Γερμανία – Ελλάδα – Τέλος εποχής στις σχέσεις Αθήνας – Βερολίνου
Η σχέση της Μέρκελ με την Ελλάδα δεν ήταν ποτέ απαλλαγμένη από παρεξηγήσεις. Πέντε έλληνες πρωθυπουργούς γνώρισε στη μακρόχρονη θητεία της, από τον Κώστα Καραμανλή το 2005 μέχρι τον Κυριάκο Μητσοτάκη σήμερα. Και με το πέρασμα στη μετά Μέρκελ εποχή, πολλά πράγματα θα χρειαστεί να επαναπροσδιοριστούν
Γράφει ο Γιώργος Παππάς
Στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας η χώρα βρέθηκε συχνά πότε απέναντι, πότε δίπλα στη Γερμανία. Σε καμία άλλη περίοδο, όμως, η διασύνδεση της πορείας των δύο χωρών δεν ήταν τόσο στενή και πολυκύμαντη, όσο στη 16χρονη θητεία της Ανγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία της Γερμανίας.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής χρειάστηκε να συγκρουστεί μετωπικά με τον τότε καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ και να στηριχτεί στον γάλλο πρόεδρο Ζισκάρ ντ’ Εστέν, προκειμένου να φτάσει τον Μάιο του 1979 στην ιστορική υπογραφή της συνθήκης ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ. Ο καγκελάριος της γερμανικής ενοποίησης Χέλμουτ Κολ δεν ανέπτυξε ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις με την Ελλάδα, ούτε με τον γερμανομαθή πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, με τον Ανδρέα Παπανδρέου αυτό ήταν και πολιτικά και προσωπικά ανέφικτο.
Ο Κώστας Σημίτης ήταν ο μόνος έλληνας πρωθυπουργός που είχε ουσιαστική πρόσβαση στη γερμανική πολιτική σκηνή – από την εποχή ακόμα της εξορίας του στη Γερμανία στη διάρκεια της χούντας. Και την αξιοποίησε στη σχέση του με τους Σοσιαλδημοκράτες, τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ και τον τότε υπουργό Οικονομικών, Χανς Αϊχελ, για να επιτύχει την ένταξη της Ελλάδας στον στενό πυρήνα της ΕΕ, την ευρωζώνη.
Δέκα χρόνια αργότερα, η πρώτη μεγάλη ευρωκρίση του 2010 οδήγησε σε μετωπική σύγκρουση Αθήνα και Βερολίνο και στο απόλυτο ναδίρ τις ελληνογερμανικές σχέσεις.
Η σχέση της Μέρκελ με την Ελλάδα δεν ήταν ποτέ απαλλαγμένη από παρεξηγήσεις. Εξ απαλών ονύχων είχε την πρώτη επαφή της με την Ελλάδα, όπως μου είπε στο περιθώριο συνέντευξης στην ΕΡΤ τον Σεπτέμβριο του 2011 περιμένοντας τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου στο Βερολίνο. Στην περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα, μαθήτρια η Μέρκελ με μια ομάδα συμμαθητριών της και τη βοήθεια της μητέρας της που είχε αρχαιοελληνική εκπαίδευση, έστελνε κάρτες ζητώντας «Λευτεριά στον Μίκη Θεοδωράκη», τον οποίο είχε φυλακίσει η χούντα. «Απογοητεύτηκα φυσικά», μου είπε, όταν ο Μίκης αργότερα επέλεξε τη δυτική Ομοσπονδιακή Γερμανία και όχι την κομμουνιστική DDR για την πρώτη του συναυλία στη Γερμανία.
Ηταν η πρώτη απογοήτευση της Μέρκελ στη σχέση της με την Ελλάδα. Πολλά χρόνια αργότερα, στις αντιμνημονιακές διαδηλώσεις στην Ελλάδα, οι διαδηλωτές της φόρεσαν και το μουστάκι του Χίτλερ. Αλλά πλέον δεν ήταν η ώρα των απογοητεύσεων. Ηταν η ώρα κρίσιμων αποφάσεων. Και ήταν ευτύχημα για την Ελλάδα, τη Γερμανία και την Ευρώπη το γεγονός, ότι διαχειρίστηκε την κρίση αυτήν η ψύχραιμη έως ψυχρή Μέρκελ και όχι ένας θερμόαιμος καγκελάριος του «μπάστα» που χτυπά το χέρι στο τραπέζι. Αλλά η Μέρκελ δεν λειτουργεί με το θυμικό. Πέντε έλληνες πρωθυπουργούς γνώρισε στη μακρόχρονη θητεία της, από τον Κώστα Καραμανλή το 2005 μέχρι τον Κυριάκο Μητσοτάκη σήμερα. Με κανέναν δεν είχε τη σχέση που ανέπτυξε με τον ιδεολογικά εκ διαμέτρου αντίθετο, Αλέξη Τσίπρα. Καθοριστικό για την καγκελάριο δεν ήταν η ιδεολογική αφετηρία του Τσίπρα, αλλά η σχέση εμπιστοσύνης που ανέπτυξε η «μούτι» Ανγκελα με τον πρωταθλητή της πολιτικής «κωλοτούμπας» Αλέξη, προκειμένου να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ.
«Το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας είναι μονόδρομος, («alternativlos») για τη σταθεροποίηση του συνόλου της ευρωζώνης», ήταν το επιχείρημα που προέβαλε η Μέρκελ στην Ομοσπονδιακή Βουλή κάθε φορά που έπρεπε να εγκριθούν τα μνημόνια για την Ελλάδα και οι προβλεπόμενες εκταμιεύσεις για την Αθήνα. Ο συστημικός κίνδυνος που συνιστούσε η Ελλάδα για την ευρωζώνη ήταν το «μαστίγιο» της καγκελαρίου για να πειθαναγκάσει τους δύστροπους βουλευτές του κόμματός της. Αλλά ήταν και η παγίδα, στην οποία έπεσε το «αντισυστημικό» μπλοκ του Αλέξη Τσίπρα στο καταστροφικό πρώτο εξάμηνο του 2015, που έφερε και το τρίτο και μεγαλύτερο μνημόνιο για την Ελλάδα. Η Μέρκελ και το κόμμα της πληρώνουν ακόμα σήμερα το πολιτικό κόστος αυτής της επιλογής. Για πρώτη φορά παγιώθηκε στον πολιτικό χάρτη της Γερμανίας ένα κόμμα στα δεξιά της συντηρητικής Χριστιανικής Ενωσης CDU-CSU, η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD). Ιδρύθηκε κόντρα στο δεύτερο μνημόνιο για την Ελλάδα πριν από τις γερμανικές εκλογές του 2013 και εξελίχθηκε στο σημερινό ακροδεξιό, αντιευρωπαϊκό κόμμα, το οποίο πατώντας στην προσφυγική κρίση του 2015 κατάφερε να είναι σήμερα αξιωματική αντιπολίτευση στο Μπούντεσταγκ.
Σε επίπεδο «χαμηλής» πολιτικής, η Ελληνο-Γερμανική Συνέλευση που συμφωνήθηκε το 2010 στην επίσκεψη του Γιώργου Παπανδρέου στην καγκελαρία και το «Ελληνο-Γερμανικό Ιδρυμα Νεολαίας» που θεσμοθετήθηκε αργότερα είναι η παρακαταθήκη της εποχής Μέρκελ για την ενδυνάμωση των σχέσεων Ελλάδας – Γερμανίας. Αλλά σε επίπεδο κορυφής, στα προβλήματα που κληροδότησε το παρελθόν – πολεμικές αποζημιώσεις – αθροίστηκαν οι τριβές για τα γερμανικά όπλα στην Τουρκία. Πάντως στο Προσφυγικό, η Ελλάδα ως πύλη εισόδου και η Γερμανία ως τελικός προορισμός της πλειονότητας των προσφύγων βρίσκονται αντικειμενικά στο ίδιο στρατόπεδο.
Αυτά θα χρειαστεί να επαναπροσδιοριστούν με το πέρασμα στη μετά Μέρκελ εποχή.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις