Τι κρατάμε σήμερα από τον Στέλιο Καζαντζίδη;
Είκοσι χρόνια και μία νύχτα από το σβήσιμο της Ανεπανάληπτης Φωνής
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Το μαρτυρούν οι μνήμες που μας απέμειναν: ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν πολύ αγαπητός και δημοφιλής στους ανθρώπους.
Αυτό το χάρισμα δεν το έχει ο καθένας. Είναι κάτι μεγαλύτερο από μια καλή, από μια άριστη φωνή. Είναι αυτό που μπολιάζει την φωνή με άρωμα οικειότητας, αυτό που την κάνει άξια να εκπροσωπήσει χιλιάδες, εκατομμύρια άλλες φωνές.
Στις μέρες μας, η αποδοχή του δεν είναι όσο καθολική ήταν κάποτε. Θεωρείται τραγουδιστής της γκρίνιας και της κλάψας, με ξεπερασμένη τοποθέτηση και όχι-και-τόσο-καλό ρεπερτόριο (τουλάχιστον σε σχέση με άλλους, όπως ας πούμε τον Διονυσίου).
Όμως, είναι πραγματικά γνωστά σε όσους τον σχολιάζουν τα δύσκολα που έζησε, από μικρό παιδί ακόμα;
«Τραγούδι θυμάμαι απ’ τη γιαγιά μου. Νομίζω τα βάσανα που τραβηξα – και τραβάω – είναι αυτά που κάναν τη φωνή μου τέτοια, να έχει γεμίσει πόνο και να βγάζει αυτή την πίκρα από μέσα της. Γιατί δεν θυμάμαι να γέλασα ποτέ στη ζωή μου αληθινά.
Δεν θυμάμαι ποτέ, μα ποτέ. Κατοχή, φτώχεια, μιζέρια, φόβοι… Πήγαμε στο χωριό. Αρρώστιες. Ο πατέρας μου είχε έλκος. Γυρίσαμε, δελτίο, το ψωμί λίγο. Να βγω να βοηθήσω. Ο πατέρας μου δεν ήταν σε θέση να εργαστεί. Πέθανε σε λίγο… Είχαμε νεογέννητο μωρό τον Στάθη. Βγήκα εγώ σε οικοδομές, τσιγάρα, πούλαγα νερό με στάμνα, πούλαγα κάστανα.
Ποιό παιδί μπορεί να σηκωθεί στις 3 και τις 4 το πρωί να βράζει κάστανα για να πάει να πουλήσει;
Σε σημείο όπου φεύγαν οι εργάτες με τις βούρτσες στον ώμο για να πάνε να σουβαντήσουνε διάφορα σπίτια… έτσι γινόταν τότε. Στην Νέα Ιωνία, στη συνοικία.
Και πήγαινα εκεί, το λέγαμε “εργατικό κέντρο”. Εκεί πήγαινε ο καθένας, που ήθελε να να παρει εργάτη να φτιάξει το σπίτι του μερεμέτια διαφορα και αυτά…»
Μόλις πρωτομπαίνει στην εφηβεία, χάνει τον πατέρα του. Ο 44χρονος Χαράλαμπος δολοφονείται από παρακρατικούς αντικομμουνιστές κι ο Στέλιος αναγκάζεται να αρπάξει τη ζωή από τα μαλλιά για τα καλά, πια.
Ποιος ήταν, τελικά, ο Στέλιος Καζαντζίδης;
«Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ο πρώτος λαϊκός καλλιτέχνης. Απόδειξη: Δεν βγαίνει στο πάλκο από το 1965, δεν τραγουδά σε δίσκους από το 1976. Η δημοτικότητά του, όμως, αντί να πέσει ανεβαίνει», γράφει στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Πάνος Γεραμάνης στο περιοδικό Ντέφι.
Και συνεχίζει:
«Μπορεί τα τραγούδια του να μην είχαν πολιτικές ανησυχίες κι οραματισμούς. Είχαν όμως άμεσους προβληματισμούς. Μπορεί να μην τα έγραψαν μεγάλοι ποιητές ή «αναγνωρισμένοι» συνθέτες. Τα έγραψαν όμως απλοί άνθρωποι του λαού.
Αυτά είναι μερικά από τα αποδεικτικά στοιχεία για την αξία του Στέλιου Καζαντζίδη. Αλλά και πάλι θα υπάρξουν δύσπιστοι που θα πουν: «Δεν πάτε να λέτε ό,τι θέλετε, ο Καζαντζίδης δεν αρέσει γιατί κλαψουρίζει και μας κουράζει.»
Υπάρχει κι εδώ απάντηση: Αν ο Καζαντζίδης λέει με πόνο τα περισσότερα λαϊκά τραγούδια του, αυτό είναι το στυλ του για τις συγκεκριμένες ερμηνείες. Ετσι καταλαβαίνει τα τραγουδιστικά του θέματα ο Στέλιος κι έτσι ο πολύς κόσμος νιώθει τον Στέλιο. Εξάλλου δεν «κλαψουρίζει» πάντα ο Καζαντζίδης.
Οσοι έχουν αντίθετη γνώμη και δεν τους αρέσει το είδος αυτό, να ακούσουν τα κομμάτια των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λοίζου, Λεοντή, Κατσαρού και Ξαρχάκου που έχει ερμηνεύσει ο Καζαντζίδης.
Η φωνή του, είναι αυτό που ζητά ο κάθε συνθέτης. Δυνατή, καθαρή, με σπάνια και ανεπανάληπτα ανεβοκατεβάσματα».
Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και το αυθεντικά λαϊκό του αίσθημα. Ήταν τραγουδιστής ο Καζαντζίδης, με τον τρόπο που ο μανάβης είναι μανάβης, ο δάσκαλος δάσκαλος και ο μάγειρας μάγειρας. Χωρίς βεντετισμούς.
Σε συνέντευξή του το 1999, λίγο πριν το τέλος της ζωής του δηλαδή, είχε πει:
«Τυχαίνει καμιά φορά και κάθομαι κάπου σε μια ουρά και μου λέει ο διευθυντής ή ο ταμίας “περάστε κύριε Καζαντζίδη”. Λέω όχι. Γιατί να περάσω δηλαδή; Γιατί να υποτιμήσω τους ανθρώπους που είναι μπροστά μου και να περάσω εγώ; Είναι ντροπή.
Και κάθομαι και περιμένω τη σειρά μου. Θέλω να πω οτι είμαι νομοταγής και δεν θέλω να παρανομήσει κανένας, μα κανένας προς χάριν μου. Αν γίνεται, θα ήθελα να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου στην Κύπρο. Είναι το πρώτο μέρος που έζησε η μητέρα μου όταν εξορίστηκε από την Τουρκία. Κάθισε νομίζω δύο με δυομιση χρόνια.»
Ως γνήσιος λαϊκός άνθρωπος και ουδόλως μάνατζερ του εαυτού του (ούτε καλός, ούτε κακός), ο Καζαντζίδης τραγουδούσε μέσα από την ψυχή του. Κι όταν δεν τραγουδούσε, μιλούσε μέσα από αυτήν. Και ήταν απλός, δοτικός, γενναιόδωρος. Γι’ αυτό και προς το τέλος, έβγαλε παράπονα. Κάποια πράγματα δεν πήγαν όπως τα υπολόγιζε και, ενδεχομένως, τα άξιζε.
Στην ίδια συνέντευξη του 1999, στην Γιάννα Λοϊζίδου, αναφέρει:
«Βρήκαν όλοι αυτοί οι κύριοι, που βγαίνουν τώρα και με βρίζουνε, βρήκαν φαΐ στο λαιμό μου, ότι είμαι ο καταλληλότερος να πω τη λέξη μάνα.
Και τους έκανα τη χάρη και τους έλεγα και “μάνες” και “ξενιτιές” και “φυλακές” και “αδικίες” και ένα σωρό θέματα… Έλεγε τις προάλλες η – καλή της ώρα – η Σώτια η Τσώτου, αυτή η μεγάλη στιχουργός, έχει εξαντλήσει αυτό το παιδί – παιδί με έλεγε ακόμα – όλα τα θέματα. Δεν υπάρχει θέμα, που δεν το έχει τραγουδήσει. Δεν ξέρω τι να του γράψω…”»
Να κάτι που μας έχει μείνει από τον Στέλιο: ο τρόπος με τον οποίο χωρούσαν οι λέξεις στο λαρύγγι του. Σχεδόν επανεφευρίσκοντας την σημασία τους. Μέλωναν και περνούσαν (περνούν!) απευθείας μέσα μας.
Οι αντιφάσεις του Καζαντζίδη
Έντεκα χρόνια πριν την συνέντευξη στην οποία αναφερόμαστε ως άνω, έδωσε μία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Ήταν 1988 και ο Στέλιος Καζαντζίδης υποδέχτηκε στο σπίτι του στην Άνω Πεύκη τον δημοσιογράφο Δημήτρη Γκιώνη.
Οι απαντήσεις του δείχνουν έναν άνθρωπο πληγωμένομ με αρκετό θυμό, ελαφρώς υπερόπτη. Αυτοαποκαλείται «υπόδειγμα ανθρώπου», ότι δεν έχει αδικήσει ποτέ. Μιλά για το ρεμπέτικο τραγούδι με τρόπο άδικο.
Συγκεκριμένα, λέει, όταν ερωτάται γιατί δεν τραγουδά ρεμπέτικα:
«Το ρεμπέτικο δεν μου πάει εμένα. Θεωρώ ότι πήρε στο λαιμό του και το λαϊκό τραγούδι. Το ρεμπέτικο βγήκε μέσα από τα καταγώγια, μπερδεμένο με χασίσια με φυλακές με μαχαιρώματα.
Το λαϊκό τραγούδι δεν έχει καμία σχέση με το ρεμπέτικο, είναι πάναγνο σαν το νερό το κρυστάλλινο που βγαίνει από μια πηγή. Είναι τα προβλήματα της φτώχειας…»
Επίσης, μου κακοφαίνεται (και είμαι σίγουρη και σε άλλους) που ο ερωτικός αυτός τραγουδιστής στα 57 του χρόνια απαντά και δη ενώπιον της γυναίακς του Βάσως ότι «δεν είναι για έρωτες πια, μεγάλωσε».
Ο λόγος που μου κακοφαίνεται είναι επειδή είμαι άπληστη. Απαιτώ από έναν τεράστιο λαϊκό τροβαδούρο να έχει μυαλό και έκφραση διανοούμενου; Ίσως. Λάθος πάντως.
Ο ίδιος δεν έχανε ευκαιρία να ομολογεί (ίσως και λίγο ως εχέγγυο λαϊκότητας) την μόρφωσή του, που είχε φτάσει μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού.
«Δεν ξέρω πολλά γράμματα, είμαι της Δ’ Δημοτικού. Και πρέπει να ρωτάω ανθρώπους που ξέρουν μερικά γράμματα για να μου αναλύσουν τον στίχο πολλών μουσικοσυνθετών, ώστε να βγάλω συμπεράσματα.
Νομίζω ότι οι περισσότεροι κοιτάζουν να κάνουν σήμερα δύσκολο τραγούδι κι ύστερα του κολλάνε μια ρετσινιά – έντεχνο, κουλτουριάρικο, ποιοτικό- για να καπηλευτούν και να κερδίσουν μια μερίδα κόσμου.
Φτάσαμε να θεωρούμε ποιοτικό το ακατανόητο, ενώ θα ’πρεπε να θεωρούμε το απλό, το κατανοητό. Κι όλα αυτά τα βάζουνε κάτω από την ταμπέλα «λαϊκό τραγούδι». Προς Θεού, είναι δυνατόν να λες «λαϊκό τραγούδι» κι ο μόνος που δεν το καταλαβαίνει να είναι ο λαός;»
Άραγε, το «Σαββατόβραδο» το κατάλαβε αμέσως ο Στέλιος με το που το πήρε στα χέρια του;
Ναι, φυσικά. Ο Λειβαδίτης είναι ποιητής του λαού, με την σειρά του.
Οπωσδήποτε, από τον Στέλιο Καζαντζίδη μάς έμειναν τα Μεγάλα του τραγούδια.
Ένα από αυτά και το Σαββατόβραδο, φυσικά. Ένας εναλλακτικός, κατά την άποψή μου, εθνικός ύμνος της Ελλάδας.
Ανεπανάληπτο πάντρεμα τραγουδιστή-δεύτερης φωνής-στιχουργού και βεβαίως συνθέτη.
Ο πρώτος άνθρωπος που εκτίμησε τη φωνή του Στέλιου ήταν κάποιο αφεντικό του, που καθώς τον άκουσε την ώρα της δουλειάς, του χάρισε μια κιθάρα.
Δάσκαλος του Καζαντζίδη υπήρξε ο Στέλιος Χρυσίνης, ένας τυφλός συνθέτης.
Στα 1952, ο Καζαντζίδης κάνει το δισκογραφικό ντεμπούτο του με ένα τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα. Το τραγούδι αυτό έφερε τον τίτλο «Για μπάνιο πάω».
Ήταν ένα τραγούδι γραμμένο για τον καύσωνα που επικρατούσε εκείνο το καλοκαίρι στην πρωτεύουσα. Ο δίσκος δεν πούλησε γιατί μιμήθηκε τη φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη και η καριέρα του Στέλιου Καζαντζίδη θα έσβηνε πριν καλά καλά αρχίσει. Αυτός που αντιλήφθηκε τις δυνατότητες της φωνής του Καζαντζίδη ήταν ο συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου.
Το τραγούδι του Οι βαλίτσες γίνεται μεγάλη επιτυχία και o Kαζαντζίδης ξεκινά να γίνεται από Φωνή, Ιδέα.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, που είχε λαμπρές στιγμές, αλλά και διαφωνίες-τσακωμούς-αντιδικίες, ο Καζαντζίδης τραγούδησε δημιουργίες μεγάλων συνθετών.
Μάνος Χατζιδάκις, Άκης Πάνου, Γιάννης Παλαιολόγου, Απόστολος Καλδάρας, Μανώλης Χιώτης, Μίκης Θεοδωράκης, Θοδωρής Δερβενιώτης, Νάκης Πετρίδης, Χρήστος Λεοντής, Τάκης Σούκας, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Μπάμπης Μπακάλης, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Μητσάκης, Βασίλης Τσιτσάνης, Σταύρος Ξαρχάκος, Μάνος Λοΐζος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Ζαμπέτας.
Βαριά ονόματα, βαριά καριέρα ο Καζαντζίδης. Τραγούδησε πολλές επιτυχίες, τραγούδια που όπου παίζονται, μέχρι σήμερα, βρίσκουν θέση στο στόμα μας. Σιγοτραγουδάμε μαζί σου, εδώ και χρόνια, Στέλιο.
Από τον Καζαντζίδη έμεινε αυτή η αύρα του «παλιού Έλληνα», του «παλιού άντρα», που κάπου στο βάθος της μπέσας, της λαϊκής ανοιχτωσιάς και της απλότητας, κρύβονται συμπλέγματα και πόνοι, σαν εκείνους που βίωσε μια ολόκληρη γενιά προγόνων μας.
Ο Καζαντζίδης γεννήθηκε το 1931, είδε μια Ελλάδα να αλλάζει δεκάδες πρόσωπα, γνώρισε πολύ κόσμο, δόξα και αποτυχία, χαρές και πίκρες. Έφυγε από την ζωή στην ανατολή του νέου αιώνα, 14 Σεπτεμβρίου του 2001.
Έφυγε χορτάτος, με τα μάτια του να έχουν εντυπώσει χιλιάδες εικόνες και την αγκαλιά του να έχει χωρέσει σε άφθονες αγκαλιές.
Τον αγάπησε ο κόσμος ακούγοντάς τον, θαρρώντας-και όχι απαραιτήτως εσφαλμένα- πως ο Στέλιος του πάλκου είναι ο Στέλιος της ζωής.
Ο Θανάσης Λάλας, σε συνέντευξή του στο in.gr, μου είχε πει για τον Καζαντζίδη
«Για μένα, ο Καζαντζίδης ήταν και παραμένει ένα πρόσωπο μυθικό. Ακούγοντας τον, τραγουδούσαμε όλοι μαζί στο σπίτι μου… τον ακούγαμε στα ραδιοφωνα και πιάναμε τους εαυτούς μας να τραγουδάμε μαζί του.
Ήθελα να τον συναντήσω, να δω από κοντά αυτήν την περίπτωση ανθρώπου.
Μετά από τις πρώτες συνεντεύξεις μαζί του, άρχισα να τον καταλαβαίνω. Δεν τον καταλάβαινα απο την αρχή. Αναλόγως σε τι κατάσταση τον έβρισκα, ήταν ένας άλλος… Είχε όμως πάντα, μια ηθική βάση… Δεν έκανε συμβιβασμούς, δεν έκανε πίσω σε αυτά που πίστευε…
Ήταν σπουδαίος με έναν τρόπο πολύ δικό του. Ήξερε, επίσης, πώς να λέει μια ιστορία σαν να είναι δική μας ιστορία. Είχε συνέπεια, σοφία λαϊκή και αλήθεια απέναντι στα λάθη του.»
Μυθικός ή ανθρώπινος;
Στην Ελλάδα, για να γίνεις μύθος, έχω την αίσθηση, πως πρέπει να έχεις ξεκινήσει ως «ένας από τους όλους». Τρωτός, φθαρτός, ενταγμένος. Ύστερα, σε ανεβάζουν ψηλά, νιώθοντας πως έχουν ανεβάσει ένα είδωλό τους.
Κι όταν εσύ πετάς σ’ αγαπούνε, νομίζουν πως πετούν κι εκείνοι.
Εύκολα μπορούν να σε σημαδέψουν και να σε ρίξουν κάτω. Στο πρώτο παραστράτημά σου, είναι αυστηροί, δεν συγχωρούν.
Κι αν αποτραβηχτείς από τον ουρανό που αγαπούν να σε βλέπουν να αλωνίζεις, τότε παραπονιούνται. Τότε, γίνεσαι μύθος.
Ο Καζαντζίδης έγινε στ’ αλήθεια μύθος όταν αποτραβήχτηκε στα 1969-κράτησε για δύο χρόνια.
Ο κορυφαίος δίσκος της καριέρας του, το «Υπάρχω» των Νικολόπουλου-Πυθαγόρα σφραγίζει το αποτύπωμα του Στέλιου στην ελληνική μουσική, μέσω της ιδιότυπης κοσμοθεωρίας του, που ξεχείλιζε από αγάπη, παιδικό παράπονο, γκρίνια, λεβεντιά, ταπεινότητα, εγωισμό.
Αυτός ο δίσκος έχει όσες αποδείξεις χρειάζονται οι καζαντζιδικοί για να εξηγήσουν την υπεροχή του και, συγχρόνως, όσα άλλοθι θέλουν να βρουν οι «αντί» για να καταδείξουν την υπερβολή της ερμηνείας του, της ύπαρξής του καλλιτεχνικά.
Οι κομματάρες στο «Υπάρχω» διαδέχονται η μία την άλλη. Να ένα, με αμφιλεγόμενη διαχρονικότητα, λόγω μη πολιτικά ορθού στίχου:
Ο δίσκος ξεκινά με έναν μονόλογο του Καζαντζίδη απέναντι στο κοινό του.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης δηλοί ότι υπάρχει ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος, από τον καιρό που οι γνωστοί και άγνωστοι φίλοι του, τον αγάπησαν και τον έκαναν δικό τους. Και συνεχίζει λέγοντας:
«Υπάρχω εφόσον εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι εκφράζω τους καημούς, τα προβλήματά σας, την πίκρα της ξενιτιάς, τον μόχθο του εργάτη, την εγκατάλειψη, την μοίρα του ανθρώπου της συνοικίας. Και θα υπάρχω όσο υπάρχουν ταπεινοί, αγνοί και τίμιοι άνθρωποι του λαού.
Γιατί μόνο στην καρδιά του λαού ζω, εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί γεννήθηκα, εκεί θα πάψω κάποτε να υπάρχω.»
Από τον Στέλιο κρατάμε αυτό το ανόθευτο, το έως και γραφικό πλέον, το αυθεντικό μέχρι το κόκαλο (στο καλό και στο κακό), από τον Στέλιο κρατάμε την ασύγκριτη χαρά να βάζουμε στη διαπασών, μια στο τόσο, στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο ένα του τραγούδι.
Συνήθως εκείνο που άρεσε στον πατέρα μας πολύ.
Με τζούρα βαθιά και λοιπές κλισεδιές μάγκικες, γιατί έτσι.
Και κάτι ακόμα: ο Στέλιος χορεύεται. Έχει αυτές τις ζεϊμπεκιές που σκοτώνουν.
Σε μπαρ των δυτικών προαστίων, σε ταβέρνες του κέντρου, σε τηλεοπτικές φιέστες, ο Στέλιος τραγουδιέται και χορεύεται. Όλες οι συγκρίσεις τον ευνοούν, αναμφίβολα.
Αλλά αυτός, από εκεί πάνω, αν υπάρχει το εκεί πάνω, δεν θα δίνει σημασία σε τυχόν μέτριες ή κακές ερμηνείες των τραγουδιών του.
Αυτόν τον αφορούσε ανέκαθεν η Ψυχή.
*Η κεντρική φωτογραφία του κειμένου ανήκει στον Γιάννη Βελισσαρίδη
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις