Έτσι ήρθε η Χρυσώ, η μάνα μου, στη Σύρα του 1886.




Τότε η πολιτεία μας άνθιζε από εμπορική και ναυτική ακμή, πολιτισμό και πλούτο. Καινούργια πολιτεία, αστραφτερή με δρόμους πλακοστρωμένους που ανέβαιναν ακτινωτά από το κέντρο στους πυκνοκατοικημένους λόφους της με άσπρα σκαλιά. Αμφιθεατρικά χτισμένη, ξάφνιαζε με την ομορφιά της κάθε ξένο, ακόμα και τον πιο κοσμογυρισμένο, που την πρωτόβλεπε μπαίνοντας στο μεγάλο της λιμάνι. Ένα λιμάνι βουερό, γεμάτο πλοία με λογής λογής σημαίες. Κόσμος στους δρόμους κι οχλοβοή απ’ τις φωνές των βαρκάρηδων, των τσούρμων που ξεφόρτωναν και φόρτωναν τα καράβια, των καφετζήδων, των ψαράδων, των τελάληδων του λιμανιού. Μια βουή που άρχιζε απ’ τα ντόκια και συνεχίζονταν σ’ όλους τους δρόμους. Αν κι έπαιρνε να βραδιάζει, αυτή η βουή η στεριανή που ’μοιαζε με της θάλασσας, δεν έλεγε να πάψει ή να καταλαγιάσει. Αντίθετα αύξαινε από τον κόσμο, που αντί να πάει στα σπίτια του να κουρνιάσει, ξεχύνονταν έξω από κάθε δρόμο και κατευθύνονταν όλοι στο κέντρο.



Η άβγαλτη νησιωτοπούλα σάστιζε. Για ποιο σπουδαίο λόγο τούτο τ’ ανθρωπομάζωμα;



Ήταν καμιά μεγάλη γιορτή; Όχι, της εξηγούσε ο πατέρας περήφανος και κύριος μες στον τόπο του. Την πιο μεγάλη τότε πόλη της Ελλάδας, με σαράντα χιλιάδες ψυχές. Μαμούνια πες καλύτερα, που ο καθένας κάτι σκαρφιζόταν για το καλό του τόπου μα και της τσέπης του, που την ήθελε γεμάτη.



[…]

Προχώρησαν προς την πλατεία Ανδρέα Μιαούλη, με τ’ άγαλμά του ολόσωμο του Υδραίου βρακά ναυάρχου. Στάθηκαν λίγο και τον παρατήρησε. Τότε η Χρυσώ κατάλαβε πως βρίσκονταν σε τόπο ελεύθερο, ελληνικό. Δίχως τούρκους. Τόβλεπες απ’ τον αγέρα που ’χε ο κόσμος στο περπάτημά του. Πουθενά φέσι! Πουθενά ζαπτιές! Πουθενά ζανταρμάδες!



Τα ’χε χαμένα η Χρυσώ. Μέγαρα, αγάλματα, σπίτια και δέντρα, όλα μεγάλωναν σε διαστάσεις. Κόσμος ξεκούραστος καθιστός σ’ αμέτρητες καρέκλες, γύρω από τραπεζάκια. Σερβιτόροι ντυμένοι σαν αρχόντοι, πήγαιναν κι έρχονταν βιαστικά μ’ ευκινησία, κρατώντας στόνα χέρι δίσκους με μποτίλιες, ποτήρια, πιατικά με γλυκίσματα και τρέχαν να προφτάσουν να σερβίρουν τόσο κόσμο. Η μεγάλη κάτασπρη πλατεία με τις ψηλές τις χουρμαδιές και τα παρτέρια, με τη μαρμαρένια εξέδρα της μουσικής, με ανάγλυφες τις Εννιά Μούσες, ο κολοσσός του Δημαρχείου τη θάμπωσαν.



—Είναι, της εξήγησε ο πατέρας, έργο του Τσίλλερ. Διάσημος αρχιτέκτονας Βαυαρός. Εκατομμύρια στοίχισε αυτό το χτίριο, που λίγες πολιτείες τόχουν ακόμα και σ’ όλη την Ευρώπη.



—Και οι εκκλησίες;



—Άλλη φορά θα πάμε να σου δείξω και τις εκκλησιές, το θέατρό μας κι άλλα αξιοθέατα. Όλα πρέπει να τα γνωρίσεις, να τ’ αγαπήσεις, γιατί πια είσαι μια συριανή κυρία!


Όσο ο άντρας της της μίλαγε για τα θαυμάσια του τόπου, η Χρυσώ χάζευε με απορία τον κόσμο που ανεβοκατέβαινε για να επιδειχτεί, και τίποτ’ άλλο.



Άντρες με φράγκικα παρδαλά ρούχα, ψηλά καπέλα και μπαστούνια, κυρίες με καπέλα φορτωμένα φτερά, λουλούδια και κορδέλες, φορέματα παράξενα, δαντέλες, με σχέδια της τελευταίας μόδας απ’ το Παρίσι, υφάσματα πανάκριβα, διαμαντικά, να περπατούν στο μπράτσο των αντρών και να σκορπούνε μεθυστικά αρώματα, να καμαρώνουν σαν βασίλισσες παραμυθιών. Όταν αρχίνησε η μπάντα να παίζει με την εισαγωγή της όπερας «Χαλίφης της Βαγδάτης», τότε η Χρυσώ ζαλίστηκε. Θέλεις από την πρωτάκουστη τη μελωδία πούκανε τόσο θόρυβο, θέλεις από την κούραση του ταξιδιού. Σε μια στιγμή, νόμισε πως δεν πατούσε πια στη γη. Το θαυμασμό της κορύφωσαν τα φώτα τα ηλεκτρικά που ανάψανε μαζί στους σιδερένιους φανοστάτες, σαν ν’ άκουσαν διαταγή απ’ το θεό κι ανάψανε για να φεγγοβολήσει κείνος ο ευτυχισμένος κόσμος.



[…]

Κάθε Συριανός άρχοντας […] υπουργοί, βουλευτάδες, μεγαλέμποροι, βιομήχανοι, τραπεζίτες, γιατροί και δικηγόροι, ζητούσαν να ξεπεράσουν σε μεγαλείο και πρωτοτυπία ο ένας τον άλλο. Όλοι φιλοδοξούσαν να χτίσουν μια μινιατούρα από τις Βερσαλλίες, το Φοντενεμπλώ, το Σαν Σουσί του Φρειδερίκου της Πρωσίας. Έτσι δημιουργήθηκαν σ’ ένα μικρό νησί με φτωχή γη, τόποι μαγευτικοί κι αρχοντικά ονομαστά που φιλοξένησαν τον Όθωνα, την Αμαλία κι αργότερα το Γεώργιο, την Όλγα. Κι εκτός από τους βασιλιάδες, αυλικούς (η Ερμούπολη είχε δώσει δυο τρεις Κυρίες της Τιμής για τις Βασίλισσες), πρεσβευτές, πολιτικούς και πρόξενους, διάσημους ξένους επισκέπτες, που έρχονταν να γνωρίσουν από κοντά την «ευρωπαϊκή» Ελλάδα, και γράφανε τις εντυπώσεις τους ύστερα σε βιβλία και στον τύπο. Τα γύρω Κυκλαδονήσια, γυμνά, φτωχά και πεινασμένα, έστελναν εργατιά για τα εργοστάσια και υπηρέτριες για τα πλουσιόσπιτα.


Τ’ αρχοντικά τους μες στην πολιτεία και τι δεν έκλειναν. Κάθε αρχοντικό, αν δεν εγκαταλείπονταν από τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα απ’ τους ιδιοκτήτες του που ήρθαν στην Αθήνα πια να ζήσουν, θα ’τανε σήμερα ένα μικρό Μουσείο.


[…]

Όλα τούτα τ’ αρχοντικά που ήταν σαν φρούρια χτισμένα στη συνοικία της Μεταμόρφωσης και στα «Βαπόρια» με τη θαυμάσια θέα προς τ’ ανοιχτό πέλαγος. Σ’ αυτή προπάντων τη συνοικία, όπου αργότερα χτίστηκε κι ο περίλαμπρος ναός του Αγίου Νικολάου, κατοικούσε η συριανή πλουτοκρατία. Η πρόσοψη των αρχοντόσπιτων έβλεπε προς το δρόμο χαραγμένο και στρωμένο μέχρι την Αμπέλα, οι πισινές πλευρές τους ήταν στραμμένες προς τη θάλασσα, μ’ εξώστες, λιακωτά, παράθυρα πολλά να μπαίνει ο ήλιος μόλις πρόβελνε απ’ τα βουνά της Τήνου και τη Δήλο, κι έβαφε όλη την πυκνοκατοικημένη Σύρα μενεξεδιά και τριανταφυλλένια. Τα θεόρατα αυτά πέτρινα χτίσματα κρέμονταν πάνω απ’ το νερό, κι όπως στη Βενετιά τα θεμέλια τους ήταν στημένα και στη στεριά και στο νερό.

*Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα της Ρίτας Μπούμη – Παπά (1906-1984) «Η Χρυσώ», εκδόσεις Καρανάσης, Αθήνα, 1984.

Όλες οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο προέρχονται από το Δήμο Σύρου – Ερμούπολης.