Μεγιστάνες από αλάνες – Ή γιατί όταν κοιτάζουμε την trap δεν βλέπουμε παρά την αντανάκλασή μας
Τελικά θα κάνει η trap όλα μας τα παιδιά ναρκομανείς;
Ο Όσκαρ Γουάιλντ, για να το πάμε κουλτουριάρικα, είχε πει χρησιμοποιώντας μια εντόνως αποικιοκρατικά φορτισμένη παρομοίωση, ότι ο 19ος αιώνας μισούσε το Ρεαλισμό ως καλλιτεχνικό ρεύμα επειδή δεν άντεχε να βλέπει το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Και τον Ρομαντισμό, επειδή δεν άντεχε να μην το βλέπει.
Τι σχέση έχει ο Γουάιλντ με την trap; Θα φτάσουμε κι εκεί.
Τα περισσότερα σοβαρά κείμενα που έχουν ασχοληθεί με το φαινόμενο της trap στην Ελλάδα βιάζονται να παραθέσουν κάποιο στίχο της που να αποδεικνύει την χαμηλή της ποιότητα. Ας ακολουθήσουμε αυτό το μοτίβο, λοιπόν, με μια διαφορά: Ο παρακάτω στίχος ανήκει σε ένα από τα πιο feelgood κομμάτια που έχουν γραφτεί γενικότερα στην ελληνική μουσική τα τελευταία χρόνια, και σχολιάζει ο ίδιος το λεγόμενο wave. Trap για την trap – σα να λέμε ποίηση για την ποίηση.
Λέει, λοιπόν, ο FY στο Check:
«Βλάκες haters που κράζουν στα κρυφά ακούνε trap/σαν παππούδες που στα μπαλκόνια φωνάζουν στα παιδιά».
Και οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε κάποιο δίκιο. Αν βάλεις Μποφίλιου σε κάποιον που δεν ακούει έντεχνο – σ’ εμένα για παράδειγμα – δεν θα μπορεί να σου πει ούτε ένα στίχο. Λίγο καλύτερα είναι τα πράγματα αν βάλεις Αργυρό σε κάποιον που δεν ακούει λαϊκά. Αν βάλεις το «MAMA?» σε οποιονδήποτε, θα μπορεί να ψελλίσει έστω «200 στη στροφή».
Μια σκηνή που ανέλπιστα έγινε mainstream
Όσο ρόλο κι αν παίζει το γεγονός ότι μιλάμε για μια μουσική σκηνή εξ ορισμού memeable, που στηρίζεται στη fun (και ενίοτε αριστουργηματική) παραγωγή και στη γρήγορη ατάκα και συνεπώς διαθέτει ένα εγγενές virality, ειλικρινά δεν είναι και πολύ έξυπνο η ανάλυσή μας να παραμένει εκεί. Γιατί η trap, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πέτυχε έναν άθλο: Έγινε για τα ‘10s και κυρίως τα ‘20s ότι ήταν το «pop μπουζούκι» για τα ‘90s, ένας κοινός τόπος στα ακούσματα όλων μας, fans, haters και αδιάφορων, χωρίς να έχει στα παρθενικά της βήματα ούτε ένα ψήγμα της mainstream ώθησης που είχε το δεύτερο.
Όχι ότι οι trappers δεν είχαν πίσω τους δισκογραφικές, έστω και περιορισμένου μεγέθους. Αλλά κυριολεκτικά για χρόνια, τα κομμάτια τους γίνονταν γνωστά μέσα από την Άγρια Δύση του YouTube, κινούμενα από ένα σημείο και μετά με υπερηχητικές ταχύτητες από το ένα inbox στο άλλο, μετατρεπόμενα σε εσωτερικό αστείο – και αργότερα πολιτιστικό φαινόμενο – μιας γενιάς που είχε αποκηρύξει την τηλεόραση προ πολλού.
Όχι απλώς δεν έβρισκες δίσκους των trappers στα περίπτερα, όπως στην περίπτωση mainstream λαϊκών καλλιτεχνών. Δεν υπήρχαν καν δίσκοι τους. Τα tracks ανέβαιναν στο YouTube ένα-ένα, άλλοτε συνοδευόμενα από κάποιο clip αμφίβολης αισθητικής, άλλοτε μόνα τους. Αμέτρητα χάνονταν στη μαύρη τρύπα του internet, όμως άλλα αποστηθίζονταν μέσα σε ώρες. Από ένα σημείο και μετά, λειτουργούσαν κατά κάποιο τρόπο σαν δείκτης νεότητας: Όλοι ήξεραν το ρεφρέν του «MAMA?» από την πρώτη μέρα – το είδαμε κυριολεκτικά ακόμη και σε πανηγύρια. Οι βενιαμίν των Millennials, ορισμένοι «θα κάτσω με τη νεολαία» όπως η γράφουσα, και η Gen Z το είχαν ακούσει 30 φορές την πρώτη μέρα και πέρασαν την πρώτη εβδομάδα διαφωνώντας για το ποιο ήταν το καλύτερο κουπλέ.
Και στην καρδιά του «MAMA?», στις μπάρες του μακαρίτη του Mad Clip, ενός απίθανου ταλέντου κι ενός τιτάνιου μάνατζερ του εαυτού του, υπάρχει ένα μέρος της απάντησης στο ερώτημα «γιατί οι νέοι ακούνε trap».
Όλη η αισθητική της σκηνής χωρά πολύ βολικά στο στίχο «από τον πάτο περάσαμε στη μεσαία τάξη» (που φήμες λένε ότι αυθεντικά ανέφερε «περάσαμε τη μεσαία τάξη», αλλά σημασία έχει πώς καταγράφηκε στη συλλογική μας μνήμη, σαν ένα σύμβολο των εκπτώσεων στις προσδοκίες μας). Ένας στίχος τόσο ισχυρός που έγινε οικείος σε όλους από το πρώτο άκουσμα του κομματιού και που σκιαγραφεί τη λειτουργία των αυτοκινήτων, των ακριβών ρολογιών, της κουραμπιεδόσκονης και των αντικειμενοποιημένων γυναικών στα video clip της trap.
Η trap είναι ταυτόχρονα η παρωδία και η πραγμάτωση του χαμένου ονείρου (τουλάχιστον) δυο γενιών «να πιάσουν την καλή».
Σε ένα κόσμο που δεν έχει πια σταθερές, που έχει την απαίτηση να πάρεις 18 πιστοποιήσεις παραπάνω από τους γονείς σου για να πληρώνεσαι με βασικό μισθό, υπάρχει κάτι βαθιά απελευθερωτικό στην εικόνα ενός τύπου σαν τον Mad Clip, όχι τυπικά όμορφου αλλά πηγαία συμπαθητικού σαν φιγούρα, τουλάχιστον όπως προκύπτει από τις συνεντεύξεις του, να λέει φλεξάροντας το πανάκριβο ρολόι του «ποτέ δεν ήμουνα καλός στο σχολείο».
Η trap είναι η μοναδική ρεαλιστική απεικόνιση κοινωνικής κινητικότητας σε έναν κόσμο που κουβαλά ανοιχτές και μολυσμένες τις πληγές της κρίσης, που κάθε εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνική δικαιοσύνη όχι απλώς έχει χαθεί, αλλά έχει διαγραφεί αναδρομικά, το ίδιο το παρελθόν έχει ξαναχαραχθεί αναδεικνύοντας όλες τις υποσχέσεις ως κούφιες και ερμηνεύοντας κάθε στιγμή καλοπέρασης ως ψέμα ή φάρσα. Η μετατροπή του ΠΑΣΟΚ σε meme είναι ίσως το πιο πειστικό τεκμήριο για το τελευταίο επιχείρημα.
Η trap δεν είναι αντισυστημική μουσική, δεν προτείνει την ανατροπή κανενός κατεστημένου, δεν έχει απολύτως κανένα επαναστατικό πρόταγμα – τουλάχιστον όχι στη σούπερ mainstream εκδοχή της. Η trap προτάσσει την ατομικιστική εξυπνάδα – ή ακριβέστερα καπατσοσύνη – ως μοναδικό μέσο για να προσπελάσεις ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο χαώδης και απελπιστικός, ένα κόσμο στον οποίο το παιχνίδι είναι στημένο εξ αρχής εναντίον σου, ένα κόσμο χωρίς πραγματικά success stories.
Αυτό που την κάνει τόσο ενοχλητική, είναι ότι ενώ διατηρεί τον στόχο που διδάσκεται και επιβάλλεται κοινωνικά – το κάλεσμα να «πιάσουμε την καλή» – η επιβράβευση που προτείνει έχει αποτινάξει τις κοινωνικές συμβάσεις περί αόρατου πλούτου. Η trap αισθητική είναι τραμπική. Είναι χρυσή, είναι στολισμένη με διαμάντια, είναι ντυμένη με κραυγαλέα πανάκριβα brands, που αποκτούν αισθητική αξία ακριβώς μέσα από την τιμολόγησή τους.
Οι trappers όταν πιάνουν την καλή δεν κρύβονται πίσω απ’ τα τείχη των σπιτιών τους στα προάστια, τα φιμαρισμένα τζάμια των αυτοκινήτων τους δεν βρίσκονται εκεί για να τους κρατούν μακριά από τα βλέμματα. Μια βόλτα στο Instagram τους αρκεί για να μας συστήσει στα πιο πολυτελή περιουσιακά τους στοιχεία. Αν είχαν πολυτελέστερα, θα μας τα έδειχναν.
Η trap έκανε τον σεξισμό ή ο σεξισμός την trap;
Κι αν υπάρχουν στην trap σιχαμένα χαρακτηριστικά – και είναι άφθονα – δεν είναι γεννήματά της. Η επιθετική αρρενωπότητα που πρωταγωνιστεί στον στίχο και την εικόνα συνδέεται άμεσα με τα παραπάνω. Είναι μια αρρενωπότητα που έχει επίσης καταφέρει να επιβιώσει και να αποδείξει την «αριστεία» της απέναντι σε μέτρα και σταθμά ανέκαθεν σχεδιασμένα για να είναι άφταστα, αλλά που πλέον ανήκουν σε μια προ πολλού χαμένη εποχή.
Ο αυτοδημιούργητος άνδρας, που κάποτε δεν είχε να φάει και πλέον ανοίγει σαμπάνιες στα μεγαλύτερα club της Μυκόνου, ήταν μειοψηφία σε εποχές προ κρίσης. Πλέον είναι εκθεσιακό αντικείμενο σε ένα μουσείο κοινωνιολογικής ιστορίας που έχει να επιδείξει σαμπάνιες με το ονοματεπώνυμο και το πρόσωπο του Τσοχατζόπουλου και γραμμές κοκαΐνης σπασμένες επάνω σε εξώφυλλα glossy περιοδικών. Εκθέματα που από αστεία εύκολα γίνονται επώδυνα, όταν αναλογιστεί κανείς ότι δεν είναι παρά εικόνες της προπερασμένης δεκαετίας.
Στο σήμερα, η αρρενωπότητα δεν είναι εύκολη υπόθεση για τα υποκείμενα που τη βιώνουν ως υποχρέωση. Και η (ορθή) αποδόμησή της από το φεμινισμό δεν είναι το πρόβλημά της – αντιθέτως, είναι το μόνο πράγμα που προσφέρει στα υποκείμενα αυτά μια διέξοδο από στεγανά που τα οδηγούν σε μετωπική με τη ματαίωση και τη βαναυσότητα. Αν ένας «πραγματικός» άντρας πρέπει να κερνάει, να έχει ακριβά ρούχα και αμάξια, να ζει τη ζωή στα άκρα και να κυριαρχεί στον τομέα του, μια γενιά που λύνει περίπλοκες εξισώσεις με συγκατοίκους, δεύτερες δουλειές και συμβιβασμούς ποιότητας ζωής προκειμένου να εγκαταλείψει το παιδικό της δωμάτιο κάποια στιγμή πριν τα 30, μάλλον δεν αισθάνεται πολύ σίγουρη για τον ανδρισμό της.
Φυσικά, πάντα υπάρχει η επιλογή να τον επαναξιολογήσει. Να αναρωτηθεί αν μέσα σε αυτό το πρότυπο υπάρχει χώρος για ουσιαστική ευτυχία, επαφή με άλλους ανθρώπους, αλληλεγγύη, κοινωνική πρόοδο. Μπορεί όμως και να χαζέψει τις τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά, συχνά κωμικές προεκτάσεις αυτού του προτύπου, επενδυμένες με νέον χρώματα και γυμνασμένα γυναικεία κορμιά, να αναφωνήσει «θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα» – ένα «θέλω» πολύ πιο συλλογικό από ό,τι υπονοούν τα καθωσπρέπει σχόλια στο Facebook-, να πει «μάγκας ο Mad Clip» ή να αισθανθεί μια άρρωστη ικανοποίηση από τη «νέμεση» του τόσο πρόωρου θανάτου του από την ίδια του την αγάπη για την αρρενωπή μαγκιά της κόντρας με την Porsche.
Οι επιθανάτιοι ρόγχοι ενός ’90s ανθρωπότυπου
Ενδεχομένως πιο κατανοητά: Η trap διαπνέεται από έναν τοξικό σεξισμό, δυνητικά επικίνδυνο ως πολιτιστική επιρροή, τον οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν εφηύρε. Όταν ήμασταν παιδιά οι σημερινοί τριαντάρηδες, που πολύ πρόθυμα μπαίνουμε στον χορό της boomer δαιμονοποίησης της trap, όντως η mainstream μουσική δεν μιλούσε για κόκες και πουτάνες. Όμως αν ένας εξωγήινος προσπαθούσε να γνωρίσει την ελληνική κοινωνία αποκλειστικά μέσω των τηλεοπτικών της αναπαραστάσεων, εύκολα θα συμπέραινε ότι οι γυναίκες που τη συναποτελούν είναι τέλεια συμμετρικές, αψεγάδιαστες, και λειτουργούν περίπου ως αξεσουάρ στο μπράτσο ή την πολυθρόνα ενός alpha male βγαλμένου από τα σπλάχνα της τριτοδρομικής κοινωνικής κινητικότητας.
Οι αναπαραστάσεις αυτές πλέον αφήνουν τους τελευταίους τους ρόγχους – υπάρχουν, αλλά δεν είναι πια πιστευτές, τουλάχιστον όχι ως ανοιχτά ενδεχόμενα. Αντ’ αυτού γιγαντώνονται, λαμβάνουν χαρακτηριστικά που σε ένα βαθμό υποσκάπτουν την ίδια τους τη macho υπεροχή και τελικά μετατρέπονται σε trap στίχους και βίντεο.
Η μουσική των φτωχών του νεοφιλελευθερισμού
Για αυτό και στην trap ανοίγει συχνά η συζήτηση για το ποιος είναι «true» και ποιος όχι. Κανείς δεν θέλει να δει έναν γόνο να φωνάζει σε ένα μικρόφωνο «γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά». Η trap είναι η μουσική των φτωχών που απέκτησαν ακριβά αυτοκίνητα – ή θέλουν να διατηρήσουν ανοιχτό το εύθραυστο όνειρο πως κάποτε θα τα αποκτήσουν και θα μπορέσουν να τα τρίψουν στη μούρη όλων εκείνων που επί χρόνια τους έλεγαν άχρηστους, που τους κατηγορούσαν για την ίδια τους τη φτώχεια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Light είναι ο αγαπημένος του Αντετοκούνμπο, όσο κι αν ο δεύτερος απέχει σταθερά κι αξιοθαύμαστα από την επίδειξη.
Σημαίνει αυτό πως η ηγεμονία της trap στην ελληνική μουσική δεν είναι προβληματική; Όχι. Όμως σημαίνει και ότι δεν είναι παρά ένας καθρέφτης. Πριν καταδικάσουμε την αντανάκλαση, πρέπει να κατανοήσουμε τι είναι εντέλει αυτό που αντανακλά. Και σίγουρα σημαίνει πως η εξέλιξή της από εδώ και μετά, η γέννηση των ολοδικών της subcultures που ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται, είναι κάτι που θα πρέπει να παρακολουθήσουμε με ενδιαφέρον και όχι σαν παππούδες που στα μπαλκόνια φωνάζουν στα παιδιά.
- Γιατί οι Κούρδοι, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ είναι υπό απειλή στη Συρία
- Επίσκεψη Δένδια στην Ντόχα για στρατιωτική συνεργασία και αμυντική βιομηχανία με μηνύματα
- Αγοραπωλησίες ακινήτων – Στο μάτι της Εφορίας οι πληρωμές με μετρητά
- Σχέση: Πέντε σημάδια που δείχνουν ότι είσαι εξαρτημένος
- Απώλειες, πόλεμος και θλίψη: Οι άγνωστες ιστορίες πίσω από τα γνωστότερα χριστουγεννιάτικα τραγούδια
- Κριστιάνο Ρονάλντο, πώς βγάζεις 100.000.000 $ τον χρόνο από τα social media…