Δραστήριος, ενεργός, αναμοχλευτής σε όλα τα φάσματα της ανθρώπινης, ιδιωτικής και δημόσιας ύπαρξης.

Ο Μίκης Θεοδωράκης έζησε ως μουσικός, ως πολίτης, ως πολιτικός, ως συνάνθρωπος, ως αντιρρησίας, ως ειρηνιστής, ως εραστής και ως οικογενειάρχης.

Θα ήταν αδύνατο, από πολλές απόψεις, μία προσωπικότητα σαν και την δική του να μην ασχοληθεί με την συγγραφή. Την συγγραφή ως καταγραφή σκέψεων και συναισθημάτων, κοινωνικοπολιτικής παρατήρησης, ακόμα και φιλοσοφικών ιδεών.

Λάτρης του ωραίου, του αρμονικού, του έμ-μετρου με τον τρόπο των αρχαίων Ελλήνων, ο Μίκης Θεοδωράκης μοιάζει να χώρεσε δεκάδες ζωές μες στην μία, δική του.

Δεν ήταν αναχωρητής, παρά εμπνεόταν από τα κέντρα εξελίξεων, από τις συναντήσεις με τους Άλλους, από την καταβύθιση στο προσωπικό του σύμπαν, το φωτισμένο από τον Κόσμο και από την Ψυχή του.

Αυτή η συνεχής πάλη, του Έσω και του Έξω, της εσωστρεφούς περίσκεψης και της εξωστρεφούς έκφρασης και μοιράσματος αποτέλεσε, αναμφίβολα, ένα άκρως σημαντικό στοιχείο της ανεπανάληπτης προσωπικότητας του Θεοδωράκη. Συμφιλιώντας μέσα του το Κτήνος με τον Θεό, στεκόταν συχνά ως υπόδειγμα Ανθρώπου.

Το συγγραφικό του έργο

Μεταξύ άλλων έγραψε τα βιβλία «Το χρέος» (δύο τόμοι), εκδ. Τετράδια της Δημοκρατίας 1970-1971, «Μουσική για τις μάζες», εκδ. Ολκός, 1972, «Στοιχεία για μια νέα πολιτική», «Δημοκρατική και συγκεντρωτική αριστερά», εκδ. Παπαζήση, 1976, «Οι μνηστήρες της Πηνελόπης», εκδ. Παπαζήσης, 1976, «Περί Τέχνης», 1976, εκδ. Παπαζήση, «Η αλλαγή. Προβλήματα ενότητας της Αριστεράς», 1978, «Μαχόμενη Κουλτούρα», 1982, «Για την ελληνική μουσική», 1983 (το 1986 επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη).

Επίσης, «Ανατομία της σύγχρονης μουσικής», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1983, «Star Sυstem», εκδ. Κάκτος, 1984, «Οι δρόμοι του αρχάγγελου» (αυτοβιογραφία σε πέντε τόμους), εκδ. Κέδρος, 1986-1995, «Ζητείται Αριστερά», εκδ. Σιδέρη, 1989, «Αντιμανιφέστο», εκδ. Γνώσεις, «Πού πάμε;», εκδ. Γνώσεις, 1989, «Ανατομία της Μουσικής», εκδ. Αλφειός, 1990, «Να μαγευτώ και να μεθύσω», 2000, εκδ. Λιβάνη, «Το μανιφέστο των Λαμπράκηδων», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2003, η τριλογία «Πού να βρω την ψυχή μου…», 2003, εκδ. Λιβάνη, με αποσπάσματα από συνεντεύξεις, άρθρα και ομιλίες του της τελευταίας δεκαετίας, «Μάνου Χατζηδάκι εγκώμιον», 2004, εκδ. Ιανός, «Σπίθα για μια Ελλάδα ανεξάρτητη και δυνατή», εκδ. Ιανός, 2011, «Διάλογοι στο λυκόφως-90 συνεντεύξεις», εκδ. Ιανός, 2016, και «Μονόλογοι στο λυκαυγές», εκδ. Ιανός, 2017.

Ένα από τα πιο γνωστά του έργα

Επίσης, συνέγραψε πολλούς κύκλους ποιημάτων που μελοποίησε ο ίδιος, μεταξύ των οποίων και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», «Ο Ήλιος και ο Χρόνος», «Αρκαδία Ι», «Αρκαδία VI» και «Αρκαδία X» και το «Τραγούδι της γης» από τη συμφωνία Νο 2.

Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλά έργα στα Γαλλικά.

Πολλοί και πολλές έχουν την τιμή να κρατούν μία ή περισσότερες επιστολές του Μίκη Θεοδωράκη. Στον γραπτό λόγο, ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης φαίνεται πως έβρσικε ένα είδος καταφυγίου και καθαρότητας.

Λέγεται πως η παρρησία και η ευγλωττία του τον οδηγούσε συχνά σε ατελείωτες κουβέντες, μονολογικής φύσης. Είχε ζήσει τόσα, είχε να διηγηθεί τόσα! Ο γραπτός λόγος, επομένος, ίσως να τον «συμμάζευε», να τον περιόριζε, να τον οργάνωνε.

Έγραφε τακτικά επιστολές για να αιτηθεί, να ευχαριστήσει, να συγχαρεί, να διαφωνήσει, να επικοινωνήσει.

Θρυλική θεωρείται, εδώ και χρόνια, η επιστολή του στην Γρηγόρη Μπιθικώτση, στην οποία επιχείρησε να τον αποτρέψει να τραγουδήσει τον ύμνο της Χούντας:

«Γρηγόρη,

Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα «Δειλινά» τον «Υμνο της Επαναστάσεως». Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια.

Μην γκρεμίζεις με μια κλωτσιά αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα.

Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας.

Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά.

Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά».

Ο Μίκης αναγνώστης

Αυτές τις μέρες, ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης μοιράστηκε μια προσωπική του ιστορία σε σχέση με τον Θεοδωράκη.

Σε γράμμα του προς τον συγγραφέα,  ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρεται με κολακευτικά λόγια για τον ίδιο, αλλά και το βιβλίο του «Ο Φοίνικας» το οποίο χαρακτηρίζει αριστούργημα.

«Ό,τι και αν σού πω θα είναι λίγο. Το βιβλίο σου είναι κλασικό με την έννοια του χρόνου», λέει ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης στο γράμμα που χρονολογείται στον Ιανουάριο του 2019.

Ο ίδιος ο Χωμενίδης στην ανάρτησή του στο Facebook περιγράφει την αντίδρασή του στην θεοδωρακική επιστολή.

«Μένω άναυδος. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω, οι φράσεις του χορεύουν εμπρός στα μάτια μου. Το να ονομάζει ο Μίκης τον «Φοίνικά» μου αριστούργημα – σε ποια μεγαλύτερη τιμή θα μπορούσα να ελπίζω;».

Δύο συμπεράσματα: γενναιοδωρία (γνωστή τοις πάσι-αν και ενίοτε, ερμηνευόταν ως…ξόδεμα) και, φυσικά, λατρεία στο διάβασμα και τα βιβλία.

Πολλοί το πιστοποιούν: ο Μίκης υπήρξε μανιώδης αναγνώστης. Το σύμπαν του σπιτιού του αποτελείτο κυρίως από χαρτιά, βιβλία, σημειώσεις. (Πώς αλλιώς;)

Στρατιώτης και ποιητής

Στο περιοδικό «Τέταρτο» του Μάνου Χατζιδάκι και στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, είχε δώσει ο Θεοδωράκης μια εξαιρετική συνέντευξη. Βρισκόμαστε στα 1985.

Θεοδωράκης και Χατζιδάκις, Ρώμη, 1954

Δείτε ένα απόσπασμα σχετικό με το θέμα μας.

Τσαγκαρουσιάνος: Λοιπόν, άλλο θέλω να πω: εγώ, εδώ, από την εποχή των μικρών, σας ρωτώ για την εμπειρία του να σκοτώνεις κάποιον ‒ πώς θυμάστε σήμερα εκείνα τα πρόσωπα;

Θεοδωράκης: Αυτά, φυσικά, όταν τα συζητάς σε μια πολυθρόνα πίνοντας το καφεδάκι σου, έχουν μια άλλη διάσταση: αλλά σου λέω ότι ποτέ δεν κάνουν τέτοιες ερωτήσεις σε στρατιώτες, όπου κι αν πολέμησαν.

Τ:Ρωτώ εσάς γιατί, εκτός από στρατιώτης, είστε και ποιητής.

Θ:Εύκολα οι άνθρωποι αλλάζουν κάτω από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το πάθος, τον φόβο, το μίσος, και δεν έχεις καθόλου την αίσθηση ότι κάνεις αυτό που λέμε «φόνος».

Άλλωστε, η βία αυτή είχε νομιμοποιηθεί από τον κατακτητή. Μια κεκτημένη, βασική μου ιδιότητα, μαζί με τη μουσική, κληρονομική, ήταν η απέχθειά μου στη βία.

Ο μηχανισμός της αντιβίας μέσα μου λειτούργησε καταλυτικά. Και η βία ήταν τότε διάσπαρτη: σκότωσαν οι κατακτητές, δολοφονούσαν με τον τρόπο τους οι μαυραγορίτες, σκότωναν οι συνεργάτες των κατακτητών: τότε η ζωή του ανθρώπου είχε γίνει πολύ φτηνή, η Αθήνα είχε γεμίσει τριακόσιες χιλιάδες πτώματα ‒ έβλεπες ένα πτώμα σαν να ‘βλεπες μια πεταμένη καρέκλα.

Τ:Σκέφτομαι όμως τον Μαγιακόφσκι: «Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε». Δεν κρατούν όλοι οι ποιητές ενεργητική στάση στις επικλήσεις των καιρών.

Θ:Δεν είχα αυτές τις ευαισθησίες, εκτός από την περίπτωση των αιχμαλώτων. Τότε έσωζα ζωές. Ακόμα και SS αιχμαλώτους τους πονούσα γιατί έβλεπα το πρόσωπο, τον άνθρωπο, κι όχι έναν μηχανισμό που αόριστα με απειλεί. Δεν είχαμε τη δυνατότητα να είμαστε ευαίσθητοι.

Αδέλφια πάλεψαν ενάντια στ’ αδέλφια τους. Υπάρχει ένα μεγάλο ‒το μεγαλύτερο‒ μέρος στον άνθρωπο, που είναι άγριο ζώο. Από πάνω του υπάρχει μια κρούστα που λέγεται ανθρωπισμός.

Αν λείψει το νερό από την Αθήνα για 30 μέρες, θα δεις ανθρώπους που πιστεύεις για θεούς να σκοτώνουν για μια γουλιά.

Μπορείτε να διαβάσετε ποιήματα του Μίκη Θεοδωράκη εδώ.