Κούραση, υπνηλία και αδυναμία συγκέντρωσης στο 4% των παιδιών μετά τον κοροναϊό
Συγκριτική μελέτη μεταξύ παιδιών που «πέρασαν» κοροναϊό και παιδιών που δεν προσβλήθηκαν δείχνει μικρό ποσοστό μακρόχρονης επιβάρυνσης από τον ιό, αν και οι εκτιμήσεις για τη συχνότητα των μακροχρόνιων επιπτώσεων διαφέρουν ανάλογα με τη μεθοδολογία που εφαρμόζεται
Παιδιά εμφανίζουν κατάλοιπα της ασθένειας μετά την ανάρρωσή τους από κοροναϊό, με κυρίαρχη την κόπωση, αδυναμία συγκέντρωσης και αυξημένη ανάγκη για ύπνο, και λιγότερο συχνά την «μπουκωμένη» μύτη, πόνο στο στομάχι και «σφίξιμο» στο στήθος.
Η συχνότητα όμως των παρατεινόμενων συμπτωμάτων δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί με σαφήνεια, καθώς οι μελέτες που έχουν γίνει είναι μελέτες παρατήρησης, χωρίς ομάδες ελέγχου που θα επέτρεπε να μετρηθεί η επιβάρυνση στο γενικό παιδιατρικό πληθυσμό.
Έτσι, οι περιορισμένες μελέτες που έχουν εκπονηθεί μέχρι στιγμής, αναφέρουν επίμονα συμπτώματα μετά την πάροδο της λοίμωξης στα παιδιά σε ποσοστά από 0-27%. Η μεγάλη διαφορά στο ποσοστό, αποδίδεται στη σοβαρότητα της μόλυνσης, τις διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, τον ορισμό των περιστατικών (διαγνωσμένοι έναντι πιθανών), τους μεταβαλλόμενους χρόνους παρακολούθησης και τις προϋπάρχουσες παθήσεις που πιθανόν να συμβάλλουν στη διακύμανση των εκτιμήσεων της συχνότητας των μακροχρόνιων επιπτώσεων της νόσου.
Συγκρίσεις
Νεότερη μελέτη για την διευκρίνιση των επιπτώσεων της COVID – 19 στα παιδιά, δημοσίευσαν στο επιστημονικό περιοδικό JAMA, ερευνητές από το Ινστιτούτο Επιδημιολογίας, Βιοστατιστικής και Πρόληψης του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης. Οι ειδικοί, προχώρησαν στην σύγκριση σε συμπτώματα συμβατά με «μακρά COVID» σε παιδιά και εφήβους που παρουσιάστηκαν εντός εξαμήνου από τον ορολογικό έλεγχο για SARS-CoV-2.
Η μελέτη Ciao Corona διερεύνησε την απαλλαγή από τον κοροναϊό σε 55 σχολεία που επιλέχθηκαν τυχαία στο καντόνι της Ζυρίχης στην Ελβετία, με γλωσσικά και εθνοτικά διαφορετικό πληθυσμό 1,5 εκατομμυρίου κατοίκων σε αστικές και αγροτικές περιοχές. Τα σχολεία επιλέχθηκαν τυχαία από τις 12 περιφέρειες των καντονιών, με τον αριθμό των σχολείων να είναι ανάλογο με το μέγεθος του πληθυσμού. Στην Ελβετία, τα παιδιά παρακολούθησαν τα σχολεία δια ζώσης (με προστατευτικά μέτρα) το 2020-2021, εκτός από ένα lockdown σε ολόκληρη τη χώρα, που διήρκεσε 6 εβδομάδες (16 Μαρτίου έως 10 Μαΐου 2020).
Τα παιδιά που συμμετείχαν ήταν από τυχαία επιλεγμένες τάξεις και σε τρεις διαφορετικές φάσεις υποβλήθηκαν σε αιμοληψία για έλεγχο κοροναϊού, ενώ έπρεπε να απαντήσουν και σε ερωτηματολόγια για τα συμπτώματα που είχαν, διαδικτυακά.
Στη μελέτη εντάχθηκαν τα παιδιά που βρέθηκαν θετικά στον ιό τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2020, και συγκρίθηκαν με τα παιδιά που ήταν αρνητικά.
Τα αρνητικά στον ιό παιδιά, εξαιρέθηκαν, όπως επίσης και τα παιδιά που δεν είχαν επανεξεταστεί ως τον Μάρτιο – Απρίλιο 2021.
Από τον Μάρτιο ως τον Μάιο του 2021, οι γονείς ανέφεραν συμπτώματα των παιδιών τους που εμφανίσθηκαν από τον Οκτώβριο του 2020 και διήρκεσαν τουλάχιστον 4 εβδομάδες, καθώς και εάν τα συμπτώματα επέμεναν για περισσότερες από 12 εβδομάδες. Το ερωτηματολόγιο περιείχε μια λίστα συγκεκριμένων συμπτωμάτων και ένα πεδίο ελεύθερου κειμένου.
Αποτελέσματα
Από τα 2503 παιδιά, συμπεριελήφθηκαν στη μελέτη τα 1355 δηλαδή το 54% αυτών. Ήταν από 9-13 ετών με διάμεση ηλικία τα 11 έτη και το 54% ήταν κορίτσια. Τα παιδιά αυτά βρέθηκαν θετικά στον ιό τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 2020. Από τα παιδιά που δεν εντάχθηκαν στη μελέτη, τα 238 είχαν ήδη περάσει τη νόσο, τα 292 επειδή δεν επανεξετάστηκαν και 618 επειδή δεν έδωσαν πληροφορίες για τα συμπτώματα.
Σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν συμπεριλήφθηκαν, εκείνα που εντάχθηκαν στη μελέτη ήταν μικρότερα ( η διάμεση ηλικία τους ήταν 11 έναντι 12 ετών), τα περισσότερα ήταν κορίτσια (54% έναντι 49%) και οι γονείς τους είχαν υψηλότερο ποσοστό πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (77 % έναντι 64%). Η κατανομή ηλικίας και φύλου ήταν συγκρίσιμη μεταξύ οροθετικών και οροαρνητικών παιδιών.
Μεταξύ Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2020 και Μαρτίου – Απριλίου 2021, τα 4 από τα 109 οροθετικά παιδιά (4%) έναντι 28 από τα 1246 οροαρνητικά παιδιά (2%) ανέφεραν τουλάχιστον ένα σύμπτωμα διάρκειας άνω των 12 εβδομάδων. Τα πιο συχνά αναφερόμενα συμπτώματα που διήρκεσαν πάνω από 12 εβδομάδες μεταξύ των οροθετικών παιδιών ήταν η κόπωση (3/109 [3%]), η δυσκολία συγκέντρωσης (2/109 [2%]) και η αυξημένη ανάγκη για ύπνο (2/109 [2%] ). Κανένα από τα οροθετικά παιδιά δεν ανέφερε νοσηλεία μετά τον Οκτώβριο του 2020. Παρόμοιες αναλογίες οροθετικών και οροαρνητικών παιδιών ανέφεραν εξαιρετική ή καλή υγεία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις