσική του δεν ξαναβλέπεις απλά τα συμβάντα, αλλά μπαίνεις μέσα τους, τα ξαναζείς, ακόμα κι αν δεν τα έχεις βιώσει στον καιρό τους…
Πολύ σημαντικό είναι και το συμφωνικό του σύμπαν!
Πέρα από «μικροπολιτικές» τόσο το έργο του, όσο και η πολυδιάστατη και τολμηρή συχνά παρέμβασή του στον πολιτισμό και την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα αυτού του τόπου, συνάντησαν την εκτίμηση που τους αρμόζουν, αναγνωρίστηκαν στον καιρό τους, δικαιώνονται καθημερινά… Σε πολλές περιπτώσεις άλλοτε προλογίζουν κι άλλοτε καταδεικνύουν καίρια τις καταστάσεις και τα μελλούμενα.
Για να «συνοψίζεις», έστω κι ενδεικτικά τη ζωή, τις καταθέσεις και τους αγώνες ενός τέτοιου «Αρχαγγέλου» χρειάζονται τόμοι ολόκληροι…
Σταματώ εδώ: «Γεια σου Μίκη Αθάνατε, της Ελλάδας και του κόσμου».
Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου
κριτικός κινηματογράφου, συγγραφέας
Στην αγκαλιά μου σαν άστρο
κι απόψε κοιμήσου
δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά
τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου
μέτρα τον πόνο κι άσε με μόνο στην ερημιά
(Νίκος Γκάτσος, 1958)
Το συμβολικό, έστω, «όνειρο» έσβησε σήμερα σηματοδοτώντας μοιραία όχι μόνο το τέλος μιας εποχής, αλλά και τη συνεχή ζωή πλέον σε ένα δυστοπικό σύστημα. Ο μέγας Νίκος Γκάτσος το προφήτεψε αυτό από το 1958. Από τότε οι έλληνες και ξένοι διανοητές κατέγραψαν «δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά». Ισως μόνο αν θυμηθούν κάποιοι το όνειρό τους και με ένα τραγούδι του δρόμου μετασχηματίσουν την εντροπία σε ενθαλπία. Το 2021, σε μια άκρως και πολλαπλά συγχυσμένη χώρα όπως η Ελλάδα, η ελπίδα στέρεψε ως το νερό σε ξηρασία. Αυτά που προβλέπουν οι ποιητές Ζακ Πρεβέρ και Μαρσέλ Καρνέ στο «Ξημερώνει» είναι πια απόλυτα ορατά στο δικό μας σήμερα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, τούτο εδώ το μέγιστο παγκόσμιο φαινόμενο, στην προσπάθειά του να βοηθήσει τη χώρα έπασχε και αυτός από ιδεολογική σύγχυση. Κάποιες φορές υπήρξε παράδοξα ενωτικός και κάποιες άλλες, όπως πρόσφατα, παράξενα εμμονοληπτικός, ακραίος, ανεδαφικός, έξω από τον ρεαλισμό και τις πραγματικές ανάγκες. Αυτός, λοιπόν, με τον καλύτερο τρόπο εξέφρασε την περίφημη φράση – ρήση του Σαρτζετάκη «είμαστε έθνος ανάδελφο». Κανένα ανάδελφο έθνος, καμία χώρα που πάσχει από ιδεολογική σύγχυση, κανένα κράτος που το φθείρανε οι πολίτες του εκ των έσω ως πέμπτη φάλαγγα, δεν μπορεί να παραγάγει ούτε επιθυμίες, ούτε ελπίδες, ούτε μέλλον. Μέλλον θα είναι πάντα η ευχή, ενώ τα «τραγούδια του δρόμου» θα θεωρούνται πάντα εκφράσεις γραφικών.
Ομως ο λαός κατά βάθος, στη βάση του, νιώθει ποιοι είναι αυτοί που του «κάψανε» το όνειρο.
Κακά τα ψέματα, το «Αν θυμηθείς το όνειρό μου» ήταν και θα παραμείνει το κρυφό λαϊκό τραγούδι της επανάστασης που δεν έγινε ποτέ.
Δηµήτρης Χρυσάνθης
δημοσιογράφος
Η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε η εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου να πρέπει να παίξει δύο πολύ κρίσιμα παιχνίδια για τα προκριματικά του Μουντιάλ 2022 στη σκιά του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη. Ενός ανθρώπου που κατάφερε να ταυτιστεί όσο λίγοι στη μακραίωνη ιστορία αυτού του τόπου με την Ελλάδα. Ενός συμβόλου για τη χώρα, τη σημαία της οποίας φέρουν στο στήθος τους κάθε φορά που αγωνίζονται οι διεθνείς αθλητές.
Αραγε γνωρίζουν οι ποδοσφαιριστές της Εθνικής ομάδας ποιος είναι ο Μίκης Θεοδωράκης; Ποιο είναι το έργο του, οι αγώνες του, η προσωπικότητά του, τι είναι αυτό που τον έκανε να αποκτήσει παγκόσμια ακτινοβολία και στο πρόσωπό του, αλλά και στη μουσική του, όλοι από άκρου εις άκρον της Γης να βλέπουν και να αναγνωρίζουν την Ελλάδα;
Δεν είναι παράλογο να μην ξέρουν ή να μην ξέρουν ακριβώς ή να έχουν θολή και ασαφή εικόνα περί αυτού. Ούτε πρέπει να τους κατηγορήσει κανείς γι’ αυτό. Οι διεθνείς ποδοσφαιριστές είναι παιδιά 20, 25 ή 30 ετών, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μια εποχή κατά την οποία ο Μίκης είχε αποτραβηχτεί από τα κοινά. Σε μια εποχή που ο Μίκης δεν ήταν της μόδας, που οι αξίες για τις οποίες πάλεψε και τις οποίες εξύμνησε με τις μουσικές του είχαν γίνει πια μπανάλ. Πώς να ξέρουν;
Μήπως θα έπρεπε, λοιπόν, κάποιος να τους πει; Μήπως θα έπρεπε κάποιος να μαζέψει όλα αυτά τα παιδιά στα αποδυτήρια και να τους μιλήσει για τον Μίκη; Να αφηγηθεί την ιστορία του, να παίξει σε μια από αυτές τις συσκευές ήχου τελευταίας τεχνολογίας τα τραγούδια του;
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει εμπνεύσει με τη μουσική και τη δράση του γενιές ολόκληρες Ελλήνων. Γιατί να μην εμπνεύσει και τα παιδιά της Εθνικής στον δικό τους αγώνα; Το κίνητρό τους είναι δεδομένα μεγάλο σε αυτά τα δύο παιχνίδια με Κόσοβο και Σουηδία για όλους τους προφανείς λόγους. Δεν θα ήταν κακό να γίνει λίγο μεγαλύτερο παίζοντας και για τον Μίκη…
- Ο Φρανκ Άουερμπαχ, ο κορυφαίος παραστατικός ζωγράφος που διέφυγε από τους Ναζί, πέθανε στα 93 του
- Τόμας Γουόκαπ: Το πιο χρήσιμο μηδενικό!
- Λίβανος: Το Ισραήλ εξέδωσε νέες εντολές εκκένωσης – Τουλάχιστον έξι νεκροί κοντά στη Βηρυτό
- Η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκίνησε τώρα, τώρα απλώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους
- Αρκάς: Μια καλημέρα με αέρα… μετανάστευσης
- Ο πονοκέφαλος του Χατζηδάκη, θα πούμε το νερό, νεράκι και το φαί, φαγάκι