Στρατηγική υπερέκταση σε έναν πολυκεντρικό κόσμο
Αυτή τη στιγμή, οι ΗΠΑ, είναι μία «απρόθυμη» ηγεμονική δύναμη, που εφαρμόζει την πολιτική της επιλεκτικής εμπλοκής και παρέμβασης σε διάφορα μέτωπα
Στο σημερινό πολυκεντρικό διεθνές σύστημα, ένα κράτος, όσο ισχυρό και να είναι, δεν μπορεί να αποφασίζει μόνο του και να επιβάλλει τις θέσεις του σε μεγάλη γεωγραφική κλίμακα. Δεν είναι τυχαίο ότι όχι μόνο η Κίνα, αλλά και περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Ρωσία, η Τουρκία, το Ιράν, η Ινδία, το Πακιστάν διεκδικούν διευρυμένη αυτονομία κινήσεων στην άμεση περιφέρειά τους, χωρίς να θεωρούν απαραίτητη τη συνεννόηση με την υπερδύναμη.
Αντιθέτως, όπως συμβαίνει μεταξύ Μόσχας – Aγκυρας, αναπτύσσεται ένα condominium, ένας διακανονισμός, σύμφωνα με τον οποίο γίνεται αποδεκτή μία κατάσταση ανταγωνιστικής συνεργασίας έως και στρατηγικής κατανόησης, ώστε να μένουν εκτός νυμφώνος οι δυνάμεις της Δύσης και να διευθετούν τα ζητήματα μόνο οι πιο επιθετικοί περιφερειακοί δρώντες. Και αυτή η αναδυόμενη τα τελευταία χρόνια συνθήκη παγιώνεται κατά τέτοιο τρόπο, όπου οι ΗΠΑ δεν δύνανται να την αναστείλουν ή τελοσπάντων να τη μετριάσουν σε ικανοποιητικό για αυτές βαθμό. Εξάλλου, η στρατηγική υπερέκταση των περασμένων δεκαετιών, ιδίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έδειξε τα όρια της αμερικανικής παντοδυναμίας.
Η ανάγκη διόρθωσης της στρατηγικής υπερέκτασης είχε πολλές αιτίες. Οι τέσσερις βασικές ήταν η κόπωση στο εσωτερικό, η ρεαλιστική διαπίστωση ότι δεν μπορούν οι ΗΠΑ να είναι οι χωροφύλακες του κόσμου, η αναγνώριση ότι το διεθνές σύστημα γινόταν ολοένα και πιο άναρχο και η αποτυχία προώθησης της δημοκρατίας διά των όπλων. Οπως και σε άλλες περιπτώσεις, έτσι και στις ΗΠΑ, ο απομονωτισμός βρήκε κυρίως (όχι μόνο) έκφραση στον εθνικισμό και τον προστατευτισμό. Ο Τραμπ, κάθε φορά που απέσυρε τις ΗΠΑ από μία διεθνή συμφωνία, επικαλούνταν την εθνική κυριαρχία και τα συμφέροντα των ΗΠΑ, τοποθετώντας τα σε αντιπαραβολή με υπερεθνικούς οργανισμούς ή συμφωνίες που υποτίθεται ότι τα υπονόμευαν. «Εξελέγην για να εκπροσωπήσω τους πολίτες του Πίτσμπουργκ όχι του Παρισιού», έλεγε χαρακτηριστικά μετά την αποχώρηση από τη συμφωνία για την Κλιματική Αλλαγή. Ηταν ατυχής συγκυρία για την Ουάσιγκτον ότι τη διόρθωση αυτή την εφάρμοσε με αλλοπρόσαλλο τρόπο ο Τραμπ.
Είχε προηγηθεί, επί Κλίντον, η αφελής, όπως αποδείχθηκε, άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση και ο καπιταλισμός θα προωθούσαν παντού τα αμερικανικά συμφέροντα. Επί Μπους ακολούθησαν οι επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ, δηλαδή ένας συνδυασμός επιλεκτικής πολυμέρειας και μονομέρειας, ο πόλεμος ενάντια στη διεθνή τρομοκρατία μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και η αποτυχημένη «σταυροφορία» εκδημοκρατισμού.
Κατόπιν, είχαμε την προσπάθεια γοητείας συμμάχων και αντιπάλων του Ομπάμα, που συνοδεύθηκε ωστόσο από διστακτικότητα και αποστασιοποίηση από περιοχές μέχρι τότε πρώτης γραμμής (βλ. Μέση Ανατολή), και χαμηλό βαθμό επιτυχίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, με σοβαρές εξαιρέσεις τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την παρέμβαση τρεις φορές προς τη Γερμανία για τη διάσωση της Ελλάδας και την παραμονή της στην ευρωζώνη. Εντούτοις, τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο βρήκαν ελεύθερο πεδίο και ενισχύθηκαν διεθνώς, χωρίς να αποκλείεται αυτή η εξέλιξη να ήταν αναπότρεπτη εφόσον είχε προηγηθεί η μετατόπιση πλούτου και οικονομικής δραστηριότητας/ισχύος στην Ανατολή.
Αυτή τη στιγμή, οι ΗΠΑ, είναι μία «απρόθυμη» ηγεμονική δύναμη, που εφαρμόζει την πολιτική της επιλεκτικής εμπλοκής και παρέμβασης σε διάφορα μέτωπα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να επουλώσει τις πληγές της διακυβέρνησης Τραμπ κυρίως σε σχέση με τους εταίρους της Ουάσιγκτον, εντούτοις, δεν δείχνει να κόπτεται ιδιαίτερα για τη διαχείριση «μαύρων τρυπών», όπως η Συρία και το Αφγανιστάν, με την πολιτική του ως προς το τελευταίο να αφήνει ένα «στίγμα» και στην προσωπική του εικόνα, φέρνοντας σε δεύτερη μοίρα άλλες πρωτοβουλίες του που φανέρωναν μία συναινετική διάθεση εκ μέρους του. Για τη δική μας περιοχή, πολλά θα κριθούν από τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στη Μέση Ανατολή αναφορικά με την επαναπροσέγγιση εταίρων των ΗΠΑ ώστε να κλείσει το ρήγμα και να διαμορφωθεί ένα σχετικά αρραγές μέτωπο καθώς και από τυχόν επαναφορά της συμφωνίας με το Ιράν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι Γερμανία και Γαλλία, στην παρούσα φάση, περισσότερο ανησυχούν για το σενάριο να τους ζητηθεί από τις ΗΠΑ να αντιπαρατεθούν με την Κίνα – κάτι που θέλουν να αποφύγουν – παρά επιθυμούν να σφυρηλατήσουν ένα κοινό μετωπο σε βάρος του Πεκίνου. Οι δε εξελίξεις στο Αφγανιστάν επαναφέρουν τη συζήτηση, αν δεν καθιστούν αναγκαία, την αναθεώρηση του παγκόσμιου ρόλου της ΕΕ και της σχέσης συμπληρωματικότητας ή μερικής αυτονομίας ή/και καταμερισμού δυνάμεων με τις ΗΠΑ. Σίγουρα, πάντως, οι τελευταίες δεν θα παίζουν τον ρόλο που είχαμε συνηθίσει, όχι μόνο γιατί δεν θέλουν, αλλά και γιατί δεν μπορούν.
Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδος και συγγραφέας του βιβλίου «Διεκδικητικός Πατριωτισμός. Ανατομία μιας συζήτησης που δεν έγινε ποτέ».
- Η ανεπανάληπτη χαμένη ευκαιρία του Ζιγιές (vid)
- Το Ουκρανικό «περιμένοντας τον Τραμπ»
- Ρωμανός: Το ΠΑΣΟΚ είναι χειρότερο και από πράσινο ΣΥΡΙΖΑ
- Κερδίζει έδαφος η ακροδεξιά ατζέντα για το Μεταναστευτικό – Τρομάζει η «νέα κανονικότητα» που υπόσχεται
- Επιχείρηση Τάλως: Δικογραφίες σε βάρος 5 ατόμων για πορνογραφία ανηλίκων και κακοποίηση ακόμη και νηπίων
- Παναθηναϊκός: Με Γερεμέγεφ η ενδεκάδα κόντρα στον Παναιτωλικό