Μίκης Θεοδωράκης – Στο κελί του στον Ωρωπό
«ΤΑ ΝΕΑ» επισκέφθηκαν τις παλιές φυλακές όπου κρατήθηκε και άνοιξαν για το κοινό για τρεις ημέρες στη μνήμη του
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
«Και συ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό… Και συ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον φασισμό…» ξεπηδούσαν τα λόγια του Μίκη, στη μεγαλειώδη μεταδικτατορική συναυλία του, σαν κεραυνοί, για να ενωθούν με τις φωνές χιλιάδων θεατών που έπειτα από επτά χρόνια «στον γύψο» είχαν επανακατακτήσει την ελευθερία να βροντοφωνάζουν αυτό που σκέφτονται.
Το τραγούδι εκείνο μιλούσε για τους μήνες (Οκτώβριος 1969 – Απρίλιος 1970) που ο Μίκης Θεοδωράκης πέρασε στις φυλακές Ωρωπού – μαζί με άλλους συναγωνιστές (Μανώλης Γλέζος, Ανδρέας Λεντάκης κ.ά.) – ως κρατούμενος της χούντας των Συνταγματαρχών.
Και δεν είναι το μοναδικό που γράφτηκε για τη συγκεκριμένη συγκυρία. Το «Διότι δεν συνεμορφώθην» μιλάει για μια ιστορία που έλαβε χώρα στα 24 τετραγωνικά του κελιού στον Ωρωπό, την επιστολή διαμαρτυρίας του Μίκη στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό που η διοίκηση των φυλακών δέσμευσε «διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις».
Μία βρύση λίγα μέτρα από το κελί θυμίζει στους περαστικούς άλλο ένα τραγούδι που συνδέθηκε με τη στιγμή που έσμιξαν δύο μύθοι.
Ενα βράδυ του ’70, ο Μανώλης Χιώτης, κάτοικος της περιοχής και στενός συνεργάτης του Μίκη, αψήφησε την απαγόρευση και βημάτισε έξω από το κελί, παίζοντας στο μπουζούκι του μια γνωστή μελωδία.
«Ντύθηκα πρόχειρα και βγήκα. Ο σιγανός άνεμος κουβαλά στα φτερά του το «Σε πότισα ροδόσταμο, με πότισες φαρμάκι…». Είναι δύο, είναι τρεις φωνές. Φωνές γνωστές. Πλησιάζω και κρεμιέμαι στο σύρμα. Κάποιος με χαιρετά. Σηκώνουμε τα χέρια μας ακόμα πιο ψηλά και γραπώνουμε το σύρμα» αναφέρει ο Μ. Θεοδωράκης στo βιβλίο «Το Χρέος, Τόμος Α’ Η Αντίσταση 1967-1970».
«Μερικοί φίλοι στο πλευρό μου σιγοτραγουδούν μαζί με τον Χιώτη: «Της παγωνιάς αετόπουλο/ της ερημιάς γεράκι…». Ανατριχιάζω. Οι τέσσερις φίλοι μας στον μόλο έχουν κάτι επίσημο. Κάτι ιερατικό. Βαδίζουν αργά. Στέκονται. Μας κοιτούν πάντα επίμονα. Ξαναπροχωρούν. Τραγουδούν με ακρίβεια, και ο γλυκός ανοιξιάτικος άνεμος άλλοτε φέρνει κοντά μας και άλλοτε απομακρύνει τους αέρινους ήχους. (…) Εγώ κλεισμένος στο σύρμα, σαν αγρίμι, σαν κακούργος ή σαν πουλί. Κι αυτός ήρθε απ’ όξω να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μας τραγούδι» μνημονεύει ο Μίκης για εκείνη τη νύχτα.
Τα εκθέματα
Σήμερα, υπό τον ήχο της μουσικής του, στην αυλή ένα παιδί σκυφτό υπογράφει στο βιβλίο επισκεπτών «καλό ταξίδι» ζητώντας του να το προσέχει από ψηλά.
Περνώντας το κατώφλι της εισόδου, στα δεξιά, ο χώρος απομόνωσης του Μίκη και ευθεία η πόρτα που οδηγεί στο κελί.
Βαδίζοντας εντός του, δεν είναι τόσο τα λιγοστά ιστορικά εκθέματα, οι αφίσες από τη Νεολαία Λαμπράκη ή τον «Ρήγα Φεραίο», ούτε καν ο χειρόγραφος πίνακας (δώρο του δημιουργού στο Λύκειο Ωρωπού) όπου αποτυπώνεται αριστουργηματικά η αλληλουχία των έργων του, που προκαλούν σκέψεις και συναισθήματα.
Είναι η ίδια η ύπαρξη του χώρου που ξετυλίγει στον σημερινό επισκέπτη μια ανείπωτη τραγωδία: τη βουβή εξιστόρηση της παράνοιας μιας εποχής που άνθρωποι στοιβάζονταν σαν τα κιβώτια σε ένα δωμάτιο, χιλιόμετρα από το σπίτι και την οικογένειά τους, τότε που, όπως έχει γράψει ο Μίκης, ο κόσμος ζούσε μέσα στην τυραννία, στο σκοτάδι το πηχτό.
Κοιτάζοντας το λιγοστό φως που άφηνε το παράθυρο ψηλά στον τοίχο να πέφτει μέσα, συναισθάνεται κανείς την επαίσχυντη εκμετάλλευση των βασάνων που άντεξαν κάποτε κάποιοι σύγχρονοι ήρωες από ορισμένους που σήμερα βαφτίζουν, ελαφρά τη καρδία, ό,τι δεν τους αρέσει «χούντα».
Ο δήμαρχος Ωρωπού, Γιώργος Γιασημάκης, που άνοιξε τον χώρο για τρεις ημέρες στο κοινό, μιλάει στα «ΝΕΑ».
«Ο Μίκης Θεοδωράκης μπήκε στο πάνθεον των αθανάτων και εμείς πήραμε τη σκυτάλη να υπηρετούμε και να τιμούμε την πλούσια κληρονομιά του. Μοιράστηκε με τον Ωρωπό ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του. Ως δημοτική αρχή και ως Ελληνες δεσμευόμαστε να διατηρούμε άσβεστο το πνεύμα του και να τιμούμε το έργο και τη μνήμη του. Να μεταλαμπαδεύουμε τα μηνύματά του. Με τους αγώνες του μας άνοιξε δρόμους.»
» Με τις δημιουργίες του μας γεμίζει έμπνευση. Το κελί του στις παλιές φυλακές, οι δρόμοι που περπάτησε και τα μέρη που εμπνεύστηκε θα έχουν την αύρα του. Ο Δήμος Ωρωπού θα τιμά για πάντα το έργο του. Θα τον μνημονεύει ως έναν δάσκαλο, δημιουργό, εμπνευστή και αγωνιστή».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις